Κατά τ’ άλλα, ως παιδί αλλά και ως προ-έφηβη, μέχρι δηλαδή τα 14, τον σεβόμουν πολύ τον διαβήτη μου, ήταν φίλος μου, δεν με πείραζε. Έτρωγα πολύ σωστά, έκανα όλες μου τις ενέσεις, και επειδή ευτυχώς δεν ήμουν και πολύ γλυκαντζού, δεν κρυβόμουν να φάω σοκολάτες και γλυκά, όπως άλλα διαβητικά παιδάκια. Δεν τον έκρυβα τον διαβήτη μου, δεν με έκανε να νιώθω διαφορετική, και δεν με εμπόδιζε να κάνω τίποτα από αυτά που ήθελα: ήμουν τύπος πολύ σπορτιβιλές, και συνέχισα να είμαι, προσέχοντας πάντα τις υπογλυκαιμίες. Και κατασκήνωση πήγα, από τον πρώτο κιόλας χρόνο και ήμουν το μόνο παιδάκι εκεί, με ένα κινητό/παντόφλα το 1998, να παίρνω τη μαμά μου να την ενημερώνω για τις μετρήσεις μου. Φυσικά από όλο αυτό εγώ κρατούσα ότι είχα κινητό στα 11. Α, και ότι οι ενέσεις ακόμα πονούσαν.
Στην εφηβεία και μέχρι να τελειώσω το σχολείο, τα πράγματα άλλαξαν. 5 χρόνια μετά τη διάγνωσή μου, είχα θεωρήσει ότι είμαι η Super Woman, όλα τα έσφαζα-όλα τα μαχαίρωνα και δεν μάσαγα πουθενά. Είχα χαλαρώσει αρκετά με το θέμα του διαβήτη, δεν μετριόμουν συχνά γιατί «Το σώμα μου μου μιλούσε και μου έλεγε πότε το ζάχαρο ήταν ψηλά και πότε χαμηλά» (ή έτσι πίστευα τέλος πάντων), ήμουν πιο ανεξάρτητη και λιγότερο προσεκτική (εξ’ ορισμού, λόγω ηλικίας).
Ένα από τα πολύ ύπουλα συμπτώματα του διαβήτη είναι οι υπογλυκαιμίες. Μία υπογλυκαιμία είναι πιο εύκολο να συμβεί από ένα επικίνδυνα ψηλό ζάχαρο και πολύ πιο δύσκολο να την αντιμετωπίσεις, γιατί χαρακτηρίζεται από φοβερή αδυναμία, κρύο ιδρώτα, τρέμουλο, ανικανότητα να μιλήσεις και να επικοινωνήσεις, μερικές φορές και επιληπτικές κρίσεις. Επομένως, ακόμα και στις περιπτώσεις υπογλυκαιμίας, που είχαν πλέον γίνει περισσότερες, είχα περάσει το μήνυμα σε όλους, φίλους και γνωστούς, ότι «το έχω, δεν χρειάζομαι βοήθεια». Μέχρι που στο τέλος του καλοκαιριού του 2005, που τελειώσαμε το σχολείο, μετά από το αναμενόμενο ανεξάντλητο partying, τα μεθύσια και την «κακή ζωή» που συνοδεύουν αυτή την ηλικία, βρέθηκα σε κώμα, στη εντατική, με διαβητική κετοξέωση και το’ να πόδι στον τάφο. Μάλλον τελικά δεν ήμουν η Super Woman. Και ευτυχώς οι φίλοι μου και η οικογένειά μου το είχαν καταλάβει και (διακριτικά πάντα) μου παρείχαν την στήριξη και τη βοήθεια που χρειαζόμουν.
Κάπου εκεί λοιπόν τρόμαξα. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι αυτό που έχω, “condition” το λέμε με τους φίλους-διαβητικούς και όχι “disease”, μπορεί όντως να με σκοτώσει. Δεν φτάνει ο πόνος (ναι, οι ενέσεις πονούσαν ακόμα), η αναγκαστική υπευθυνότητα στην οποία σε υποβάλλει και η δυσφορία, πρέπει να προσέχεις να τον κρατάς ρυθμισμένο, γιατί αλλιώς μπορείς να πάθεις έναν σκασμό πράγματα: τύφλωση, ακρωτηριασμό, νεφροπάθεια, νευροπάθεια και την πολύ επικίνδυνη κετοξέωση. Άρχισα, λοιπόν, να προσέχω περισσότερο.
