Και εκεί που θα γεννούσα το τρίτο μου παιδί και θα ήταν η Αθήνα και δική μου πια πατρίδα, ο γάμος μου λύγισε ανεπιστρεπτί και εγκατέλειψα το φως, το σπίτι, τη Γλυφάδα, τη θάλασσα, το όνειρο.
Υστερα από 20 χρόνια επέστρεψα στην πόλη που μεγάλωσα- στη γειτονιά που έπαιζα μικρή- που έδωσα το πρώτο μου φιλί. Ημουν φευγάτη, σπουδάζοντας, δουλεύοντας, αποκτώντας σπουδαίες εμπειρίες, γνωρίζοντας την ίδια τη ζωή. Δεν με πτοεί έως και σήμερα ο επαναπατρισμός μου στην πόλη όπου το χώμα που πατώ δεν προλαβαίνει να στεγνώσει. Στα βροχερά Ιωάννινα όπου οι άνθρωποι που ζούνε εδώ είναι κλειστοί και ελαφρώς ανέκφραστοι. Που έχουν συνηθίσει στα σύννεφα, στις αστραπές. Που είναι καχύποπτοι και προσανατολισμένοι να στο να μιλούν για τους άλλους, να πίνουν άπειρα «καφεδάκια». Αλλά και που ευτυχώς πάντοτε υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Τα ωραία μυαλά, οι όμορφοι άνθρωποι. Και μονάχα αυτοί με απασχολούν, αυτοί με επηρεάζουν. Υποθέτω, όμως, ότι ο τόπος όπου ανασαίνουν τα παιδιά μου είναι ο τόπος μου. Ο μοναδικός και αγαπημένος μου τόπος. Είναι κι αυτός ο ψηλέας Γιαννιώτης που μου πήρε την καρδιά κάνοντας τον βίο μου όχι αβίωτο, μα ευτυχισμένο.
Εστιάζω, λοιπόν, στη δική μου, κατάδική μου υπερομάδα χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει πως δεν είμαι ευρύτερα κοινωνικοποιημένη. Ζούμε μια ζωή λιτή, ουσιαστική. Δεν χρησιμοποιούμε αυτοκίνητο, δεν κάνουμε κοσμικές εξόδους, δεν καταναλώνουμε. Πηγαίνουμε βόλτες στην εξοχή, περιπάτους στη λίμνη, οργανώνουμε πικ νικ και βραδιές διατροφικών ατασθαλιών, παρακολουθώντας αγαπημένες ταινίες, παρακολουθούμε θεατρικές παραστάσεις, γυμναζόμαστε.