Μια ψιλόλιγνη, καλοντυμένη, ευγενική φιγούρα περπατά στους δρόμους της πόλης: Ο Κωνσταντίνος Τζούμας ανήκει στους ανθρώπους που ξεχωρίζουν. Εμφάνιση, φωνή, αισθητική. Δύσκολο να τον κατατάξεις. Ανένταχτος, αυτόνομος και ελεύθερος....
«Γεννήθηκα σε μια κλινική της Νίκαιας, όχι της Νοτίου Γαλλίας, και έζησα στον Πειραιά. Κάθε μέρα πηγαίναμε στο Πασαλιμάνι. Μεγαλώσαμε με σινεμά. Θέλαμε να μοιάσουμε σ΄αυτούς τους υπέροχους ήρωες των ταινιών του Αντονιόνι, όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην «Ντόλτσε Βίτα». Είδα κι έπαθα να έχω στη Νέα Υόρκη μια σχέση αποξένωσης, όπως οι ήρωες του Αντονιόνι. Ηθελα να δω αν υπάρχει. Και ναι, υπάρχει.
Από τα δεκαπέντε μου μπήκα σ΄αυτόν τον κόσμο. Πώς; Γιατί; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι είχα αρχίσει να διαβάζω πριν πάω στο δημοτικό, είχα μανία. Ο πατέρας μου ήταν εργοστασιάρχης, είχε κλωστουφαντουργία. Η μητέρα μου ήταν από οικογένεια της Οδησσού, που ήρθαν εδώ κατεστραμμένοι οικονομικά. Ερωτεύθηκε τον πατέρα μου.
Διάβαζα τους κλασικούς, από τις εκδόσεις Γαλαξίας, της Καθημερινής. Δεν ξέρω αν τους καταλάβαινα
Σύντομα αυτά χάθηκαν από κακή διαχείριση. Υπήρχε η γιαγιά, η μητέρα του πατέρα μου, μια φιγούρα ψηλή, λεπτή, ξερακιανή, σαν κι εμένα, η οποία με παρότρυνε για να μου δώσει χαρτζιλίκι να πάω να κλέψω κονιάκ. Της το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί».