Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΡΚΟΛΗΣ

Στέφανος Κορκολής: Δεν δανείζω πια τίποτα από την προσωπική μου ζωή -Είμαι καβαφικός, αλλά όχι σε όλα


Ταλέντο από κούνια, ο Στέφανος Κορκολής ακολούθησε τον δρόμο της ψυχής του, τη μουσική, και δεν αμφέβαλλε ποτέ γι΄αυτό. Ακόμα κι όταν αποφάσισε να ανατρέψει τα δεδομένα και να διακόψει την ποπ καριέρα του, το έκανε για να επιστρέψει με τον δικό του τρόπο στο πιάνο και στις νότες, στα ορχηστρικά και τα κλασικά του.... Δεν άφησε καμία ανατροπή να ανατρέψει τη ζωή του και σήμερα, μαχητής, όπως λέει, επιστρέφει με Καβάφη και θέλει να τον ακούσει να τραγουδιέται.... 

«Θυμάμαι, εκεί γύρω στα πέντε μου, να κάθομαι ατελείωτες ώρες στο πιάνο και να παίζω. Να ακούω και να καταγράφω στο μυαλό μου κλασικά έργα με το αυτί. Εμαθα νότες ανάποδα, δεν είχα τη λογική τους. Και μετά όταν τις έμαθα, άνοιγα την παρτιτούρα και την φωτογράφιζα. Εμαθα πιάνο γύρω στα έντεκα, όταν πήγα στο Ωδείο. Αργησα.
 
Σαν παιχνίδι αντιλαμβάνομουν την ευκολία μου στο πιάνο. Και ευτυχώς οι γονείς μου δεν το αντιμετώπισαν με την ταραχή και το δέος ενός παιδιού θαύματος. Το ανάποδο. Η μάνα μου μου έλεγε να πάω να παίξω μπάλα. Η μουσική δεν μου στέρησε τίποτα από την παιδική μου ηλικία. Δυστυχώς χάνουμε συχνά σπουδαία ταλέντα επειδή δεν έχουν βιώσει την παιδική τους ηλικία και το βλέπουν όλο αυτό σαν μια περίεργη υποχρέωση, με αποτέλεσμα να μισήσουν τη μουσική γιατί τους στέρησε πολλά.  

Το πιάνο ήταν και είναι η χαρά της ζωής μου. Αν μου το στερήσεις, δεν υπάρχω


 
 Το περιβάλλον μου ήταν εξαιρετικά υγιές. Και συμβουλεύω τους γονείς να μην εγκλωβίζουν τα παιδιά στο ταλέντο τους, να τα αφήνουν να το χαρούν. Εγώ έκανα πάντα μουσική με χαρά».

«Ο καθένας μας γεννιέται με ένα ταλέντο. Από εκεί και πέρα έχουν σημασία οι συνθήκες. Εγώ γεννήθηκα σε ένα σπίτι με πιάνο -αν δεν υπήρχε; Αλλά όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα ταλέντο. Είναι σημαντικό να το ανακαλύψεις και να ρίξεις πολλή μελέτη. Δεν είναι πρωταθλητισμός.
 Ο πατέρας μου ήταν πιλότος, μετά ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις. Ζωγράφος, ποιητής, μια καλλιτεχνική αλλά και πρακτική φύση. Σπουδαίος άνθρωπος, ισχυρή προσωπικότητα -τον έχασα πριν από λίγο καιρό.

Με τον Μητροπάνο συνέβη κάτι μαγικό. Εισέβαλε στη ζωή μου από μισάνοιχτο παντζούρι


 
Δεν άκουσα ούτε μία φορά από τους γονείς μου “πρόσεξε μην χτυπήσεις τα χέρια σου”. Oύτε αργότερα πρόσεχα τα χέρια μου. Το πιάνο ήταν και είναι η χαρά της ζωής μου. Αν μου το στερήσεις, δεν υπάρχω.
 
