Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τη Loro Piana, τότε ποιον μπορείς;

Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τη Loro Piana, τότε ποιον μπορείς;

Η είδηση της εβδομάδας ότι η Loro Piana, ο ιταλικός οίκος που εδώ και δεκαετίες συμβολίζει τη διακριτική πολυτέλεια και την κορυφαία ποιότητα, τέθηκε υπό δικαστική εποπτεία, προκάλεσε αναστάτωση στον κόσμο της μόδας.

Οι αποκαλύψεις είναι σοκαριστικές: εργαζόμενοι σε υπεργολαβικά εργαστήρια κοιμόντουσαν μέσα στους χώρους παραγωγής, εργάζονταν έως και 13 ώρες την ημέρα, χωρίς συμβάσεις, χωρίς δικαιώματα, χωρίς καμία μέριμνα για την ασφάλειά τους. Από τους δέκα εργαζομένους, οι επτά ήταν μετανάστες χωρίς χαρτιά από την Κίνα.

Ειδικότερα, το δικαστήριο του Μιλάνου αποκάλυψε ότι η Loro Piana δεν συνεργαζόταν απευθείας με τα εργαστήρια, αλλά μέσω ενδιάμεσων εταιρειών που ανέθεταν την παραγωγή σε μη καταγεγραμμένους υπεργολάβους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα δίκτυο αδιαφάνειας, όπου ενδύματα υψηλής τιμής κατασκευάζονταν με ελάχιστο κόστος και υπό εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Για παράδειγμα, σακάκια των 3.000 ευρώ ράβονταν με κόστος που δεν ξεπερνούσε τα 100 ευρώ και σε συνθήκες που θυμίζουν σκοτεινές εποχές της βιομηχανικής επανάστασης.

Η εταιρεία, θυγατρική του ομίλου LVMH, αρνήθηκε ότι γνώριζε για τις συνθήκες αυτές, διέκοψε τη συνεργασία με τον προμηθευτή και δεσμεύτηκε για αυστηρότερους ελέγχους. Όμως τα στοιχεία δείχνουν πως η περίπτωση της Loro Piana δεν είναι η εξαίρεση, αλλά μέρος ενός ευρύτερου συστημικού προβλήματος. Ο Dior, ο Valentino, η Armani και άλλοι μεγάλοι οίκοι έχουν βρεθεί το τελευταίο διάστημα υπό παρόμοιο έλεγχο. Όλοι δείχνουν, λοιπόν, ότι το πρόβλημα δεν είναι μεμονωμένο, αλλά ενδογενές στη βιομηχανία της μόδας.

Όπως σημειώνει ο καθηγητής μάρκετινγκ Alessandro Balossini Volpe στο Forbes, «Η εφοδιαστική αλυσίδα της πολυτελούς μόδας είναι τόσο περίπλοκη και κατακερματισμένη που η πλήρης εποπτεία της είναι σχεδόν αδύνατη. Αυτό δεν είναι τυχαίο, είναι το αποτέλεσμα ενός παγιωμένου παραγωγικού μοντέλου που ευνοεί την αδιαφάνεια.»

Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτονται και άλλες σκοτεινές πτυχές. Στο Περού, οι ιθαγενείς κοινότητες των Άνδεων που συλλέγουν την πολύτιμη ίνα της βιγκούνα για λογαριασμό της Loro Piana εργάζονται χωρίς μισθό. Όταν ένα πουλόβερ πωλείται ακόμα και για 9.000 ευρώ, η ανισότητα αυτή φανερώνει μια άλλη πραγματικότητα: η βιωσιμότητα και η δεξιοτεχνία που επικαλούνται τα brand συχνά δεν ισχύουν για εκείνους που βρίσκονται πίσω από τις ραφές και την παραγωγή.

«Η πολυτέλεια δεν είναι από τη φύση της βιώσιμη,» δηλώνει η Brooke Roberts-Islam, ειδικός σε ζητήματα βιωσιμότητας στη μόδα, σε συνέντευξή της στο Glossy, μια διεθνή πλατφόρμα μόδας, τεχνολογίας και επιχειρηματικότητας. «Και κανένα marketing δεν μπορεί να εξαγνίσει μια αλυσίδα παραγωγής που βασίζεται στην εκμετάλλευση.»

Για χρόνια, φράσεις όπως «Made in Italy» λειτουργούσαν ως εγγυήσεις ποιότητας και ήθους. Όμως η εποχή της άκριτης εμπιστοσύνης τελειώνει. Άλλωστε οι πελάτες της Loro Piana ή οποιουδήποτε άλλου πολυτελούς οίκου, δεν αγοράζουν μόνο το προϊόν. Αγοράζουν αξίες, ιστορίες και την αίσθηση ότι αυτό που φορούν αντικατοπτρίζει τα πιστεύω τους. Όταν αυτή η εικόνα θρυμματίζεται, η ζημιά δεν περιορίζεται μόνο στο ρούχο και το ύφασμα. Αγγίζει τον πυρήνα της αξιοπιστίας ενός brand.

 Η απλότητα μπορεί να είναι πολυτέλεια, αλλά ποιος πληρώνει το τίμημα/Φωτογραφία: Getty Images

Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει. Ποιο είναι τελικά το αληθινό κόστος της πολυτέλειας; Δεν μετριέται μόνο σε ευρώ. Μετριέται σε ανθρώπινα δικαιώματα, σε αξιοπρέπεια, σε δικαιοσύνη.

Αν θέλουμε η μόδα να είναι δίκαιη και έντιμη, οφείλουμε να ζητάμε διαφάνεια. Γιατί όσο εντυπωσιακά κι αν φαίνονται τα ρούχα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους ανθρώπους που τα κατασκευάζουν.