Τάσος Πυργιέρης: «Όταν όλα μοιάζουν να καταρρέουν - ακόμη κι όταν κάποιος πέφτει από μια ταράτσα  - η ζωή βρίσκει τρόπο να συνεχίζεται»

Τάσος Πυργιέρης: «Όταν όλα μοιάζουν να καταρρέουν - ακόμη κι όταν κάποιος πέφτει από μια ταράτσα - η ζωή βρίσκει τρόπο να συνεχίζεται»

Ο Τάσος Πυργιέρης ανεβάζει στο Σύγχρονο Θέατρο το θεατρικό έργο «Η ταράτσα» (La Terrasse, 1980) του βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου Ζαν-Κλοντ Καριέρ, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.

Η ιστορία του περιστρέφεται γύρω από ένα ζευγάρι που βρίσκεται στο τέλος της σχέσης του. Η γυναίκα είναι αποφασισμένη να φύγει, έχει ήδη ετοιμάσει τη βαλίτσα της και περιμένει τον καινούριο της σύντροφο να έρθει να την πάρει με την κόκκινη κάμπριο Άλφα Ρομέο του. Ο άντρας μένει έκπληκτος από τη συμπεριφορά της και την απόφασή της να τον εγκαταλείψει. Την ίδια στιγμή, η φιλότιμη μεσίτρια προσπαθεί να προωθήσει το διαμέρισμα στους μελλοντικούς ενοικιαστές, προβάλλοντας ως βασικό πλεονέκτημα την "πριβέ" ταράτσα με θέα ολόκληρο το Παρίσι – μια ταράτσα που αποδεικνύεται ιδανική για... ελεύθερες πτώσεις.

Η ταράτσα

Mίλησέ μας για την «Ταράτσα» του Ζαν Κοντ Καριέρ. Ποιο είναι το βασικό της θέμα;

Η «Ταράτσα» του Ζαν-Κλοντ Καριέρ είναι ένα υπέροχο έργο, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και χαίρομαι πολύ που το παρουσιάζουμε στο αθηναΐκό κοινό. Το βασικό θέμα του έργου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η μοναξιά και η ανάγκη για επικοινωνία.

Παρακολουθούμε ένα ζευγάρι, τον Ετιέν και τη Μαντλέν, τη στιγμή που χωρίζουν, και ξαφνικά το σπίτι τους γεμίζει από περίεργους μελλοντικούς ενοικιαστές, καθένας με τις δικές του αδυναμίες, επιθυμίες και μοναξιές. Ο Καριέρ με πολύ χιούμορ και τρυφερότητα μιλά για το πώς οι ζωές των ανθρώπων μπλέκονται απρόσμενα, φέρνοντας στο φως την ανάγκη μας για επαφή, κατανόηση και κάποιεςφορές λίγη τρέλα για να αντέξουμε την καθημερινότητα. Μέσα από τις ανατροπές, τα ευτράπελα και τις αστείες καταστάσεις, το έργο σχολιάζει το τι σημαίνει να ζούμε μαζί, να μοιραζόμαστε χώρο και χρόνο, αλλά και το πώς η ζωή μπορεί να μας ξαφνιάσει, εκεί που δεν το περιμένουμε.

Γιατί αποφάσισες να το ανεβάσεις φέτος; Τι σε κινητοποίησε σε αυτό το έργο;

Πιστεύω πως είναι ένα έργο εξαιρετικά επίκαιρο, παρότι γράφτηκε πριν από δεκαετίες. Ζούμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι νιώθουν ολοένα και πιο μόνοι, ακόμη κι όταν περιβάλλονται από κόσμο. Το έργο αυτό μιλά γι’ αυτήν ακριβώς την ανάγκη μας για σύνδεση, αλλά με έναν ανάλαφρο, χιουμοριστικό τρόπο. Με κινητοποίησε το γεγονός ότι μέσα από το γέλιο, ο Καριέρ μάς αποκαλύπτει πολύ βαθύτερες αλήθειες για την ανθρώπινη φύση. Μου άρεσε επίσης η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων – ο καθένας τους κουβαλά κάτι τρυφερό, αστείο, ακόμη και τραγικό, και όλοι μαζί δημιουργούν ένα υπέροχο μωσαϊκό ανθρώπων.