Είχα αλλάξει πολλά σχολεία. Ο χαρακτήρας μου δεν ήταν και ο καλύτερος και τα σχολεία δεν με πολυήθελαν. Πολύ καλός ήμουν μόνο στα μαθηματικά. Ατίθασος στην εφηβεία μου, καθωσπρέπει τα σχολεία που με πήγαιναν οι γονείς μου, οπότε έκανα περιήγηση σε πολλά. Αρχισα να μαθαίνω πράγματα μετά το σχολεία, στο Παρίσι, όταν πήγα για σπουδές.
 
Πιστεύω ότι στη μουσική μου πορεία είχα μια παρένθεση -αλλά αυτή η παρένθεση είναι που έχει μείνει στον κόσμο. Τα τραγούδια τα κρίνει ο χρόνος. Κάποτε τα λέγανε φτηνά και ελαφρά ποπ. Το “Σκόνη και θρύψαλα” μου το ζητάνε ακόμα, όπως και το “Πέντε άνεμοι” ή το “Γιατί Γιατί”. Μετά από αυτήν την παρένθεση, που λέω εγώ, έγραψα τραγούδια για μεγάλες φωνές, τον Μητροπάνο, την Πρωτοψάλτη. Και η Αλκηστις, κι αυτό πρέπει να το πω, μου είπε σε κάποια δεδομένη στιγμή να μελοποιήσω Καβάφη. Το ποίημα “Του μαγαζιού” που μελοποίησα, ήταν δική της ιδέα».

«Για να γράψω μουσική για κάποιον πρέπει να υπάρχει, το λιγότερο, μια συμπάθεια. Δεν μπορώ να γράψω για άνθρωπο που αντιπαθώ, κι ας έχει την καλύτερη φωνή του κόσμου. Κι αν στην πορεία τον αντιπαθήσω, σταματάω. Είμαι συναισθηματικός αλλά δεν χαρίζομαι. Ενας δημιουργός δίνει κάτι πολύ δικό του, κάτι που έχει γεννήσει, σε κάποιον άλλον να το αναθρέψει. Δεν δίνεις το παιδί σου όπου να΄ναι.

Από τον καρκίνο και μετά, χωρίζω τη ζωή μου σε π.Κ. και μ.Κ. -προ και μετά καρκίνου. Αλλαξα


 
Ναι, το συνθέτης είναι για μένα πιο ισχυρό από το επαγγελματίας, με την έννοια ότι δεν έχω κάνει ποτέ βιομηχανία τραγουδιών και έργων. Γιατί αλλιώς είμαι πολύ επαγγελματίας. Προτιμώ να είμαι μαγαζάκι γωνιακό, παρά σούπερ-μάρκετ. Και για να είμαι ειλικρινής, αλλιώς δεν έχω έμπνευση.
 
Με τον Μητροπάνο συνέβη κάτι μαγικό. Εισέβαλε στη ζωή μου από μισάνοιχτο παντζούρι, όταν πολύ μικρός τον άκουσα από το απέναντι τρανζιστοράκι. Και ρώτησα τη μάνα μου ποιος τραγουδάει. Μετά από χρόνια κάναμε πρώτα μια συνεργασία με τον Μητροπάνο και τον Μάριο Τόκα, που δεν θα ξεχάσω. Ντόμπρος, με χιούμορ, σαν ολάνθιστος κάμπος, καθαρός, αυτό ήταν ο Μητροπάνος. Αργότερα κάναμε τον δικό μας δίσκο, με το “Σβήσε το Φεγγάρι”, σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη και το “Θες”, αγαπημένο μας κομμάτι, σε στίχους Ρεβέκκας Ρούση, που έγινε επιτυχία έντεκα χρόνια μετά, με το διαφημιστικό κι αφού είχε φύγει από τη ζωή ο Μητροπάνος. Ως τότε δεν το ήξερε ο κόσμος. Είχε προηγηθεί και η συμμετοχή του σε δικό μου δίσκο, κάτι ιδιαίτερα τιμητικό για μένα, με το “Κάποιες φορές”. Οι φωνητικές του χορδές ήταν προβολή της ψυχής του.
 
Η Δήμητρα Γαλάνη στις αρχές, ο Μητροπάνος και η Αλκηστις Πρωτοψάλτη μετά, αυτές είναι οι πιο δυνατές σχέσεις, χωρίς να θέλω να αδικήσω άλλους. Γιατί και με τον Νταλάρα έχουμε δυνατή σχέση αλλά δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε κάτι μαζί -του έχω γράψει τραγούδια, τότε με την Dulce Pontes. Ημουν τυχερός στις επιλογές μου, και επιλεκτικός».

