Είδαμε το «Μέλλον» - Το Παρίσι όπως δεν το ξέρουμε  | 0 bovary.gr
Είδαμε το «Μέλλον» - Το Παρίσι όπως δεν το ξέρουμε  | 0 bovary.gr
Είδαμε το «Μέλλον» - Το Παρίσι όπως δεν το ξέρουμε  | 1 bovary.gr
Είδαμε το «Μέλλον» - Το Παρίσι όπως δεν το ξέρουμε  | 2 bovary.gr

Είδαμε το «Μέλλον» - Το Παρίσι όπως δεν το ξέρουμε

Η Μία Χάνσεν Λαβ επιστρέφει με τη νέα της δημιουργία, «Το Μέλλον» (L' Avenir - 2016), για την οποία απέσπασε την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (Μπερλινάλε).

Έχοντας μια πολύτιμη ηθοποιό, την Iζαμπέλ Ιπέρ, ως πρωταγωνίστρια, η Γαλλίδα σκηνοθέτης εγκαταλείπει τη θεματολογία των προηγούμενων ταινιών της, όπου πραγματευόταν κυρίως τις αναζητήσεις και τις αγωνίες της νέας γενιάς, και καταγράφει την κατάσταση των αστών της μέσης ηλικίας, που ζουν σε μια Ευρώπη που ταράζεται.

Η κεντρική της ηρωίδα, η Ναταλί είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας σ' ένα γυμνάσιο στο Παρίσι. Βέβαια, το σχολείο της είναι υπό κατάληψη λόγω της ασφαλιστικής «μεταρρύθμισης» που προωθεί η κυβέρνηση. Η ίδια, αν και κοντά στη ηλικία της συνταξιοδότησης, δυσανασχετεί που δεν μπορεί να κάνει το μάθημά της. Εύστοχα η σκηνοθέτης από την αρχή σχεδόν δημιουργεί μια σύγκρουση ανάμεσα στο προσωπικό και το κοινωνικό συμφέρον, ορίζοντας τον άξονα της ταινίας της που περιστρέφεται γύρω από το τι πραγματικά μας ωφελεί.

Στη συνέχεια θα δούμε την Ναταλί να βιώνει συνηθισμένες καταστάσεις σε μια εποχή κρίσης. Η δουλειά της, αν και υψηλού επιπέδου, δεν εκτιμάται, γιατί δεν έχει την εμπορική επιτυχία που ζητάει ο εκδοτικός της οίκος. Ο σύζυγός της με τον οποίο έχουν μια φιλική μεν, αποστασιοποιημένη δε σχέση την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα. Η καταπιεστική της μητέρα πεθαίνει μέσα στο γηροκομείο, που εκείνη την κλείνει για να απαλλαγεί από τη φροντίδα της. Ο αγαπημένος της παλιός μαθητής την εγκαταλείπει. Μέσα σε όλα αυτά, μια γάτα, γίνεται το στήριγμά της στις δύσκολες στιγμές, για να την παρατήσει αργότερα, χωρίς τύψεις.

Όλα τα πρόσωπα βρίσκονται μπλεγμένα μέσα σε έναν κυκεώνα από λάθος επιλογές και κάθε στιγμή πληρώνουν πολύ ακριβά τις συμπεριφορές τους. Εδώ δεν υπάρχουν θύτες και θύματα: είναι όλοι υπεύθυνοι για όσα τους συμβαίνουν. Στον τελικό απολογισμό μένει μόνο μια θλίψη για την ανικανότητα του ανθρώπου να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι έρμαιο μιας κακής Μοίρας, αλλά πως η ζωή του είναι η απόρροια μιας καταστροφικής αδυναμίας να καταλάβει τι πραγματικά τον κάνει ευτυχισμένο.