Θεώρησα ότι το ελληνικό κοινό θα αγκαλιάσει αυτό το έργο, γιατί συνδυάζει το χιούμορ με την τρυφερότητα, την αλήθεια με την υπερβολή, και τελικά μάς θυμίζει πως ακόμη κι όταν όλα καταρρέουν –ή όταν κάποιος… πέφτει από μια ταράτσα!– η ζωή βρίσκει τον τρόπο να συνεχίζεται.

Ως στενός συνεργάτης του Μπουνιουέλ, ο Καριέρ διατηρεί και στο θεατρικό έργο αυτό το στοιχείο του παραλόγου;

Απολύτως! Ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ φέρει έντονα το στοιχείο του παραλόγου και στη «Ταράτσα». Το παράλογο δεν υπάρχει μόνο ως αισθητική ή ως στυλ, αλλά ως τρόπος να μιλήσει για τον άνθρωπο και τις αντιφάσεις του. Στο έργο βλέπουμε καταστάσεις που φαινομενικά δεν βγάζουν νόημα — όπως το ότι δύο χαρακτήρες πέφτουν από την ταράτσα και δεν παθαίνουν τίποτα — και όμως αυτά τα παράδοξα λειτουργούν σαν καθρέφτης της ζωής. Ο Καριέρ δεν μας καλεί να ψάξουμε λογική, αλλά να αφεθούμε σε αυτό το παιχνίδι του παραλόγου, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ματαίωση, αλλά και την ελπίδα. Με την «Ταράτσα» του, ο Καριέρ μας υπενθυμίζει πως η ζωή δεν εξηγείται πάντα με τη λογική, και ίσως αυτό είναι το πιο γοητευτικό του στοιχείο.

Γιατί τελικά κανείς δεν σκοτώνεται πέφτοντας από αυτή την ταράτσα;

Αυτή είναι μια υπέροχη ερώτηση, γιατί αγγίζει ακριβώς την καρδιά του παραλόγου και της φιλοσοφίας του Καριέρ. Κανείς δεν σκοτώνεται πέφτοντας από την ταράτσα γιατί, στο σύμπαν του έργου, οι κανόνες της λογικής και της φυσικής υποχωρούν μπροστά στη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, της επιθυμίας και του τυχαίου. Η πτώση από την ταράτσα γίνεται σχεδόν  σύμβολο, μια υπενθύμιση ότι οι άνθρωποι μπορεί να φτάσουν στα άκρα, να ακροβατούν στο χείλος του γκρεμού, αλλά η ζωή να τούς χαρίζεται ξανά και ξανά. Είναι σαν να μας λέει ο Καριέρ ότι η ζωή είναι πιο ανθεκτική απ’ όσο νομίζουμε, ότι η πτώση δεν σημαίνει πάντα το τέλος, αλλά ίσως την αρχή για κάτι νέο ή απλώς… μια αφορμή για να γελάσουμε και να αναρωτηθούμε. Μέσα στο παράλογο του έργου, υπάρχει μια κρυφή τρυφερότητα: όσο κι αν πέφτουμε, με κάποιο μαγικό τρόπο, συνεχίζουμε να σηκωνόμαστε.

