«Τα λόγια των σημαντικών ανθρώπων της ζωής μου με διαμόρφωσαν. Του πατέρα μου. Που μου είπε να μην έχω ποτέ άντρα προστάτη. Με είχε κάνει αντράκι , ήταν μπροστά ο πατέρας μου. Και τα λόγια του Νίκου Γεωργιάδη: "ακόμα και αν πάω με κάποιες γυναίκες δεν χάνομαι". Αυτό το "δεν χάνομαι" με καθόρισε. Έτσι και εγώ δεν ήθελα ποτέ να είμαι με πεπειραμένους άντρες, που να ήξεραν τα κουμπιά μου, ώστε να μπορώ μέσα στον ερωτισμό ή στην πείρα τους να χαθώ. Ήθελα πάντα τους νεότερους άντρες. Ο πιο μεγάλος άντρας που πήγα ποτέ ήταν μέχρι σαράντα χρονών. Δεν τους ήθελα να έχουν πείρα. Ο νέος έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Σε κρατάει και εσένα μαζί του νέα. Και φίλους πρέπει να έχουμε νέους αν θέλουμε να κρατήσουμε νέο το μυαλό μας. Αν πάρεις έναν γιατρό σου μιλάει συνέχεια ας πούμε για τις εγχειρήσεις του. Ο δικηγόρος για τις υποθέσεις του ενώ ο νέος έχει πάθος να μάθει. Δεν ρωτάει τίποτα, ακούει. Μας ρώτησε κάποτε μια εφημερίδα "πως θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας με μια λέξη" και εγώ είπα "δασκάλα" και ήταν σωστό».
Τους άντρες ήθελε να τους εξελίξει, να τους μάθει, να ξεπεράσουν ακόμα και τον εαυτό τους και τα όρια τους
«Τους ήθελα να βγάλουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτό τους» Αγάπησε πολλούς άντρες αρκετούς και στη φαντασία της. «Ο πιο αξεπέραστος, ο πρώτος μου έρωτας και παντοτινός, ο λόρδος Μπάιρον», λέει και μου απαγγέλλει στίχους του -είναι να απορείς πώς τους θυμάται απ' έξω. «Πολλές φορές απαγγέλλω ποίηση για να ξεσκονίζω τη μνήμη μου. Είναι σπουδαία άσκηση η αποστήθιση. Η ποίηση με βοήθησε πολύ στη ζωή μου».
Η Ροζίτα έχει πελώρια αγάπη και τα ζώα και χρόνια ολόκληρα τώρα δεν βάζει στο στόμα της κρέας. «Με ανατριχιάζει να ακούω θα πάρουμε ένα αρνάκι του γάλακτος, σκίζεται η καρδιά μου, το καημένο, ούτε το χορτάρι δεν μπόρεσε να πατήσει» λέει και βουρκώνει. «Ούτε ντοκιμαντέρ μπορώ να βλέπω που λιοντάρια ξεσχίζουν ζέμπρες, γαζέλες και άλλα ταλαίπωρα ζώα».
«Είναι σπουδαία παρέα τα ζώα και έχουν να σου μάθουν ένα σωρό αγνά πράγματα και καλοσύνη». Η γάτα της κάθεται στα πόδια και της και είναι εφτάψυχη αφού η καμένη έπεσε από τον πέμπτο όροφο και επέζησε.
«Δεν είχα καταλάβει ότι έπεσε, την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας και λέω "αυτό το γατί μοιάζει με το δικό μου". Τελικά έζησε από καθαρό θαύμα». «Πονάει βέβαια η πλάτη της, έκανε καιρό να συνέλθει, είμαστε και οι δυο πια με κινητικά προβλήματα» λέει και γελάει. Ανοίγει το κουτί με τις φωτογραφίες της που μοιάζει με ένα μυστικό σύμπαν, αφού για κάθε φωτογραφία υπάρχει και αντίστοιχη ιστορία. Μου δείχνει μια φωτογραφία της με την Ελένη Βλάχου. «Είχε χιούμορ η Βλάχου, όλο τσακωνόμασταν που δεν διάβαζα εφημερίδες και δεν ενημερωνόμουν παρά μόνο τα βιβλία μου. Την εκτιμούσα όμως πάντα εκτιμούσα τις έξυπνες γυναίκες».
