Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
ΙΕΡΟΚΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Ιεροκλής Μιχαηλίδης: Η ύπαρξη είναι πικρή εμπειρία και η μόνη παρηγοριά είναι να ζεις έντονα


«Να ονειρεύεσαι σαν να είναι να ζήσεις για πάντα, να ζεις σαν να είναι να πεθάνεις σήμερα» είχε πει κάποτε ο James Dean. Κάπως έτσι σκέφτεται και ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Τουλάχιστον αυτό δείχνει η διαδρομή του στη ζωή που τα έχει όλα: 36 χρόνια καριέρας στην υποκριτική, οικογένεια, δυνατές συγκινήσεις, πάθη, ανοιχτό μυαλό, κλειστές πόρτες και δρόμους με εμπόδια που προσπέρασε. Ο ηθοποιός τα αφηγείται όλα στη BOVARY.

Γεννήθηκα στο σπίτι, σε μεγάλο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας ανάμεσα στην Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη, που λεγόταν Χαραυγή και δεν υπάρχει πια.

Ημουν 20 μηνών όταν οι γονείς μου μετανάστευσαν στην Αυστραλία και στο χωριό επιστρέψαμε όταν ήμουν πια 5μιση χρονών. Έμεινα εκεί μέχρι τα 13 μου χρόνια. Ημασταν μια κλασική, μικροαστική οικογένεια με μια σχετική οικονομική άνεση –ο πατέρας μου ήταν ελεύθερος επαγγελματίας, δεν μας έλειπε τίποτα. Μεγάλωσα με αγάπη και τρυφερότητα σ' ένα υγιές περιβάλλον. Εχω και μια αδελφή έξι χρόνια μικρότερη από μένα.

Η σχέση με τους γονείς μου ήταν και παραμένει άριστη, αν εξαιρέσουμε την περίοδο της εφηβείας. Εκεί, τους ζόρισα πολύ γιατί ήμουν δύσκολο παιδί.

Είχα πολλές ανησυχίες και τάσεις φυγής. Αν και είχα καλές επιδόσεις στο σχολείο, δεν διάβαζα πολύ. Όλοι έλεγαν να γίνω γιατρός ή μηχανικός, αλλά δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο.

Στο Λύκειο,- λίγο μετά την Χούντα-, υπήρχε ένα κλίμα «χουντοβασιλικού αρώματος».

Έτσι, όσοι ήμασταν δραστήρια παιδιά και ζούσαμε έντονα, ήμασταν κόκκινο πανί.

Μας θεωρούσαν κίνδυνο και η ασφάλεια μας κυνηγούσε. Στην Β' Λυκείου, όντας πρόεδρος της τάξης, έκανα μια παράσταση που θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω ως το πρώτο «κύτταρο» των Άγαμων Θυτών –είχε τεράστια επιτυχία. Ετσι, επιβάρυνα ακόμα περισσότερο την θέση μου.

Λίγο πριν φύγω από το σπίτι για να σπουδάσω υποκριτική, ο πατέρας μου μού είπε «Κάντο αλλά από μένα δεν έχει τίποτα». Πήρα, λοιπόν, μια βαλίτσα κι έφυγα.

Όλες αυτές οι πολιτικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες σε εκείνη την ηλικία με έκαναν να εγκαταλείψω σιγά σιγά τα μαθήματα. Άρχισα να έχω αποχή από το σχολείο και σύγκρουση με το σπίτι μου.

Ημουν πολύ αντιφατικός χαρακτήρας, με πολύ έντονες μεταπτώσεις. Ισως να περνούσα τότε και νεανική κατάθλιψη. Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με αυτό που ήθελε η οικογένειά μου να είμαι κι αυτό την έφερνε σε απόγνωση.

Στα 16 μου, τους είπα ότι δεν θέλω να πάω στο Πανεπιστήμιο, ότι μου φαίνεται μάταιο όλο αυτό και θέλω να γίνω ηθοποιός. Τότε μου είπαν ότι «Αυτό δεν είναι δουλειά, είναι χόμπι».

Δεν τους περνούσε από το μυαλό ότι κάποιος μπορούσε να ζήσει από αυτή την δουλειά. Με θεωρούσαν παντελώς ακατάλληλο για κάτι τέτοιο, γιατί έβλεπαν ότι είχα εγκαταλείψει τα πάντα. Θέλοντας να με «συνετίσουν» με έβαζαν να δουλεύω σε σιδηροκατασκευές και αγροτικές δουλειές, αλλά εγώ πήγαινα κρυφά και δούλευα ως DJ σε ντισκοτέκ και σερβιτόρος.

Ιεροκλής Μιχαηλίδης και Θοδωρής Αθερίδης στα γυρίσματα της σειράς "Είμαστε στον αέρα", 1999 - Φωτογραφία: NDP Photo Agency
Ιεροκλής Μιχαηλίδης και Θοδωρής Αθερίδης στα γυρίσματα της σειράς "Είμαστε στον αέρα", 1999 - Φωτογραφία: NDP Photo Agency

Λίγο πριν φύγω από το σπίτι για να σπουδάσω υποκριτική, ο πατέρας μου μού είπε «Ωραία, κάντο αλλά από μένα δεν έχει τίποτα». Πήρα, λοιπόν, μια βαλίτσα κι έφυγα. Η μάνα μου έκλαιγε και χτυπιόταν, αλλά κατά βάθος δεν είχε μεγάλη αντίρρηση γι’αυτό που πήγαινα να κάνω γιατί την είχα πείσει με το πείσμα μου.

Πήγα στη Θεσσαλονίκη και με κάποια χρήματα που είχα μαζέψει από δουλειές του ποδαριού αυτοσυντηρήθηκα για 10 ημέρες -αν και θα μπορούσα να περάσω με αυτά δύο μήνες. Σπάταλος και αυτοκαταστροφικός από τότε. Ευτυχώς, εκείνο το διάστημα με φιλοξενούσαν στο σπίτι τους κάποιοι φίλοι μου.

Έδωσα, λοιπόν, εξετάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με τις δικές μου δυνάμεις. Χωρίς λεφτά, με μια βαλίτσα ρούχα. Δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να περάσω πάση θυσία, γιατί αν επέστρεφα πίσω, θα έπρεπε να γίνω αγρότης ή σιδεράς. Όταν πέρασα με επιτυχία τις εξετάσεις, άλλαξε όλη μου η ζωή.

Ηταν η μετάβαση από την "διεστραμμένη" και μη διαχειρίσιμη εφηβεία μου, στην απόλυτη ηρεμία. Βρήκα τον στόχο μου.

Η ύπαρξη είναι μια πικρή εμπειρία και ο μόνος τρόπος να παρηγορηθείς είναι να ζεις έντονα.

Όταν επέστρεψα στο σπίτι και είπα στον πατέρα μου ότι με πήραν στο Κρατικό Θέατρο, πείστηκε ότι τελικά κάτι μπορούσα να κάνω. Τον ρώτησα «Θα με σπουδάσεις;» και μου είπε «Εντάξει, αν και δεν συμφωνώ με αυτή την επιλογή σου, θα είμαι μαζί σου».

Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Αμέσως μετά την δραματική σχολή, και για 8 χρόνια, εγώ κι άλλοι ηθοποιοί δημιουργήσαμε τρεις διαδοχικούς θιάσους με δική μας παραγωγή. Όλα τα κάναμε μόνοι μας, χωρίς να πληρωνόμαστε.

Είχαμε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του θεάτρου, πιο αφαιρετικό: στον τρόπο που παίζαμε, στα σκηνικά, στα κοστούμια.

Στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε κοινό που μπορούσε εύκολα να δει τέτοια θεάματα και να τα υποστηρίξει. Μας έλεγαν «Γιατί παίζετε έτσι; Με ελάχιστα ρούχα και σκηνικά; Είστε φτωχοί…».

Παίζαμε με άδειες αίθουσες. Εγώ, όμως, αυτό το είδος θεάτρου ήθελα να κάνω.

Είμαι ήσυχος με αυτά που έχω κάνει κι αν τα άφηνα αύριο, πάλι ήσυχος θα ήμουν.

Στα 28 μου -και για δύο χρόνια- έκανα μια καθημερινή ραδιοφωνική εκπομπή με τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και εκεί απέκτησα μια πρώτη εμπειρία στο σατιρικό κείμενο.

Γνωρίζοντας τους μουσικούς στα μαγαζιά, μού δημιουργήθηκε η ανάγκη να κάνω κάτι εντελώς δικό μου, μια παράσταση σαν επιθεώρηση στην οποία θα είχα ευθύνη για όλα εγώ.

Ετσι προέκυψαν οι «Άγαμοι Θύται». Από μια παρέα μουσικών και τραγουδιστών –αρχικά, το θεατρικό κομμάτι το είχα εγώ. Παρόλο που βάπτισα το σχήμα έτσι, δεν υπήρξαν ποτέ βωμολοχίες. Τις απαγόρευα.

Το όνομα προήλθε από έναν ιδιόρρυθμο γιατρό με λογοπαικτική μανία που συναντούσα σε ένα στέκι, απέναντι από το Κρατικό Θέατρο όταν σπούδαζα. Το λογοπαίγνιό του καταγράφθηκε στη μνήμη μου κι όταν το 1990 έκανα το σχήμα, το αξιοποίησα.

Οι Άγαμοι Θύται ήταν πάντα ένα ακαθόριστο σχήμα, δεν υπάρχουν με την «κλειστή έννοια». Σχεδόν κάθε χρόνο, το καστ αλλάζει. Σταθερή είναι μόνο η ιδέα. Είναι ένα είδος μουσικού θεάτρου το οποίο έχει συγκεκριμένη ματιά, αισθητική και έναν κώδικα που διατηρείται. Αν και η αρχή τους δεν ήταν εύκολη, -παίζαμε με 30-40 άτομα-, στις αρχές του 1991 έγινε ένα ξαφνικό μπαμ και συνεχίζουμε με sold out παραστάσεις για πολλά χρόνια.

Οι Άγαμοι Θύται γίνονται 29 χρονών και σε αυτά τα χρόνια έχουμε κάνει 14 διαφορετικές παραγωγές.

Άγαμοι Θύται, Ιούνιος 2017/ Φωτογραφία: NDP Photo Agency
Άγαμοι Θύται, Ιούνιος 2017/ Φωτογραφία: NDP Photo Agency

Φέτος, πρωταγωνιστώ στους Ήρωες είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο. Με ενθουσίασε το κείμενο και ακόμα περισσότερο το καστ –Γιάννης Φέρτης, Δημήτρης Πιατάς.

Ευτυχής συγκυρία η συνεργασία μας με τον σκηνοθέτη μας, Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς.  
 

Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γιάννης Φέρτης, Δημήτρης Πιατάς στους "Ήρωες"
Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γιάννης Φέρτης, Δημήτρης Πιατάς στους "Ήρωες"

Πολλές φορές σκέφτηκα να τα παρατήσω, αλλά ποτέ στα σοβαρά. Είμαι ήσυχος με αυτά που έχω κάνει κι αν τα άφηνα αύριο, πάλι ήσυχος θα ήμουν. Σκέφτομαι ότι η ζωή θέλει απλώς να την ζεις και να την απολαμβάνεις. Ό,τι κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε με πάθος. Αν δεν τα βλέπεις έτσι τα πράγματα, η ζωή είναι σκληρή.

Η ύπαρξη είναι μια πικρή εμπειρία και ο μόνος τρόπος να παρηγορηθείς είναι να ζεις έντονα. Αν έχω κάνει κάποιες καλές επιλογές στη ζωή μου, αυτές αφορούν κυρίως ανθρώπους που ήταν για μένα πολύτιμοι. Υπήρξαν και κάποιοι που με απογοήτευσαν γιατί σε ψυχικό επίπεδο απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων.

