Μια βιτρίνα από Ελλάδα στην καρδιά του Παρισιού
Με τη βιτρίνα του Γιάννη Σεργάκη, η Émilie Grangié έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλά. Να δημιουργήσει μια εμπειρία και όχι απλώς μια βιτρίνα. Αυτές οι συνεργασίες είναι και οι πιο συναρπαστικές, λέει η ίδια, γιατί της δίνεται έτσι η δυνατότητα να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που αλληλεπιδρά με τον «παραλήπτη».
Με σπουδές στον Βιομηχανικό Σχεδιασμό και πολύχρονη εμπειρία στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, η Émilie Grangié διατηρεί σήμερα το δικό της ατελιέ σχεδίασης στο 10ο διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας, το E71 Design Studio. Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή τη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα του Έλληνα σχεδιαστή κοσμημάτων στο εμβληματικό πολυκατάστημα της αριστερής όχθης, Le Bon Marche.
«Αυτό που θεωρώ συναρπαστικό στη σκηνογραφία και τη σκηνογραφία των εκδηλώσεων, είναι ότι ουσιαστικά είναι κάτι εφήμερο. Δημιουργείς ένα περιβάλλον για περιορισμένο διάστημα, γνωρίζοντας ότι θα ξηλωθεί. Το πιο ζωντανό ίχνος, αυτό που θα μείνει, είναι η μνήμη της εμπειρίας σου».

Έχοντας σχεδιάσει για brands με υψηλά πρότυπα ποιότητας και αισθητικής, όπως η Hermès, για την οποία σχεδίασε τις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των ιστορικών μπουτίκ ή η η Rimowa, με την οποία συνεργάζεται από το 2017, η Grangié απολαμβάνει τις προκλήσεις. Πριν λίγα χρόνια, ανέλαβε να σχεδιάσει τη στοά που οδηγεί στο Maison de Beauté Carita, στη διάσημη Faubourg Saint-Honoré. Πρόκειται για την είσοδο στο σύμπαν του brand, ένα μαγεμένο δάσος από φωτεινούς δίσκους που φαίνεται από το δρόμο και σε προσκαλεί. Μια σύνθεση απόκοσμη και συνάμα λειτουργική.
Με τη βιτρίνα του Γιάννη Σεργάκη, η Grangié έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλά. Να δημιουργήσει μια εμπειρία και όχι απλώς μια βιτρίνα. Αυτές οι συνεργασίες είναι και οι πιο συναρπαστικές, λέει η ίδια, γιατί της δίνεται έτσι η δυνατότητα να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που αλληλεπιδρά με τον «παραλήπτη».
Με τον Έλληνα κοσμηματοποιό γνωρίστηκε στο Παρίσι, μέσω ενός κοινού γνωστού, που τους σύστησε γιατί ήξερε ότι είχαν πολλά κοινά και φυσικά, επιβεβαιώθηκε. Ο Γιάννης βεβαίως παρατηρούσε τη δουλειά μου αρκετό καιρό μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να συνεργαστούμε, λέει η σχεδιάστρια. Κι αυτή η ευκαιρία ήρθε στο Le Bon Marche, το εμβληματικό Παριζιάνικο κατάστημα που φιλοξενεί τον Γιάννη Σεργάκη εδώ και χρόνια.

«Ο Γιάννης μιλά για τις δημιουργίες του μέσω των ανθρώπων που τις φορούν, μέσω της στάσης τους και του τρόπου ζωής τους και αυτό από μόνο του είναι μια εξαιρετική πηγή έμπνευσης. Έχει ένα σαφές όραμα για το τι θέλει και ταυτόχρονα μου δίνει απόλυτη ελευθερία. Το καλύτερο πλαίσιο για να δημιουργώ. Για την βιτρίνα LBM, ήθελε κάτι που θα εξέπεμπε αυτό που στα γαλλικά λέμε «chic et pieds nus», ανεπιτήδευτη κομψότητα. Ήθελε να φέρει τη ζεστασιά της Ελλάδας και την ατμόσφαιρα της παραλίας στο εορταστικό πλαίσιο των χειμερινών διακοπών. Μου άρεσε το γεγονός ότι δεν ήθελε να εμφανίσει ολόκληρη τη συλλογή του, αλλά πολύ λίγα επιλεγμένα κομμάτια»
Τη βιτρίνα τη σκέφτηκε ως ένα τοπίο που λέει μια καλοκαιρινή ιστορία, για κάποια που αφήνει πίσω της το καλοκαίρι. Σαν κάποια να έβγαλε τα κοσμήματά της και να τα άφησε σε ένα σωρό από βότσαλα για να κολυμπήσει. Ήθελε κάτι που θα ήταν εντυπωσιακό και οικείο ταυτόχρονα, ένα σχήμα που θα μπορούσε κάποιος να το προσέξει από απόσταση και θα τραβήξει την προσοχή σε κάτι τόσο διακριτικό όσο τα κοσμήματα που παρουσιάζονται, τα οποία αποκαλύπτονται μόνο όταν κάποιος πλησιάζει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από μια προθήκη με μπλε και λευκά βότσαλα.
Η πανδημία έχει οξύνει την αίσθηση του «εδώ και τώρα»
Για άλλη μια φορά, η Grangié πέτυχε αυτό που ξέρει να κάνει πολύ καλά. Να σχεδιάσει μια βιτρίνα με την οποία δεν κλέβει η ίδια την παράσταση. Σε κάθε επιτυχημένο της σχέδιο, η δημιουργική της υπογραφή υποβάλλεται στην εικόνα του brand. Και κάπως έτσι το μπλε της Ελλάδας, ξεχωρίζει σε ένα μεγάλο κατάστημα του Παρισιού.
«Όταν σχεδιάζεις για μια εμπορική επωνυμία, θέλεις να πεις μια ιστορία που θα κουβαλά το DNA της μάρκας και των πελατών της, σχεδιάζεις μια βιτρίνα που θα εντυπωσιάσει χωρίς να τρομάζει, που θα είναι ταυτόχρονα μαγική αλλά και προσιτή». Έτσι απαντά στο αιώνιο ζήτημα της σχέσης μεταξύ ουσίας και μορφής, με ένα αποτέλεσμα που είναι ελκυστικό και πειστικό.

Τι ρόλο όμως παίζει σήμερα μια βιτρίνα όταν όλο και περισσότεροι στρέφονται στο ηλεκτρονικό εμπόριο; «Με τη βιτρίνα, δημιουργούμε μια άμεση, μοναδική και υποκειμενική εμπειρία με το προϊόν, είναι μια ταυτότητα για τη μάρκα». Ακόμα δεν έχει βρεθεί κάτι που να αντικαθιστά τη φυσική εμπειρία του να βρίσκεστε σε ένα κατάστημα όπου μπορείτε να βλέπετε και να αγγίζετε. Αντιθέτως, η ανάπτυξη του εικονικού καταστήματος με πολλές δυνατότητες προβολής, οδηγεί τα brands να επιδιώκουν μια περισσότερο καλλιτεχνική προσέγγιση στο visual merchandising, πιο ελεύθερη και δημιουργική. Από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το ίντερνετ για τις αγορές τους. Επιστρέφουν όμως στα φυσικά καταστήματα κάθε φορά που τους δίνεται η ευκαιρία είτε για να στηρίξουν την οικονομία είτε για να ξεφύγουν από το αίσθημα του εγκλεισμού.
Επιπλέον, η Grangié θεωρεί ότι η πανδημία έχει οξύνει την αίσθηση του «εδώ και τώρα», κάτι που ταιριάζει στη δική της δημιουργική διαδικασία. «Είμαι πάντα περίεργη και αφουγκράζομαι αυτό που συμβαίνει στο παρόν», λέει.
«Δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ όρους όπως «καταναλωτές» ή «τελικοί χρήστες», επειδή αυτή η οπτική περιορίζει τη δημιουργικότητα. Μου αρέσει να δημιουργώ χώρους που ξεφεύγουν από την αντίληψη της απλής διακόσμησης και δίνουν την ευκαιρία στον επισκέπτη να τους ερμηνεύσει, να αισθανθεί κάτι, να κάνει ένα σύντομο ταξίδι». Στην περίπτωσή μας, ένα ταξίδι στην Ελλάδα του Γιάννη Σεργάκη.