Οι ήρωες του έργου έχουν τόσο πολλά προβλήματα- ανεργία, στεγαστικό, κτλ; Πώς προκύπτει τελικά το χιούμορ μέσα από αυτές τις δύσκολες καταστάσεις;

Πράγματι, οι ήρωες του έργου κουβαλούν πολλά προβλήματα: ανεργία, άγχη, μοναξιά, συναισθηματικά αδιέξοδα. Όμως εκεί βρίσκεται και η μαγεία του Καριέρ: καταφέρνει να αναδείξει το χιούμορ μέσα από αυτές τις δυσκολίες. Το χιούμορ προκύπτει από τις μικρές αλήθειες που όλοι αναγνωρίζουμε, από τις αμηχανίες, τις υπερβολές, τις παρεξηγήσεις, και κυρίως από την αδυναμία μας να ελέγξουμε τη ζωή. Οι ήρωες γίνονται αστείοι, όχι γιατί προσπαθούν να είναι κωμικοί, αλλά γιατί μέσα στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν το χάος, αποκαλύπτεται η ανθρώπινη πλευρά τους και εκεί βρίσκεται το γέλιο. Είναι ένα χιούμορ τρυφερό, που δεν γελοιοποιεί, αλλά αγκαλιάζει. Μας θυμίζει ότι, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, υπάρχει πάντα χώρος για ένα χαμόγελο, για ένα παιχνίδι, για μια παράλογη στιγμή που μας κάνει να ξεχάσουμε έστω και για λίγο τα προβλήματά μας. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο δώρο του έργου στο κοινό.

Γιατί ο Καριέρ διαμέσου του κύριου Αστρίκ λέει ότι το «μέλλον ανήκει στους περιπλανώμενους;

Γιατί, στο βαθύτερο νόημα του έργου, αναδεικνύει τη σημασία της ελευθερίας, της ρευστότητας και της ανοιχτής καρδιάς απέναντι στη ζωή. Ο Αστρίκ είναι ένας ήρωας που δεν ανήκει πουθενά, περιπλανιέται από σπίτι σε σπίτι, από ζωή σε ζωή, χωρίς σταθερές, χωρίς προορισμό κι όμως, μέσα σε αυτή την αέναη κίνηση, κρύβεται μια σοφία. Ο Καριέρ μάς υπενθυμίζει ότι οι άνθρωποι που δεν φοβούνται να χαθούν, να εξερευνήσουν, να μπουν σε ξένους χώρους κυριολεκτικά και μεταφορικά είναι εκείνοι που τελικά θα προσαρμοστούν στο μέλλον, που θα αντέξουν στις αλλαγές και στις ανατροπές. Το μέλλον δεν ανήκει σε εκείνους που τα έχουν όλα τακτοποιημένα, αλλά σε αυτούς που τολμούν να βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση αναζήτησης. Ο Αστρίκ είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένας ποιητής της καθημερινότητας, που μέσα στην αφέλειά του κρύβει μια βαθιά φιλοσοφία ζωής.

Όλα όσα γίνονται στο έργο, συμβαίνουν παράλληλα με ένα χωρισμό. Από τι προσπαθούν τελικά να ξεφύγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;

Πολύ ωραία ερώτηση, γιατί πάει κατευθείαν στον πυρήνα του έργου. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μοναξιά τους, από το κενό που νιώθουν μέσα τους. Ο χωρισμός του Ετιέν και της Μαντλέν είναι απλώς η αφορμή το σκηνικό πάνω στο οποίο ξετυλίγονται τα μικρά και μεγάλα προβλήματα  των υπολοίπων. Ο Αστρίκ ξεφεύγει πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι για να περάσει την ώρα του, ο Μωρίς αναζητά τον έρωτα, η μεσίτρια την επαφή, ο λοχαγός και η λοχαγίνα κουβαλούν τις δικές τους απώλειες, και όλοι τους μπλέκονται σε αυτή την παράδοξη ιστορία σαν να ψάχνουν ένα καταφύγιο από το βάρος της ύπαρξής τους.

Στο βάθος, προσπαθούν να ξεφύγουν από τον φόβο της εγκατάλειψης, του τέλους, της ασημαντότητας. Και αυτό είναι που δίνει στο έργο τη συγκινητική του διάσταση: όσο κι αν γελάμε με τα ευτράπελα, καταλαβαίνουμε ότι όλοι αυτοί οι ήρωες ψάχνουν απλώς λίγη σημασία, λίγη αγάπη, μια θέση στον κόσμο έστω και σε ένα διαμέρισμα του Παρισιού που όλα μοιάζουν να γκρεμίζονται και σε μια ταράτσα που η δύναμη του μεταφυσικού, δίνει λύσεις στον φυσικό κόσμο.