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

«Η υπερβολική δημοσιότητα με έκανε να νοιώθω πως χάνω το παιχνίδι. Δεν κατάλαβα πως έγινε αυτό. Η διάρκεια δεν ήταν μεγάλη, αλλά ήταν έντονη. Μέσα στα δύο χρόνια από την στιγμή που ερμήνευσα δικά μου τραγούδια, γέμισα το «Ειρήνης και Φιλίας», με 25.000 κόσμο. Στην αρχή  το ευχαριστιόμουν, μετά όχι...

Δεν αναπόλησα ποτέ εκείνες τις εποχές. Μου φέρνουν στο νου την απόλυτη κούραση


 
Δεν χάθηκα μέσα σ΄αυτό, αλλά με αποσυντόνισε, αποσυντόνισε τον τρόπο σκέψης μου. Γιατί είμαι κλειστός χαρακτήρας σαν άνθρωπος και έπρεπε να γίνω υπερκοινωνικός. Γι΄αυτό έβαλα στοπ -στοπ στο πικ μου. Πουλούσα εκείνη την εποχή μισό εκατομμύριο δίσκους. Ανακοίνωσα στην εταιρεία ότι θέλω να πάω στα ορχηστρικά μου. Και τότε η μαμά εταιρεία από τη Γερμανία, η BMG, είπε ΟΚ. Κι έγινε πλατινένιος ο δίσκος μου σε 17-18 χώρες. Κι εγώ ξαναβρήκα τον εαυτό μου -μπήκα στις μεγάλες ορχήστρες, στα κλασικά μου...
 
Υπήρχαν και υπάρχουν διαστήματα που δεν γράφω. Αλλά δεν πιέζω τον εαυτό μου γιατί από την άλλη θα μπορούσα να γράφω κάθε μέρα κάτι. Ψάχνω το ερέθισμα. Δεν προγραμματίζομαι. Αν δεν έρθει η έμπνευση να σου χτυπήσει την πόρτα, όσο και να κάθεσαι στο πιάνο και να το παλεύεις, δεν θα καταφέρεις κάτι.
 
Γενικά θα έλεγα πως είμαι γενναιόδωρος άνθρωπος, αλλά από τον καρκίνο και μετά, χωρίζω τη ζωή μου σε π.Κ. και μ.Κ. -προ και μετά καρκίνου. Αλλαξα. Στην μ.Κ. περίοδο έπαψα να είμαι τόσο γενναιόδωρος, όχι βέβαια στην τέχνη μου, αλλά στους ανθρώπους. Νομίζω ότι έγινα πιο σκληρός ή μάλλον έγινα όπως πρέπει, και σίγουρα πιο αυστηρός με τον εαυτό μου».

«Πολλά πράγματα με καθόρισαν: Η αρρώστια της μητέρας μου που από φωτεινό έκανε το σπίτι σκοτεινό, η δύσκολη εφηβεία μου. Ηξερα ότι θα γίνω μουσικός και το είχα ξεκαθαρίσει στον πατέρα μου. Είχα ήδη πάρει υποτροφία, ενώ ήμουν 16, από την Ρωσία, την Αμερική και τη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε την Αμερική γιατί ήταν μακριά κι εγώ ανεξέλεγκτος, εγώ δεν ήθελα τη Σοβιετική Ενωση, γιατί μου είχαν πει ότι η μελέτη γινόταν με επιτηρητή. Κι έτσι διάλεξα το Παρίσι, χωρίς να ξέρω γαλλικά. Και καλά έκανα. Εμαθα τη γλώσσα, είχα σημαντικούς δασκάλους, γνώρισα μουσικούς -Χόροβιτς, Πιατσόλα, Πιερ Μπουλέζ. Εμεινα δέκα-έντεκα χρόνια. Είχα φτιάξει τη ζωή μου εκεί -γύρισα για οικογενειακούς λόγους και έμεινα.  