Το ιδιαίτερο της ταινίας αυτής είναι η φιλοσοφική της θέση , που ούτε λίγο ούτε πολύ μιλάει για την απώλεια του πένθους με την ευρύτερη έννοια σε μια κοινωνία που δεν σε αφήνει να ταραχθείς , να στενοχωρηθείς, να θυμώσεις, και τελικά να αντιδράσεις. Η Ναταλί αντιμετωπίζει όλες τις συμφορές σχεδόν με απάθεια. Τα λιγοστά της ξεσπάσματα ξεχνιούνται στο επόμενο πλάνο. Και εδώ η Ιπέρ αποδεικνύει τη δεξιοτεχνία της , γιατί μέσα από μια ψυχρή προσέγγιση του ρόλου, δημιουργεί μερικές ρωγμές που δείχνουν ότι αυτή η γυναίκα κάπου βαθιά μέσα της παραμένει άνθρωπος. Κάθε συναίσθημα όμως το καταπνίγει κι έτσι καταδικάζεται σε μια αφόρητη μοναξιά. Η κατάστασή της απαιτεί μια θαρραλέα αναθεώρηση της μέχρι τώρα ζωής της, αλλά η Ναταλί δεν την τολμάει.

Ο χαρακτήρας της λειτουργεί περισσότερο ως ένα σύμβολο της σημερινής αστικής τάξης, μια τάξης που έχει μάθει να μην αντιδράει ούτε καν στο θάνατο- εντυπωσιακή είναι η σκηνή στην κηδεία της μητέρας, όπου η Ιπέρ επιλέγει να ερμηνεύσει τον επικήδειο λόγο σαν μια ακόμα διάλεξη- παρά ως ένα ψυχαναλυτικό πορτρέτο μιας γυναίκας. Η συγκίνηση, με την έννοια της συν-κίνησης , έχει απαγορευτεί δια ροπάλου, κι έτσι το άτομο μένει αδρανές και στάσιμο στο τέλμα. Η δυστυχία γίνεται συνήθεια και τελικά χάνεται κάθε περιθώριο αντίστασης, και μαζί κάθε πιθανότητα ευτυχίας.

Η ταινία έχει αργούς ρυθμούς και παρά το γεγονός ότι γίνονται σημεία και τέρατα, μοιάζει να μην συμβαίνει ποτέ απολύτως τίποτα. Το Παρίσι δεν θυμίζει την πόλη του Φωτός που όλοι ξέρουμε, η κάμερα του Ντενί Λενουάρ καταγράφει με μελαγχολική διάθεση τις γκρίζες γειτονιές του, ενώ ακόμα και η εξοχή, αν και τα τοπία της Βρετάνης είναι υπέροχα, κουβαλάει την πλήξη που νιώθουν οι χαρακτήρες των τσεχωφικών έργων. Κάθε απόπειρα δράσης φαντάζει σχεδόν αστεία και γραφική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κολεκτίβα του ακτιβιστή μαθητή της Ιπέρ , που υποτίθεται ότι παλεύει για ένα καλύτερο αύριο, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που κάνει είναι να ζει απομονωμένη σε ένα αγρόκτημα και να αναλώνεται σε φιλοσοφικές συζητήσεις και γεύματα.

Συνειδητά η Μία Χάνσεν Λαβ διαλέγει την αδράνεια, όμως τελικά το εννοιολογικό της υπόβαθρο λειτουργεί σε βάθος χρόνου. Αμφισβητώντας με ένα υποδόριο χιούμορ το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της σύγχρονης Ευρώπης, η σκηνοθέτης, χωρίς να «στρατεύεται» υπέρ κάποιας ιδεολογίας, θέτει ερωτήματα, που πρέπει σύντομα να απασχολήσουν τον δυτικό πολιτισμό.

Ίσως βγαίνοντας από τον κινηματογράφο να βρεθείτε σε αμηχανία. «Το μέλλον» όμως είναι μια ταινία για όλα όσα συνειδητά επιλέγουμε να αγνοούμε και για τις καταστροφικές συνέπειες αυτής μας της επιλογής. Και μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.