γυναίκα στην παραλία
Φωτογραφία: Unsplash
ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ

Από την αρχή της χρονιάς μετράμε γυναικοκτονίες


Με τη συζήτηση για τη γυναικοκτονία να έχει απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο χάρη σε θηλυκότητες και γυναικείες οργανώσεις που κρατούν τη συζήτηση για τον όρο ζεστή, καλλιεργείται η αίσθηση ενός δικτύου ασφαλείας και αλληλεγγύης.

Από γυναίκες προς άλλες γυναίκες, φυσικά.

Και όμως, η πραγματικότητα των τελευταίων μηνών αποδεικνύει ξανά και ξανά ότι αυτό δεν είναι αρκετό (όχι ότι υπήρχε η σχετική ψευδαίσθηση). Είναι αναγκαίο, είναι σημαντικό, αυτονόητο και λυτρωτικό το ότι σχηματίζεται με αρκετή εξωστρέφεια ένα δίκτυο αλληλοπροστασίας και στήριξης, αλλά δεν είναι αρκετό.

Είναι βέβαια ενδεικτικό της απώλειας εμπιστοσύνης σε κάθε άλλο παράγοντα πέραν της γυναικείας αλληλεγγύης ότι κυκλοφορούν συνθηματικές φράσεις όπως το «αδερφή μου, εγώ σε πιστεύω», ότι περισσότερο από ποτέ γυναίκες κοινοποιούν στα social media τις εμπειρίες άλλων γυναικών προκειμένου να προστατέψουν, να ενημερώσουν και να προλάβουν άλλη μια κακοποιητική συμπεριφορά.

Την περασμένη εβδομάδα υποκλιθήκαμε στη σερβιτόρα-ηρωίδα που άκουσε, πίστεψε και έδρασε άμεσα, βοηθώντας τη βασανισμένη και κακοποιημένη 18χρονη στην Ηλιούπολη. Δεν αναλώθηκε στο να της πει «αν σε κακοποιεί, γιατί δεν φεύγεις;», λες και αυτό θα έλυνε το πρόβλημα οποιασδήποτε γυναίκας, οποτεδήποτε.

Το ερώτημα «γιατί δεν φεύγεις;» έχει μάλλον αντικαταστήσει το «γιατί τώρα;» και είναι το ίδιο άχρηστο όσο το «μην αγχώνεσαι» όταν κάποιος σου λέει ότι αγχώνεται.

Έτσι θα έλεγαν σίγουρα στην 26χρονη Γαρυφαλλιά, αν ζούσε, αν προλάβαινε να διηγηθεί την κατάσταση που βίωνε σε κάποιο κοντινό της πρόσωπο. Το γράφουν ήδη, με απορία, σαν σχόλιο κάτω από τα άρθρα για τον άδικο θάνατό της από το χέρι του συντρόφου της. «Γιατί δεν έφευγε;»

Μια πιο χρήσιμη ερώτηση είναι: «Γιατί την σκότωσε;». Και μερικές ακόμα:

«Γιατί έχουμε μετρήσει 5 γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς;»

«Γιατί οι άνδρες σκοτώνουν και κακοποιούν γυναίκες κατά συντριπτική, ντροπιαστική πλειοψηφία;»

«Γιατί τα ποσοστά έμφυλης βίας εκτοξεύθηκαν στη διάρκεια της καραντίνας και πόσα ακόμη συμβαίνουν που δεν μαθαίνουμε;»

Ο ορισμός της γυναικοκτονίας δίνει κάποιες απαντήσεις. Ως όρος εισάγεται και ορίζεται επίσημα το 1976 από την εγκληματολόγο Νταϊάνα Ράσελ, ως «η δολοφονία γυναικών, από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες» και υιοθετείται από την εγκληματολογία, μετά το 1992, χάρη στο βιβλίο «Femicide: the politics of woman killing» που επιμελήθηκε η ίδια και η ακαδημαϊκός Τζιλ Ράντφορντ.

Αυτό το «επειδή είναι γυναίκες» είναι ένα τεράστιο φωτεινό βέλος που δείχνει προς την πατριαρχία και την κουλτούρα της τοξικής αρρενωπότητας που αυτή συντηρεί, κανονικοποιώντας και δικαιολογώντας την έμφυλη βία.

Ένα τεράστιο βέλος που δείχνει το πόσο διαφορετικά οι οικογένειες ανατρέφουν τις κόρες (που πρέπει να μάθουν να φυλάγονται και να μην δίνουν δικαιώματα) και τους γιους (που πρέπει να είναι άντρες και να το δείχνουν). Στην πατριαρχική κοινωνία το γυναικείο σώμα νοείται έμμεσα ως προέκταση της ανδρικής ιδιοκτησίας -έτσι όταν οποιαδήποτε στιγμή το σώμα αυτό δεν υπακούσει στην ανδρική βούληση κακοποιείται, βιάζεται ή εξοντώνεται.

Γιατί θεωρείται αδιανόητο μία γυναίκα να θέλει να χωρίσει από τον σύντροφό της, να θέλει την επιμέλεια του παιδιού της, να μην θέλει να κάνει σεξ ακόμη και με τον άντρα της ή απλώς να θέλει να ζήσει ελεύθερη και να γυρίζει μόνη της στο σπίτι νιώθοντας ασφάλεια.

Όσο μιλάμε και γράφουμε για την γυναικοκτονία, όσο υπάρχει το αίτημα της νομικής αναγνώρισής της ως επιβαρυντικής περίστασης στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας, όσο τα γυναικεία κινήματα μάχονται για να υπάρχουν δομές στήριξης και σχετική ενημέρωση και εκπαίδευση, η φωνή μας μπορεί να φτάσει τις κακοποιημένες, φοβισμένες θηλυκότητες.

Και όταν οι ερωτήσεις «γιατί δεν φεύγεις» στραφούν στους ίδιους τους κακοποιητές, όταν τους πουν οι «κολλητοί» «γιατί φέρεσαι έτσι;», όταν το σεξιστικό αστείο στην παρέα δεν περάσει ασχολίαστο, όταν η ελληνική οικογένεια δεν θα αναθρέφει μάγκες που σέβονται μόνο τη μητέρα και την αδερφή τους, αλλά κάθε θηλυκότητα, τότε θα αρχίσει αυτή η πολυπόθητη κοινωνική αλλαγή που μέχρι στιγμής μόνο να ονειρευόμαστε μπορούμε.





SHARE