Με την Ροζίτα δεν πλήττεις ποτέ. Πηδάει απ' το ένα θέμα στο άλλο αλλά επιστρέφει με άνεση σ' αυτό που έλεγε και κλείνει την ιστορία από εκεί που την ξεκίνησε -είναι να απορείς με το πόσο καλά λειτουργεί το μυαλό της. Μου δείχνει φωτογραφίες με τον Χατζηδάκι -τον ήξερε όταν ακόμα ήταν δεκατεσσάρων χρονών και πολύ τον αγαπούσε. «Εδώ είμαι με τον Μάρλον Μπράντο», λέει σαν να πρόκειται για τον γείτονα της. Ο Μπράντο την κοιτάζει με το γοητευτικό του βλέμμα και σκέφτομαι ότι η Ροζίτα Σώκου πρέπει να είχε μια γοητεία πέρα από τα προφανή. Κάτι σαν τη μαγική αύρα που περιέγραφε.
Η ζωή της είχε αμέτρητους σταθμούς. Τους γνώρισε όλους, τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του αιώνα. Τον Ιωάννη Ξενάκη τον Παβαρότι και η λίστα δεν τελειώνει εδώ.
Ήταν φίλη του Τσαρούχη και σπούδαζε μάλιστα δίπλα του στη σχολή του στην κατοχή. Της άρεσε πολύ η ζωγραφική αλλά δεν ήθελε να είναι μέτρια. Μια μέρα τον ρώτησε αν έχει ταλέντο και Τσαρούχης που πάντα ήταν γενναιόδωρος της τα μάσαγε. Τότε εκείνη τον πίεσε όσο δεν πάει και εκείνος της είπε ότι υπάρχει το κέντημα και η μηχανή Singer και την παρομοίασε με τη Singer.
Αυτό ήταν, τα παράτησε αμέσως και επιδόθηκε στη γραφή, εκεί που ήξερε ότι μπορούσε να ...κεντήσει με τις λέξεις. Πόσα θυμάται, πόσα έχει ζήσει και πόσα έχει γράψει. Μου φέρνει το βιβλίο που έγραψε για το Μάριο Φραγκούλη, και θυμάται και πόσους επικριτές είχε. Με τον Μάριο ήταν αθώο το αίσθημα; «Φυσικά» λέει «τον έχω σαν παιδί μου».
«Ήμουν τρία χρόνια σε κατάθλιψη όταν πέθανε ο Νουρέγιεφ και ο Μάριος, με την καλή του καρδιά, πήρε τη θλίψη μέσα σε ένα απόγευμα, πώς να μην τον αγαπώ;». Η συνέντευξη θα έπρεπε να σπάσει σε πολλά μέρη.
Τα τελευταία χρόνια έκοψε και την αγαπημένη της συνήθεια, τη μαγειρική, γιατί δυσκολεύεται άλλα υπήρξε μεγάλο πάθος της. Είχα την τύχη να φάω τη σπανακόπιτα αλά Ροζίτα που ήταν το κάτι άλλο. Ποτέ δεν ακολούθησε συνταγές και άφηνε ελεύθερη την φαντασία της να φτιάξει τις δικές της παραλλαγές.
Πέρασε, μου λέει διάφορες φάσεις, κατά καιρούς. Μονομανίες. Έπλεκε, κεντούσε ,μαγείρευε έγινε αντιπρόσωπος της tupperware και γέμισε τον κόσμο τάπερ. Γρήγορα όμως βαριόταν και ήθελε να κάνει κάτι καινούργιο. «Ποτέ να μην σταματάει η περιέργεια. Μετά πάει γέρασες».
Φεύγοντας κοντοστέκεται: «Χρυσό μου, δεν ανάβω το φως να μην δεις την ακαταστασία». «Μην ανησυχείτε», της λέω και της εξηγώ ότι αυτή η ακαταστασία είναι οι ακριβές της αναμνήσεις που προσπαθώ να τις καταγράψω στη μνήμη μου και μην ξεχάσω τίποτα από όσα είδα μέσα στο γεμάτο σπίτι και στη γεμάτη ζωή της.
Σκρίνια γεμάτα πορσελάνες, φωτογραφίες, ιδιόχειρες αφιερώσεις του Τσαρούχη πάνω σε δικά του έργα, πίνακες. Ένας αιώνας λάμψης στριμωγμένος σε λίγα τετραγωνικά. Και ο Νουρέγιεφ στους τοίχους της πάντα νέος, πάντα ωραίος, πάντα λαμπερός. Ένα Νουρεγιεφκικό σύμπαν απομακρυσμένο από πανδημίες και λοιπούς καημούς. Και η Ροζίτα Σώκου μοιάζει να έχει καταπιεί ένα google και είναι εκεί έτοιμη να ζωντανέψει κάθε ανάμνηση, πάντα ακούραστη και πνευματώδης και ακόμα περίεργη για τη ζωή και τα πράγματα. «Να μου φιλήσεις τους έξω κόσμους και όλους τους ωραίους άντρες που συναντάς» λέει και κλείνει το μάτι. Εις το επανιδείν.