Έφυγα στο Λονδίνο για σπουδές (Business τελικά και όχι Ιατρική, όπως είχα αποφασίσει τότε στο νοσοκομείο), 10 μέρες αφότου βγήκα από την Εντατική. Δεν θέλω να φανταστώ το άγχος των γονιών μου τότε, οι οποίοι ένιωθα ότι είχαν χάσει κάθε εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου και είχαν αρχίσει να φοβούνται πλέον αυτό το “condition”, που παραλίγο να με πάει περίπατο.
Τα πράγματα έφτιαξαν, ο διαβήτης μου ήταν κάπως πιο ρυθμισμένος πια, και είχαμε ξαναγίνει φίλοι. Συνέχισε να μην μ’ εμποδίζει να κάνω τα πράγματα που ήθελα, φτάνει να μην τον ξεχνούσα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στα 20s μου ήμουν «υπεύθυνα ανεύθυνη», και η ανάκτηση της φιλίας μας είχε φέρει πάλι μαζί και το Super Woman status.
Κάπου εκεί, η διαβητολόγος μου άρχισε να μου μιλάει για την αντλία. Ένα καινούριο μαραφέτι, στο μέγεθος ενός πακέτου τσιγάρων (άρα ούτε μικρό, ούτε λεπτό), το οποίο θα συνδεόταν, λέει, με ένα σωληνάκι με το σώμα μου και θα απελευθέρωνε ινσουλίνη συνεχώς, όπως ένα κανονικό πάγκρεας. Θα έπρεπε λοιπόν να το έχω παντού μαζί μου, στερεωμένο στα ρούχα μου. Δεν ήθελα ούτε να τ’ ακούσω! Ήμουν φίλη ξανά με το διαβήτη μου, τον πρόβαλλα παντού, κάνοντας ενέσεις μέσα στα εστιατόρια, στην τάξη, ακόμα και στα clubs. Δεν ήθελα να έχω μηχανήματα συνδεδεμένα πάνω μου, που θα μετάλλασσαν (κατά την ανώριμη τότε αντίληψη μου), το “condition”μου σε “disease”.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ήμουν ακόμα απόλυτα ρυθμισμένη. Οι υπογλυκαιμίες, ειδικά οι πρωινές που ήταν πολύ πιο έντονες, με δυσκόλευαν με τη δουλειά μου ή με οποιαδήποτε άλλη πρωινή υποχρέωση, καθώς έπαιρνε πολλή ώρα να συνέλθω και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να οδηγήσω. Είχα πρόβλημα με όλους μου τους προϊστάμενους, οι οποίοι έδειχνε ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν καθόλου τις δυσκολίες του φίλου μου του Διαβήτη, μιας και το awareness για την πραγματικότητα του Διαβήτη είναι σχεδόν ανύπαρκτο.
Από την άλλη, ένας φοβερός νευρόπονος, που ξεκινούσε από τη μέση και έφτανε στο κουντεπιέ, οδήγησε στην λάθος διάγνωση ότι είχα διαβητολογική νευροπάθεια. Έπαιρνα πολύ βαριά χάπια για περίπου 5 χρόνια μέχρι που, ως από μηχανής θεός, ένας ευλογημένος εξεταστής που μου έκανε ηλεκτρομυογράφημα, με επιβεβαίωσε ότι ήμουν πολύ μακριά από τη νευροπάθεια.
Μου πήρε σχεδόν 10 χρόνια, μία ακόμα επίσκεψη στο νοσοκομείο, στο Παρίσι αυτή τη φορά, όταν έκανα το master μου, όπου νοσηλεύτηκα με επιληπτική κρίση λόγω υπογλυκαιμίας, και λίγα χρόνια αργότερα, έναν σύντροφο που από την αρχή νοιάστηκε σοβαρά για το “condition” μου, ώστε να πάρω την απόφαση και να κάνω το μεγάλο βήμα προς την αντλία.