Οι φωτογραφίες μιας εισόδου πολυκατοικίας είναι παντού από χθες στα ελληνικά social media.
Ένας νέος άνδρας ακολούθησε μία κοπέλα για 300 μέτρα, από το μετρό ως την είσοδο του σπιτιού της στη Νέα Σμύρνη. Εκείνη περπάτησε γρήγορα, άνοιξε και κλείδωσε εγκαίρως, αξιοποίησε το βίντεο από την κάμερα ασφαλείας και δημοσιοποίησε το περιστατικό. Κάτι λιγότερο από ένα 24ωρο και πολλά reactions αργότερα, ο δράστης βρέθηκε και συνελήφθη.
Υπήρξε πράγματι ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης και δηλώσεων αποτροπιασμού για την συμπεριφορά του δράστη. Αλλά αν σταθεί κανείς σε αυτό, χειροκροτώντας κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, χάνει το κέντρο βάρους της υπόθεσης, το οποίο βρίσκεται αλλού.
Αυτό το «αλλού» είναι εκείνο το δεύτερο επίπεδο σε κάθε μήνυμα συμπαράστασης, στο οποίο δηλώνεται άμεσα ή έμμεσα μια αντίστοιχη εμπειρία. «Έχει συμβεί και σε εμένα».
Στην προκειμένη περίπτωση, το ίδιο ακριβώς συνέβη και σε (τουλάχιστον) άλλες τρεις κοπέλες -αφού ο δράστης φέρεται να σχετίζεται και με άλλες επιθέσεις που εξιχνιάστηκαν. Αλλά στις άλλες γυναίκες δεν συνέβη το ίδιο, συνέβη κάτι παρόμοιο, σε παρόμοιες ή διαφορετικές συνθήκες, πάντως σε κάθε περίπτωση τραυματικό για εκείνες.
Οι περισσότερες γυναίκες δεν εξεπλάγησαν από το περιστατικό και αυτό είναι το πιο σοκαριστικό. Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος.
Γιατί παρά τα #metoo και παρά τις καμπάνιες ευαισθητοποίησης, το 2021 μία θηλυκότητα νιώθει κίνδυνο όταν επιστρέφει μόνη της στο σπίτι.
Όσα status συμπαράστασης και αν γραφτούν, στο τέλος μιας βραδινής εξόδου, μια γυναίκα μετατρέπεται αναγκαστικά σε «Μαγκάιβερ» -κλειδιά έτοιμα στο χέρι, κινητό στο αυτί ώστε να μιλήσει (ή να κάνει ότι μιλάει στο τηλέφωνο “Που είσαι; Στην άλλη γωνία; Τώρα σε 5 είμαι εκεί”), ώστε να καταλάβει ο όποιος επίδοξος επιδειξίας ή βιαστής ότι δεν είναι μόνη της, ματιές πίσω από την πλάτη και γρήγορο βήμα.
Και βέβαια καθησυχαστικό μήνυμα «Έφτασα, όλα καλά», μόλις κλείσει την πόρτα πίσω της.