Ο Πολ Λάβερτι είναι ο μόνιμος σεναριογράφος του Κεν Λόουτς εδώ και τρεις δεκαετίες. Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας «Η τελευταία παμπ», που όπως άφησε να εννοηθεί ο διακεκριμένος σκηνοθέτης θα είναι και το κύκνειο άσμα του, βρέθηκε στην Αθήνα.
Εμείς τον συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί του για το νέο τους εγχείρημα, όσα τον εμπνέουν, αλλά και το κοινωνικό σινεμά που υπηρετεί τόσα χρόνια.
Η «Παλιά Βελανιδιά», η παμπ του κεντρικού ήρωα, είναι με έναν τρόπο ένας ακόμα χαρακτήρας στην ταινία. Τι συμβολίζει για εσάς;
Λοιπόν, αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Όταν περπατούσα σε αυτά τα χωριά, είχα την αίσθηση ότι το παρελθόν υπήρχε παντού. Μετά από την απεργία των ανθρακωρύχων το 1984, τα χωριά ερήμωσαν. Οι τράπεζες έκλεισαν, τα ταχυδρομεία, οι εκκλησίες, οι εκκλησιαστικές αίθουσες, οι βιβλιοθήκες, τα κολυμβητήρια...Το κράτος απλώς αδιαφορούσε. Τα αποτελέσματα της απεργίας ήταν εμφανή. Η ήττα των ανθρακωρύχων το 1984 από τη Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν μια από τις μεγαλύτερες κατά της εργατικής τάξης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι, αισθανθήκαμε ότι έπρεπε να τη σηματοδοτήσουμε με κάποιον τρόπο. Μου έκανε εντύπωση επίσης ότι πολλές από τις παλιές παμπ επιβίωναν με κόπο. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας παμπ εκεί, μοιάζει λίγο με τον TJ, τον κεντρικό ήρωα, που κι εκείνος επιβιώνει δύσκολα. Στην «Παλιά Βελανιδιά» - οι παμπ συχνά ονομάζονται έτσι και ένας από τους λόγους είναι ότι η βελανιδιά είναι ένα σύμβολο στην Αγγλία, ένα σύμβολο αξιοπρέπειας, σοφίας και αντοχής- το παρελθόν συναντάειτο παρόν. Το Ηνωμένο Βασίλειο μοιάζει λίγο με την παμπ, περνάει δύσκολα. Υπάρχουν μεγάλα προβλήματα τώρα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και στην παιδεία, μεγάλα προβλήματα με τη στέγαση, επισφαλής εργασία, ρωγμές στο δικαστικό σύστημα. Έτσι, αισθανθήκαμε ότι ο συμβολισμός αυτός θα λειτουργούσε σε πολλά επίπεδα, αλλά δεν θέλαμε να είναι προφανής, ή εξοργιστικός.
Γιατί η Γιάρα, η μετανάστρια από τη Συρία, είναι φωτογράφος;
Ακόμα μια καλή ερώτηση. Αυτή η επιλογή ήταν επίσης πολύ σημαντική για το σενάριο. Γιατί οι άνθρωποι που φτάνουν από μια ξένη χώρα, έχουν ήδη περάσει τραυματικές εμπειρίες και μετά έρχονται αντιμέτωποι με την επιθετικότητα. Το φυσικό θα ήταν να κρυφτούν, να κοιτάξουν αλλού. Αλλά εμείς σκεφτήκαμε ότι αν η Γιάρα ήταν φωτογράφος, θα ήταν από τη φύση της περίεργη. Όπως θα ήταν και στους καταυλισμούς, όταν έπρεπε να φύγει από τη Συρία λόγω της βίας του καθεστώτος Άσαντ... Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι αυτός θα ήταν ένας τρόπος να «ανοίξει» η ταινία. Με άλλα λόγια, τη θέλαμε περίεργη, να κοιτά πραγματικά και να αποζητά την επαφή με την κοινότητα. Νομίζω ότι τίθεται επίσης αυτό το θέμα στην ταινία: Τι αποφασίζουμε να εξετάσουμε. Τι κοιτάμε; Τι επιλέγουμε να δούμε; Έτσι, αισθανθήκαμε ότι η επιλογή αυτή λειτούργησε σε πολλά επίπεδα. Αλλά ο κύριος λόγος ήταν ότι «άνοιξε» την ταινία, συστήνοντας έτσι τη συριακή κοινότητα και δίνοντας στη Γιάρα τον έλεγχο στη ζωή της. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, όταν προσπαθείς να γράψεις ένα σενάριο. Όπως επίσης είναι πολύ σημαντικό για τον Kεν να έχεις μια ηθοποιό σαν αυτήν, που μπορείς να δεις μέσα από τα μάτια της.