Εχω παντρευτεί κι έχω δύο ευτυχισμένα διαζύγια. Το δοκίμασα, δεν πέτυχε

 
Ο πρώτος δίσκος που έκανα ήταν με τη Μαρία Δημητριάδη «Το μαγικό κλειδί» κι ύστερα με τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Παρασκευά Καρασούλο.
 
Τότε, κάποιος από τη δισκογραφική που ήθελε να λέγεται παραγωγός, μου ζήτησε να γράψω για τη Μούσχουρη. Κάθισα, έγραψα, έστειλα, αλλά απάντηση δεν πήρα. Οταν τον ρώτησα, έφαγα πόρτα. Μου είπε ότι δεν της άρεσαν. Πάνω λοιπόν σ΄αυτή την πόρτα που έφαγα, ήρθε τότε ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, και μου είπε, “πες τα εσύ και θα γίνει χαμός”. Εγραψε η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου τους στίχους και βγήκε ο δίσκος με τους “Πέντε ανέμους”. Δεν περίμενα την επιτυχία, ούτε μπορούσα να το φανταστώ. Οταν το 2005 γνώρισα πια τη Νάνα Μούσχουρη, για να της γράψω, πράγματι, δύο τραγούδια της είπα την ιστορία. Δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί. 

Δεν αναπόλησα ποτέ εκείνες τις εποχές. Μου φέρνουν στο νου την απόλυτη κούραση. Στην αρχή, ομολογώ, το απολάμβανα, μου άρεσε. Μετά έγινε κουραστικό κι όλο και πιο πιεστικό. Με ξεπέρασε. Για μένα επιτυχία ήταν ότι μέσα σε αυτές τις συναυλίες έπαιζα και κλασική μουσική, συμφωνικά κομμάτια».

«Στη ζωή μου έκανα πάντα ό,τι ήθελε η ψυχή μου, το πλήρωσα, ναι, αλλά όχι μέσα μου. Αν ήμουν πιο πονηρός ως καλλιτέχνης, θα είχα βγάλει πιο πολλά λεφτά. Εκείνη την εποχή που έβγαζα λεφτά, έδινα και λεφτά, βοηθούσα. Το ξέρουν εκείνοι που πρέπει να το ξέρουν. Οι περισσότεροι όμως, αγνώμονες. Με ενοχλούν η αγνωμοσύνη και η αγένεια.
 
Δεν γυρνάω ποτέ πίσω στα πράγματα που με πλήγωσαν. Δεν είναι η ώρα να μιλήσω για τα παλιά -θα΄ρθει. Οταν διαβάζω ένα βιβλίο ποτέ δεν θα γυρίσω πίσω. Ο,τι διάβασα διάβασα. Στο ποίημα όμως επιστρέφω. Και η ζωή είναι ένα μυθιστόρημα, τρέχει. Δεν υπάρχει λόγος να κρατάω κακίες. Εμαθα στη ζωή μου να ξανασηκώνομαι -όπως όταν ήμουν παιδί, έπαιζα κι έπεφτα. Είναι στον χαρακτήρα μου. Είμαι μαχητής. Δεν φοβήθηκα ότι δεν θα μπορέσω να ξανασηκωθώ. Φοβάμαι μόνον για τους ανθρώπους που αγαπώ.

Εχω αγωνία για την αποδοχή του Καβαφη, όχι την επιτυχία


 
Δεν δανείζω πια τίποτα από την προσωπική μου ζωή, σε κανέναν. Είμαι καβαφικός, όχι σε όλα.

Εχω παντρευτεί κι έχω δύο ευτυχισμένα διαζύγια. Το δοκίμασα, δεν πέτυχε. Το σημαντικό είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Αυτό.

Δεν κάνω όνειρα. Ούτε βλέπω. Το μόνο ίσως είναι να ξαναδώ τον κόσμο να χαμογελάει και να μην βλέπω γεροντάκια με απλωμένο χέρι. Είμαστε μια σκληρή κοινωνία. Γι΄αυτο, να΄μαστε γεροί και να΄μαστε μαζί, σαν λαός».
 
Ο δικός μου Καβάφης

«Ο Καβάφης υπήρχε στο σπίτι μας με έναν πολύ όμορφο τρόπο. Μια φίλη της γιαγιάς μου είχε φέρει δώρο ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του. Ηταν ένα βιβλίο που δεν αγγίζαμε. Ευτυχώς κάναμε Καβάφη στο σχολείο -Τα Κεριά, Ιθάκη. Στο Παρίσι άρχισα να τον διαβάζω.
 
Πώς προέκυψε; Πάνε δύο χρόνια τώρα. Μετά τους δύο δίσκους που έκανα, σε έργα του Μίκη Θεοδωράκη, και έγιναν χρυσοί, βρεθήκαμε με τον διευθυντή της δισκογραφικής να ψάχνουμε το επόμενο βήμα μου. Μου προτείνει τότε ο Γιώργος Αρσενάκος να ασχοληθώ με τον Καβάφη.  
Στο μεταξύ, η επαφή που έχω αποκτήσει με τον Μίκη Θεοδωράκη έπαιξε τον ρόλο της, γιατί με έκανε να ανακαλύψω το συμφωνικό του, που είναι τεράστιο και συγκλονιστικό. Σαν σολίστ μου άνοιξε ένα νέο πεδίο δράσης. Ο Μίκης είναι γενναιόδωρος, δίκαιος, μοναδικός. Εχει πει για μένα, δημοσίως, μεγάλες κουβέντες -βαρύ το φορτίο.
 
Ο Μίκης λοιπόν μου είπε ότι ήρθε η σειρά μου να κάνω ποίηση.
Κι έτσι άναψε ένα μικρό φωτάκι. Κι άρχισα να μπαίνω στον κόσμο του Καβάφη, όχι τόσο διαβάζοντας για ποίηση, αλλά για τη ζωή του. Εχτισα μέσα τη δική μου προσέγγιση σ΄αυτό το μεγαλοφυές πλάσμα. Είναι πιο σύγχρονος από τώρα που μιλάμε.
 
Αρχισα να βλέπω τη ζώη του με κινηματογραφική διάθεση, αναζητώντας χρώματα, ατμόσφαιρες, να μπαίνω στην ψυχή του. Κάποια στιγμή, όταν έβαλα τα ποιήματα στο αναλόγιο, οι μελωδίες προέκυψαν αβίαστα. Μελοποίησα πάνω από είκοσι ποιήματα -βάλαμε δώδεκα στο CD, εκείνα που μου βγήκαν πιο αυθόρμητα. Εγραψα και κάποια ορχηστρικά. Μέσα στις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του, ο δίσκος έχει φτάσει στο νούμερο 8 του επίσημου IFPI.

 


 
Ο Καβάφης ήθελε ντελικάτη ενοχρήστρωση. Ο λόγος ήταν και είναι πάνω απ΄όλα. Απαραίτητο ήταν το σολιστικό όργανο, η φωνή της Σοφίας Μανουσάκη -τι να πω για τη φωνή της, και μετά το υπόλοιπο. Εγώ που είμαι πληθωρικός στις ενορχηστρώσεις μου, έβαλα πολλά φρένα, για να μπορέσω να βγάλω αυτό το αποτέλεσμα. Ολη η ηχογράφηση έγινε με ορχήστρες και χορωδίες της περιφέρειας, όπως το ήθελα. Υπάρχει απίστευτη δυναμική στην περιφέρεια.

 

Εχω αγωνία για την αποδοχή του Καβαφη, όχι την επιτυχία. Και κυρίως από ανθρώπους που χρειάζομαι την αποδοχή τους.
 
Θα μου άρεσε να μείνω ως ο συνθέτης που μελοποίησε τον Καβάφη, που έκανε τον Καβάφη να τραγουδιέται, θα με κολάκευε. Αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Μακάρι να συμβεί. Ο χρόνος θα το δείξει».
 
«Θάθελα αυτή τη μνήμη να την πω»: Η μελοποιημένη ποίηση του Κ.Π.Καβάφη από τον Στέφανο Κορκολή, σε ερμηνεία της Σοφίας Μανουσάκη, παρουσιάζεται το Σάββατο 2 Ιουνίου στο Public Συντάγματος στις 13.00.