Εχω την γιορτή μου. Και τι έγινε;
Οι προετοιμασίες άρχιζαν μέρες πριν. Το σπίτι έπρεπε να λαμποκοπάει. Τα σερβίτσια να τρίζουν όπως και τα ποτήρια. Ολα έπρεπε να είναι στη θέση τους. Τα τζάμια, αόρατα, το παρκέ φρεσκοφτιαγμένο. Ολα.
Ηταν η ονομαστική γιορτή του παππού και η οικογένεια προετοιμαζόταν για να υποδεχτεί όλους εκείνους που ήθελαν να του ευχηθούν από κοντά.
Τώρα φοβόμαστε όταν χτυπάει το κουδούνι, ακόμα κι αν είναι το παιδί από το ανθοπωλείο
«Οποιος τηλεφωνεί για ευχές, είναι καλεσμένος», έλεγε η γιαγια που προϊστατο των ετοιμασιών. Αλλά κι όποιος το θυμόταν, μπορούσε να περάσει από το σπίτι. Από τις δώδεκα το μεσημέρι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Και η οικοδέσποινα για να τιμήσει τον άντρα του σπιτιού της και την κολώνα της οικογένειάς της είχε φροντίσει κάθε λεπτομέρεια. Αλλα καλούδια στις δώδεκα -ουζάκι με μεζέ, άλλα το μεσημέρι και καφέ με γλυκά το απόγευμα... Το βράδυ το ούζο γινόταν κρασί και οι ξαναβγαίναν οι μεζέδες.
Μακρινή ανάμνηση πια, η γιορτή του παππού, ήρθε στη μνήμη μου, σήμερα, του Σταυρού -Σταύρο τον έλεγαν. Μικρά παιδιά εμείς, τα εγγόνια, βάζαμε τα καλά μας και περιμέναμε να δούμε ποιος θα΄ρθει.
Οχι δεν κληρονομήσαμε αυτές τις συνήθειες. Σπάνια πια γιορτάζουμε πια τις αντίστοιχες μέρες. Η ονομαστική εορτή με την οικογένεια, τους φίλους ακόμα και τους γειτόνους, δεν υπάρχει πια γύρω μας. Ούτε τα ανοιχτά σπίτια για να υποδεχτούν τον περαστικό που ήρθε να ευχηθεί -τώρα φοβόμαστε όταν χτυπάει το κουδούνι, ακόμα κι αν είναι το παιδί από το ανθοπωλείο.
Οσο κι αν βαριόμουν, με αφορμή μια γιορτή, τις οικογενειακές συναθροίσεις, τώρα που όλα αυτά τα ήθη και τα έθιμα έχουν σβήσει από τον χάρτη της καθημερινότητάς μου, μου λείπουν... Από το «όλοι μαζί» κυριακάτικο τραπέζι, φτάσαμε στο να τρώει ο καθένας μόνος του, σε έναν δίσκο το πολύ-πολύ, ή, συνήθως, delivery.
Εκείνο του άτυπο ραντεβού, που μαζευόμασταν και ανταλλάσσαμε κουβέντες, θύμισες κι ευχές, χάθηκε μαζί με πολλά άλλα -έγινε vintage, οπότε έχουμε την ελπίδα ότι μπορεί και να ξαναγίνει μόδα....