Με τα δύο πρώτα μέρη της «Ορέστειας» του Αισχύλου, της μοναδικής σωζόμενης τριλογίας του αρχαίου δράματος, κύλησε το περασμένο διήμερο -Παρασκευή και Σάββατο, στην Επίδαυρο.
Σ΄αυτό το ραντεβού με τα θέατρα της Αργολίδας ο «Αγαμέμνων» στο μεγάλο και οι «Χοηφόροι» στο μικρό, έδωσαν, με τον τρόπο της ένα στίγμα στον τρόπο αναπαράστασης και ερμηνείας του είδους.
Πέτυχαν; Εξαρτάται από την οπτική γωνία που θα το δει κανείς.
Στον «Αγαμέμνονα» που κατάφερε το Σάββατο να γεμίσει το θέατρο της Επιδαύρου -γύρω στις 9.500 θεατές, το κοινό έδειξε να απολαμβάνει την παράσταση. Την προηγουμένη, βράδυ Παρασκευής, όπως συνηθίζεται, ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερος -περίπου στο μισό. Ωστόσο πολλοί ήταν εκείνοι που εντυπωσιάστηκαν από την μεγάλη προσέλευση, που ξεπέρασε, κατά πολύ, την εναρκτήρια των Επιδαυρίων με τους αριστοφανικούς «Αχαρνής» και το δίδυμο Φιλιππίδη-Χαϊκάλη. Και την απέδωσαν, ουσιαστικά, στη δημοφιλία του πρωταγωνιστή της τραγωδίας, του Γιάννη Στάνκογλου. Πλάι του η Μαρία Πρωτόπαππα στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας ενώ τον υπόλοιπο θίασο αποτέλεσαν ο Αργύρης Πανταζάρας, ο Θόδωρος Κατσαφάδος και η Ιώβη Φραγκάτου.
Κρατώντας τον διπλό ρόλο του Αγαμέμνονα και στο τέλος του Αίγισθου, ο Γιάννης Στάνκογλου, στη σκηνοθεσία του λιθουανού Τσέζαρις Γκραουζίνις, έδωσε μια επίπεδη ερμηνεία του βασιλιά των Αχαιών. Οπως και όλη η παράσταση, που χωρίς ουσιαστικό στίγμα, διηγήθηκε την ιστορία. Ελειπε το μέγεθος απ΄αυτόν τον «Αγαμέμνονα», κι αυτό ξεκινούσε, σαφώς από τη σκηνοθεσία. Συνέβαλαν όμως η μετάφραση και πολύ περισσότερο τα κοστούμια, που προσέδωσαν στο θέαμα μια αδικαιολόγητη ελαφράδα.