Ας επινοήσουμε μια καλύτερη πραγματικότητα.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο γιος μου, εννέα χρονών και δεν την παλεύει πλέον στο σπίτι.
Τις προάλλες μετά από μια έξοδο στο γειτονικό Σούπερ Μάρκετ πέταξε τη μάσκα του επιδεικτικά και είπε: «τον σιχαίνομαι τον Κορωνοϊό, κουράστηκα πια, ήρθε ο καιρός να φύγει»
«Από μικρό και από τρελό»… Συμφώνησα με κατανόηση, του είπα ότι όλοι νιώθουμε κούραση, άλλα δεν το βοήθησε η παραδοχή ότι είμαστε όλοι κουρασμένοι. Τα λόγια μου έπεσαν στο κενό, χτύπησε επιδεικτικά δυνατά την πόρτα του (σε μια πρόβα εφηβείας ) και κλείστηκε στο δωμάτιο του με δραματικότητα. Μπήκα κάθισα διακριτικά στην άκρη του κρεβατιού του με κατανόηση και του είπα ότι όταν η πραγματικότητα μας απογοητεύει πρέπει να επινοούμε μια άλλη πραγματικότητα πιο βολική για εμάς.
Με κοίταξε με έκπληξη σαν να είχε τσιμπήσει στο φτηνό μου δόλωμα.
Του μίλησα για τα φανταστικά ταξίδια. Για το μυαλό μας, που έχει τη δυνατότητα του διακτινισμού, ότι μπορούμε να προσποιηθούμε ότι είμαστε μέλη μιας μυστικής αποστολής και, όταν περάσει όλο αυτό, θα είμαστε έτοιμοι για ένα πιο προχωρημένο επίπεδο.
Τον κέρδισα. Μπήκε με ενθουσιασμό στο παιχνίδι. «Τότε μαμά μπορούμε να κάνουμε μέσα στο σπίτι όλα αυτά που μας λείπουν» είπε και ξεκινήσαμε τον αυτοσχεδιασμό.
Τοποθετήσαμε μια πετσέτα θαλάσσης στο παρκέ, φτιάξαμε χυμούς και κάναμε ότι είμαστε ξαπλωμένοι σε μια ειδυλλιακή παραλία.
«Το ακούς το κύμα;» του έλεγα σαν να παίζαμε στο θέατρο του παραλόγου, και εκείνος απαντούσε καταφατικά και έκανε ότι παίζει με τα κύματα σαν να σερφάρει.
Έτσι ξεκίνησαν τα φανταστικά μας ταξίδια.