Στην ψυχολογία ως «σύνδρομο της Στοκχόλμης» ορίζεται η σχέση εξάρτησης ακόμα και αγάπης που αναπτύσσει κάποιος για έναν άνθρωπο που τον κακοποίησε, τον απήγαγε ή ακόμα και τον βασάνισε.
Μπορεί αυτό να φαίνεται αρκετά παράδοξο, οι ειδικοί όμως υποστηρίζουν ότι είναι μια αναμενόμενη αντίδραση. Αυτό συμβαίνει αν ο απαγωγέας αντιμετωπίζει τα θύματά του ανθρώπινα, κάνει μικρές παραχωρήσεις ή κάποια «δώρα» που κατευνάζουν και ηρεμούν το θύμα, αν οι αιχμάλωτοι και οι απαγωγείς έχουν σημαντική αλληλεπίδραση, οπότε συνδέονται μεταξύ τους, ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις ζωές τους ή όταν τα θύματα θεωρούν πως στην ουσία υπεύθυνοι για την κατάστασή τους είναι οι Αρχές και οι νόμοι, ακόμα και η οικογένειά τους, που δεν δίνει για παράδειγμα τα λύτρα που ζητούνται ή δεν καταβάλλει προσπάθειες για να τους απελευθερώσει. Τέλος είναι σημαντικό ότι τα θύματα αισθάνονται σχεδόν ευγνωμοσύνη προς τους δράστες επειδή δεν τους σκότωσαν, αν και θα μπορούσαν.
Κυρίως εμφανίζεται σε παιδιά που έχουν βιώσει κακοποίηση, γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού, κακοποίησης, αιχμαλώτους πολέμου, μέλη θρησκειών, θύματα αιμομιξίας καθώς και σε άτομα που έχουν ζήσει σχέσεις εξουσία εκφοβισμού. Τα άτομα που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο συχνά έχουν υποστηρίξει τους βασανιστές τους, τους έχουν συνδράμει οικονομικά ενώ συχνά παρουσίαζαν και μια άρνηση να κερδίσουν την «ελευθερία» τους.