 Φωτογραφία: NDP

Με ποιον ήρωα ταυτίζεσαι εσύ περισσότερο;

Αν έπρεπε να διαλέξω έναν ήρωα με τον οποίο ταυτίζομαι περισσότερο, νομίζω θα έλεγα τον Αστρίκ. Ο Αστρίκ έχει αυτή την αθωότητα, την περιέργεια και την ανάγκη να είναι διαρκώς σε κίνηση, να μπαίνει σε ζωές άλλων, όχι από κακία, αλλά από μια βαθιά ανάγκη για σύνδεση. Είναι ένας ήρωας που μοιάζει να μην έχει ρίζες, αλλά ταυτόχρονα φέρει μια σοφία και μια ελευθερία που προσωπικά με συγκινούν. Ως σκηνοθέτης, συχνά αισθάνομαι κι εγώ σαν ένας «περιπλανώμενος» μπαίνω σε διαφορετικούς κόσμους, σε διαφορετικές ιστορίες, προσπαθώντας να τις καταλάβω, να τις φέρω στη σκηνή, να τους δώσω ζωή. Ο Αστρίκ, με τον δικό του παράξενο τρόπο, μου θυμίζει αυτή τη διαδρομή του καλλιτέχνη: πάντα σε αναζήτηση, πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους, πάντα ανοιχτός στο απροσδόκητο.

Ασχολείσαι συστηματικά με την κωμωδία. Ποιος είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στο κωμικό και το ανίερο, ή το γελοίο και ποιο τελικά το μυστικό της;

Πράγματι, η κωμωδία είναι ένας κόσμος που με απασχολεί διαρκώς, και όσο περισσότερο ασχολούμαι μαζί της, τόσο συνειδητοποιώ πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες που τη διέπουν. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στο κωμικό και το ανίερο ή το γελοίο βρίσκεται κυρίως στην πρόθεση και στη ματιά. Το κωμικό γεννιέται από την τρυφερότητα, από την κατανόηση της ανθρώπινης αδυναμίας, από τη χαρά του να γελάμε με τον εαυτό μας και τις αντιφάσεις μας. Το ανίερο ή το γελοίο, αντίθετα, συχνά κουβαλά μια διάθεση χλευασμού ή απαξίωσης γίνεται εις βάρος του άλλου, όχι μαζί με τον άλλο.

Το μυστικό της κωμωδίας, για μένα, είναι ο σεβασμός στους χαρακτήρες και η αλήθεια. Αν δεν πάρεις στα σοβαρά τους ήρωές σου, αν δεν δεις τι τους πονάει, τι τους κινεί, τότε το γέλιο θα είναι κούφιο, επιφανειακό. Το κοινό γελά πραγματικά, όταν αναγνωρίζει τον εαυτό του, όταν νιώθει πως πίσω από το γέλιο υπάρχει κατανόηση, όχι κοροϊδία. Και βέβαια, το timing το πότε θα έρθει μια παύση, ένα βλέμμα, μια σιωπή είναι το άλλο μεγάλο μυστικό που δεν διδάσκεται εύκολα, αλλά καλλιεργείται με εμπειρία και ένστικτο.

Τάσος Πυργιέρης/Φωτογραφία: NDP

Επόμενα σχέδια;

Αυτή τη στιγμή είμαι απόλυτα αφοσιωμένος στην «Ταράτσα», γιατί θέλω να της δώσω όλη μου την ενέργεια και την προσοχή πιστεύω ότι της αξίζει. Ωστόσο, πάντα έχω στο μυαλό μου τα επόμενα βήματα. Τον Οκτώβριο θα εχω την τιμή να παρουσιάσω στην παιδική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το έργο «Μέριλιν, το musical» της Τασούλας Επτακοίλη σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη.