Το τέλος μιας διαδρομής 80 ετών στην Αιόλου -Ο Κυριάκος Ελμαλόγλου μας μιλά για τη νέα σελίδα του ιστορικού υφασματάδικου
Στη γωνία Αιόλου και Μητροπόλεως, εκεί όπου σήμερα χιλιάδες τουρίστες συρρέουν καθημερινά, κάποτε χτυπούσε η καρδιά της εμπορικής Αθήνας. Από το 1947 στέκει εκεί το υφασματάδικο Ελμαλόγλου, μια ήρεμη υπενθύμιση της εποχής που το κέντρο ήταν μια ζωντανή, καθημερινή αγορά για όλους.
Τον Ιανουάριο του 2026, το ιστορικό υφασματάδικο της οικογένειας Ελμαλόγλου θα κλείσει την πόρτα του στην γωνία Αιόλου και Μητροπόλεως, για να ανοίξει λίγα στενά πιο πέρα, στη νέα του διεύθυνση στην Ευρυπίδου 23 και Πολυκλείτου. Το νέο κατάστημα, σε διατηρητέο κτίριο, φιλοδοξεί να συνεχίσει την παράδοση και την ιστορία του μαγαζιού, φέρνοντας μαζί του μνήμες και ανανέωση.
Η μετακόμιση του υφασματάδικου αντανακλά τις αλλαγές της εποχής. Το κτίριο όπου στεγάζεται, ιδιοκτησίας της Ριζάρειου Εκκλησιαστικής Σχολής, πρόκειται να μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Μία ακόμη ιστορική εμπορική στέγη παραδίδεται στην τουριστική ανάπτυξη, ενώ η οικονομία του κέντρου της Αθήνας αλλάζει ριζικά, εκτοπίζοντας βιοτεχνίες και καταστήματα που κάποτε αποτελούσαν τον πυρήνα της ζωής της πόλης.
Μια μικρασιάτικη ιστορία που συνεχίστηκε στην Αθήνα
Πριν περάσει στην οικογένεια, το μαγαζί λειτουργούσε από το 1925 από Μικρασιάτες εμπόρους υφασμάτων. Το 1945, τα αδέλφια Λάζαρος, Κίμωνας, Ιορδάνης και Ιωάννης Ελμαλόγλου -και οι ίδιοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ήδη δραστήριοι στην υφαντουργία της Νέας Ιωνίας- αποφάσισαν να αναλάβουν την επιχείρηση, συνεχίζοντας μια παράδοση που είχε βαθιά συναισθηματική και πολιτισμική αξία.
Ο Κυριάκος Ελμαλόγλου μιλά στο Bovary για τη μετακόμιση του ιστορικού καταστήματος, τις δεκαετίες που έχει γράψει ιστορία στον χώρο των υφασμάτων και τις αναμνήσεις που συνοδεύουν κάθε γωνιά του μαγαζιού.
«Υπήρξαν πάρα πολλές σημαντικές στιγμές που συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια όπως επισκέψεις πολύ σημαντικών επώνυμων και μη προσώπων όπως η πριγκίπισσα Άννα Μαρία η Τζάκι Κένεντυ ο Αλέκος Φασιανός ο Τσαρούχης κόσμος της πολιτικής και του θεάτρου όπως επίσης και της μόδας. Κάθε επίσκεψη ήταν μοναδική».
Όταν ρωτά κανείς ποιο αντικείμενο μέσα στο μαγαζί κουβαλά τις περισσότερες μνήμες, η απάντηση έρχεται αμέσως: «Σήμα κατατεθέν ήταν ανέκαθεν τα παραδοσιακά υφαντά γενικά. Επίσης ήμασταν γνωστοί στην αγορά για την μεγάλη ποικιλία των λινών, μας έλεγαν χαρακτηριστικά ως λιναράδες.
»Επίσης εδώ έβρισκαν όλων των ειδών τα καραβόπανα. Τα παλαιότερα χρόνια ήμασταν το πρώτο πρατήριο υφαντών Μυκόνου στην Αθήνα, των Κρητικών υφαντών της Καστρινογιάννη και τα μεταξωτά του Σουφλίου, Καλαματιανά υφαντά ριγε σεντόνια και άλλα πολλά».
Γύρω του, οι 100 ετών πάγκοι, τα ξύλινα ράφια, το παλιό γραφείο, οι κιτρινισμένες φωτογραφίες στους τοίχους. Ένα μικρό μουσείο υφασμάτων που όμως μέχρι σήμερα λειτουργούσε ως ζωντανό εμπορικό σημείο.
«Όλα τα αντικείμενα στο μαγαζί συνθέτουν την δική τους ιστορία και είναι όλα αγαπημένα και ξεχωριστά (οι 100 ετών πάγκοι, τα ράφια, το παλιό γραφείο, οι φωτογραφίες στους τοίχους). Η μεγαλύτερη μου ανάμνηση βέβαια είναι το ρολόι του παππού μου Κυριάκου Ελμαλόγλου που το έφερε από την Μικρά Ασία το 1928 είναι κρεμασμένο στην ίδια θέση και χτυπάει από τότε με ένα απλό κούρδισμα κάθε τόσο για να μας θυμίζει τα χρόνια που περνάνε», δήλωσε στο Bovary.
Η επόμενη σελίδα στην ιστορία του καταστήματος γράφεται από τη νέα γενιά της οικογένειας, που αποφάσισε να συνεχίσει την παράδοση παρά τις δυσκολίες. Ο Κυριάκος Ελμαλόγλου μοιράστηκε στο Bovary τα συναισθήματά του για την αλλαγή στέγης και τη μετακόμιση του ιστορικού μαγαζιού σε νέα διεύθυνση.
«Μεγάλη λύπη και στεναχώρια γιατί εδώ μέσα ήταν η ψυχή των προγόνων μου, εδώ μέσα έμαθα να είμαι ένας καλός έμπορος με τις αρχές των παλαιών, εδώ μέσα υποδέχτηκα και τα παιδιά μου ώς συνεχιστές της επιχείρησης κι είδα να κάθονται σε αυτούς τους πάγκους τα εγγόνια μου και τα ονειρεύτηκα σαν 4η γενιά».
»Στηρίζω το όραμα των παιδιών μου να μεταφέρουν με σεβασμό και αγάπη όσα με κόπο τους μετέφερα και ευελπιστώ για μια ακόμα πετυχημένη πορεία που θα ήθελα να αντέξει άλλα 80 χρόνια. Νιώθω περήφανος και για τα δυο μου παιδιά και καμαρώνω για την επιλογή τους να συνεχίσουν την επιχείρηση παρά τις δυσκολίες και το ξερίζωμα από την γνωστή μας γωνία».