Mια θεά που ήταν πολύ αληθινή
O Τerrence McNally, ο γνωστός Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας γνώρισε
τη Μελίνα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, τότε που ζούσε
αυτοεξόριστη στη Νέα Υόρκη με τα μυαλά της πίσω στην Ελλάδα και
συνδέθηκε μαζί της με θερμή φιλία. Το 2001, έγραψε για κείνη, στους «Νew
York Times» – ανάμεσα στα άλλα, θυμήθηκε και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς,
που πέρασαν μαζί. Γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα, ψάχνοντας να βρουν ταξί,
πέρασαν από το περιβόητο “Julius”, gay bar στην West 10th Street. «H Μελίνα ενθουσιάστηκε με την ιδέα – γράφει ο ΜcNally – και κόλλησε το πρόσωπό της στα τζάμια. Και τότε...Κάποιος από μέσα είδε τη Μελίνα Μερκούρη. Η είδηση απλώθηκε σαν φωτιά…
Μέσα σε λίγα λεπτά, οι πάντες στο μπαρ κοίταζαν τη σταρ που τους κοίταζε από το δρόμο. Για ένα λεπτό όλοι είχαν παγώσει. Και ξαφνικά, το μισό «Julius», ξεχύθηκε στο δρόμο φωνάζοντας στη Μελίνα να μπει μέσα. Δεν χρειάστηκε πολλά πολλά. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε, η Μελίνα ήταν μέσα στο μπαρ, ή μάλλον πάνω στο μπαρ, και όλοι μαζί τραγουδούσαμε τα «Παιδιά του Πειραιά».
Η Δημοκρατία θα νικήσει
«Στις 6 Ιουλίου ο πατέρας της Μελίνας πεθαίνει στο Λονδίνο.
Το βράδυ εκείνη πρέπει να παίξει για μια ακόμα φορά την Ίλυα. «Έκλαιγε
στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης», θυμάται ένας θεατής. «Η ερμηνεία
της με είχε συνεπάρει». Την επόμενη μέρα, σε μια συγκέντρωση κατά της
χούντας, η Μελίνα εμφανίζεται καταβεβλημένη. «Ντυμένη στα μαύρα, το
πρόσωπό της ωχρό, τραβηγμένο, λιωμένο», γράφει στο περιοδικό Look, η
Oriana Fallaci. «Βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της.
Το στόμα της σχημάτιζε μια γκριμάτσα. Μόνο οι κόρες των ματιών της
έμοιαζαν ζωντανές, έλαμπαν σαν σπίρτα αναμμένα. Μέσα στη σιωπή του
πλήθους, ύψωσε τη φωνή της: «Ο πατέρας μου θα ήταν ευτυχής να ήταν παρών
μαζί σας, εδώ, να δουλέψει μαζί σας. Πέθανε πριν από μερικές ώρες. Στο
όνομα του πατέρα μου, σας ζητώ να μην παραιτηθείτε. Η δημοκρατία θα νικήσει».
Μετά, το ίδιο σιωπηλά όπως ήρθε, με το κεφάλι περήφανα ψηλά, εγκατέλειψε την εξέδρα και έφυγε».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μελίνα, μια σταρ στην Αμερική»)
Μελίνα και Μάνος
«Όταν γνώρισα τη Μελίνα, στην Ελλάδα είχε έρθει η χούντα. […]
Εντονότερα, όμως, την εποχή εκείνη θυμάμαι την αίσθηση της τσακωμένης με
τον Μάνο Μελίνας. Ένας καβγάς που φάνταζε ιερός. Μια σχέση απίστευτα
μεγάλη. Η Μελίνα μιλούσε πολύ συχνά για τον Μάνο. Διηγούνταν χιλιάδες
ιστορίες, κλαίγοντας που πια δεν μιλιόντουσαν. Έπεσε η χούντα και ένα
μεσημέρι στου Φλόκα γνώρισα τον Χατζιδάκι. Εκεί μου αποκαλύφθηκε ο
κόσμος της φιλίας της Μελίνας και του Μάνου. Μια μέρα, εκείνη πανευτυχής
μου είπε να πάμε στου Φλόκα. «Μα δεν είστε τσακωμένοι;». «Τρελάθηκες;».
Μάλλον εκείνη τρελάθηκε, σκέφτηκα. Σαν τους είδα όμως μαζί ξεδιπλώθηκε
μπροστά μου μια σχέση τόσο πολύπλοκη, τόσο χαριτωμένη, τόσο γοητευτική,
μια σχέση τόσο μεγάλη. Πειραζόντουσαν, αγγιζόντουσαν, οι κουβέντες
εναλλάσσονταν με την ταχύτητα που έχει το μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Η
Μελίνα συμπεριφερόταν ταυτόχρονα σαν κοριτσάκι, σαν έφηβος και σαν
μοιραία γυναίκα, φιλάρεσκη τρομερά μπροστά στο Μάνο. Τα πάντα για να του αρέσει.
Και ο Μάνος την ίδια συμπεριφορά είχε. […] Από την εποχή του Φλόκα
έζησα κι άλλους καβγάδες για ασήμαντες αφορμές και άλλες τόσες αγκαλιές.
«Ο Μάνος θα έρθει το βράδυ για φαΐ». Πανικός στο σπίτι. Τι θα φάει, να
του αρέσει, να μην είναι και παχυντικό κλπ., κλπ. Το φαΐ κρύωνε και ο
Μάνος δεν ερχόταν. Η Μελίνα απειλούσε θεούς και δαίμονες. «Τελευταία φορά, δε θα του ξαναμιλήσω». Την
επόμενη, την ώρα του βραδινού η πόρτα χτυπούσε. Ο Μάνος στην εξώπορτα
με κοστούμι και λουλούδια. «Για σήμερα δεν ήταν;». Αγκαλιές, γέλια.
Η τελευταία φορά που συναντήθηκαν η Μελίνα και ο Μάνος ήταν την
παραμονή της εγχείρησής της στη Νέα Υόρκη. Ήρθε με τον γιο του, τον
Γιώργο, αργά στο δωμάτιο του Memorial. Η Μελίνα κι εγώ βλέπαμε μια
ταινία στην τηλεόραση όταν φάνηκε στην πόρτα κρατώντας ένα μικρό
γλαστράκι. Ήταν όμορφος, είχε αδυνατίσει και με περηφάνια μας έδειξε
πόσο εύκολα καθόταν σταυροπόδι. Το δωμάτιο ήταν πολύ μικρό. Ο Γιώργος κι
εγώ καθόμασταν στην πόρτα και τους παρακολουθούσαμε να μιλάνε, να
γελάνε. Η Μελίνα πληροφόρησε τη νοσοκόμα που μπήκε κάποια στιγμή ότι ο
κύριος που καθόταν πλάι της ήταν ο συνθέτης του «Never on Sunday».
«Συγνώμη, Μάνο», του είπε σκανδαλιάρικα. Ο Μάνος εκνευριζόταν πάντα όταν
τον ταύτιζαν με αυτό το τραγούδι. Και λίγο πριν φύγει, με τα χέρια τους
πλεγμένα, τραγούδησαν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» και ήταν η τελευταία
φορά που τραγούδησε η Μελίνα. Για τον Μάνο δεν μπορώ να είμαι σίγουρη…»
(Η Μανουέλα Παυλίδου, αποθησαυρίζει την ιστορία για το ένθετο «Επτά ημέρες» της Καθημερινής, 6/6/1999)