Μόνο την ανημπόρια δεν θέλω. Περισσότερο φοβάμαι μια αναπηρία, παρά τον ίδιο τον θάνατο.

Πιστεύω στο Θεό και είμαι άνθρωπος που προσεύχεται. Μπορεί να μην έχω στενή σχέση με την Εκκλησία, αλλά πολιτιστικά έχω ιδιαίτερη σχέση με την Ορθοδοξία: με την μουσική της, με τις τελετές της. Η πίστη είναι κάτι διαφορετικό. Μ’αρέσει αυτό που έχει πει ο Γκαίτε στον «Φάουστ»: «Αλίμονο, μπορεί να είναι κάποιος τόσο ανόητος που να μην πιστεύει στο Θεό»; -και την ίδια στιγμή λέει-: «Aλίμονο μπορεί να είναι κάποιος τόσο ανόητος που να πιστεύει στο Θεό». Αυτή είναι η σχέση με το θείο. Μια διαρκής σύγκρουση.
 

Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Δημήτρης Μπάσης. Petrogazi, Ιανουάριος 2018/ Φωτογραφία: NDP Photo Agency
Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Δημήτρης Μπάσης. Petrogazi, Ιανουάριος 2018/ Φωτογραφία: NDP Photo Agency

Ο έρωτας έπαιξε στη ζωή μου ρόλο καταστροφικό και δημιουργικό. Είναι ανεξέλεγκτος, ακατανόητος και τόσο απαραίτητος για να ζεις.

Και η οικογένεια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου - την προφύλαξα από την δουλειά μου αλλά όχι από τον εαυτό μου. Ημουν αντιφατικός και ως πατέρας και ως οικογενειάρχης -και καλός και κακός. Από τη μία, είμαι τρυφερός και ψυχικά γενναιόδωρος, αλλά, από την άλλη, ένας άνθρωπος με πάθη και τρομερή αφοσίωση στη δουλειά του. Ηταν δύσκολες οι ισορροπίες.

Κάποτε ήμουν ένας άνθρωπος που δεν φοβόταν εύκολα. Δεν το έβαζα εύκολα κάτω. Τα τελευταία χρόνια έχω αποκτήσει πολλές φοβίες. Πριν από μια δεκαετία, άρχισα να φοβάμαι τις συγκρούσεις, να έχω κλειστοφοβία, αγοραφοβία. Να φοβάμαι για την υγεία των ανθρώπων μου. Δεν ξέρω τι δεν πήγε καλά. Ίσως να έφταιξε η κούραση. Για ένα μεγάλο διάστημα υπέφερα από αυτό.

Με τον θάνατο είμαι πια συμφιλιωμένος. Είναι και ένα είδος λύτρωσης. Μόνο την ανημπόρια δεν θέλω. Περισσότερο φοβάμαι μια αναπηρία, παρά τον ίδιο τον θάνατο.

Την υγεία μου προφύλαξε πολύ το ότι δεν έκανα δεύτερες σκέψεις. Δεν μπορώ να σκέφτομαι σε πολλά επίπεδα, γι'αυτό δεν θα μπορούσα να διοικήσω. Ευτυχώς, είμαι τρομερά τεμπέλης για να μπαίνω σε τέτοια διαδικασία. Την θεωρώ εξοντωτική.

 

**Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης πρωταγωνιστεί στην παράσταση "Ήρωες" που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου.

Μαζί του, ο Γιάννης Φέρτης και ο Δημήτρης Πιατάς. Την μετάφραση του έργου υπογράφει η Μαριάννα Τόλη και την σκηνοθεσία ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς.

Hμέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή: 18.00/ Σάββατο: 21:00

Τηλεοπτικά, πρωταγωνιστεί στη σειρά «Kάνε γονείς να δεις καλό» που προβάλλεται στον ΑΝΤ1.