Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης
Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης
ΜΠΕΤΥ ΛΙΒΑΝΟΥ

Μπέτυ Λιβανού: «Είδα για πρώτη φορά τον πατέρα μου στα δώδεκά μου χρόνια. Ήταν σοκαριστικό»


Η Μπέτυ Λιβανού είναι μια όμορφη γυναίκα, μια φιγούρα που πάει κι έρχεται στον κινηματογράφο και το θέατρο με έναν δικό της, προσωπικό τρόπο. Γεννήθηκε στον Κολωνό, ζει στην Παιανία. Είναι σαράντα χρόνια παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο κι έχουν δύο κόρες. Πάνω απ΄όλα όμως είναι καλά με τον εαυτό της. 

«Είναι δύσκολο να είσαι σαράντα χρόνια παντρεμένος. Γιατί εμείς οι άνθρωποι έχουμε και τις καλές και τις κακές μας πλευρές. Κι όταν αποφασίσεις να συνδέσεις την ζωή σου με έναν άνθρωπο αναρωτιέσαι αν αντέχεις ή όχι τα ελαττώματα του άλλου, γιατί τα προτερήματα πάντα τα αντέχεις. Νομίζω ότι οι άντρες είναι πιο δύσκολοι και θεωρώ τις γυναίκες πιο ήπιες στην συμπεριφορά τους. Εμείς έχουμε λίγο μεγαλύτερο μυστήριο, έναν ιδιαίτερο ψυχισμό. Ελισσόμαστε πιο πολύ. Αλλωστε τι είναι η ζωή; Ενα σλάλομ είναι.

Εζησα τα τελευταία χρόνια της δόξας του Φίνου και κάποιες από τις ταινίες που έκανα έχουν γίνει καλτ

Δεν ξέρω αν κάποιος καταλαβαίνει αρχίζοντας μια σχέση, ότι πρόκειται για σχέση ζωής, εγώ πάντως δεν το κατάλαβα. Δεν πίστευα καθόλου ότι θα πάει τόσο μακριά με τον Γιώργο. Το αντίθετο μάλιστα, πίστευα ότι θα ήταν πρόσκαιρο. Αλλά τράβηξε πολύ.

Πιστεύω σ΄ αυτούς τους ξαφνικούς έρωτες, όπως της ταινίας (σ.σ. «Ξαφνικός Ερωτας»), μιας ταινίας που ήταν σύγχρονη για την εποχή της. Ο έρωτας μπορεί να εμφανιστεί από το πουθενά και να σου ανατρέψει πολλά. Είναι ένα συναίσθημα εξαιρετικό, αναντικατάστατο που σε αναζωογονεί». 

«Ναι, μια μεγάλη σχέση εμπεριέχει έναν μεγάλο έρωτα. Οντως η καθημερινότητα σκοτώνει τον έρωτα. Ο έρωτας τελειώνει, έχει ημερομηνία λήξης. Μετά έρχονται όλα τα άλλα που κρατούν μια σχέση μέσα στον χρόνο.

Νομίζω ότι αυτό που μας ένωσε με τον Γιώργο ήταν το σινεμά. Οταν τον γνώρισα δεν είχε κάνει ακόμα ταινίες. Ηταν οπερατέρ, φωτογράφος σκέτος, εξαιρετικός βέβαια, με μεγάλο ταλέντο. 
Θυμάμαι, σε μια εκδρομή μας στην Πελοπόννησο μού διηγήθηκε μια ιστορία που ήθελε να κάνει με μεγάλους ανθρώπους και σκεφτόταν σαν χώρο την Αιδηψώ. Εμείς ήμασταν τότε στον Καϊάφα και του είπα γιατί να μην την κάνει εδώ. Ετσι έπεσε ο σπόρος της ταινίας (σ.σ. «Το ταξίδι του μέλιτος»), μιας ταινίας που ξεκινήσαμε να κάνουμε με ρομαντισμό, ως easy rider: Πουλήσαμε το αυτοκίνητό μας, ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχαμε, χωρίς παραγωγό, χωρίς κλεισμένη διανομή. Την κάναμε σε μια εποχή που το ελληνικό σινεμά είχε πεθάνει. Μετά το ΄73 που τελείωσε ο Φίνος, το ελληνικό σινεμά πέθανε. Η πρώτη ταινία που έγινε σ΄αυτή την νεκρή εποχή ήταν η δική μας, το 1978-1979. Νομίζω ότι είναι η ωραιότερη ταινία του Γιώργου. Κι αν δεν βρισκόταν ο Δαναός να την παίξει τότε μια εβδομάδα, θα είχε πάει χαμένη. Κάθε ταινία του Γιώργου ήταν για εμάς μια οικογενειακή περιπέτεια». 

Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης
Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης

«Εζησα τα τελευταία χρόνια της δόξας του Φίνου και κάποιες από τις ταινίες που έκανα έχουν γίνει καλτ. Ηταν τελείως απρόσμενο όλο αυτό για μένα. Δεν είχα επιλέξει να γίνω ηθοποιός, όπως λέω συχνά, αλλά νομίζω τελικά πως αυτό είναι σχηματικό. Γιατί από μικρό παιδί, από το δημοτικό, ασχολιόμουν με το θέατρο. Μάλλον δεν ήταν κάτι που οι άλλοι σκέφτηκαν για μένα -κάτι θα υπήρχε πάνω μου.

Από το τίποτα έγινα και πρωταγωνίστρια και γνωστή. Η αναγνωρισιμότητα ήρθε ακαριαία

Μεγάλωσα στον Κολωνό, στην Ακαδημία Πλάτωνος και από παιδί έπαιζα στο Πολιτιστικό Κέντρο της γειτονιάς μου, ένα Πολιτιστικό Κέντρο από εκείνα που δεν υπάρχουν ούτε σήμερα. Και τι δεν είχε... Θέατρο, βιβλιοθήκη, κουκλοθέατρο, πισίνα, μπάντα, κέντημα, τεράστια παιδική χαρά. Το είχε κάνει η Φρειδερίκη. Ηταν το σημείο αναφοράς για όλα τα παιδιά. Εγώ λοιπόν εκεί ήμουν πρωταγωνίστρια στις παραστάσεις του παιδικού θεάτρου, ασυνείδητα, για την απόλαυση. Ηταν μια συναρπαστική περιπέτεια της ζωής μου. Κι αυτό συνεχίστηκε πιο αραιά, στο Γυμνάσιο. 

Από την εφηβεία μου με κυνηγούσαν σκηνοθέτες να κάνω ταινίες, αλλά εγώ τους απέφευγα. Μέχρι που στα είκοσι ο Φίνος με φώναξε για πρωταγωνίστρια. Είχε δει μια διαφήμιση δική μου, για τσιγάρα, όπου έκανα παντομίμα, και του  άρεσε το πρόσωπό μου.  

Μου είχαν κολλήσει την ρετσινιά ότι είμαι πολύ όμορφη, αλλά στην αρχή δεν το είχα καταλάβει. Ωστόσο ανήκα στα κορίτσια που δεν είχαν θέμα με τα αγόρια... Αργότερα το συνειδητοποίησα». 

Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: Finos Film
Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: Finos Film

«“Η αμαρτία της ομορφιάς” είναι η πιο εμπορική ταινία που έκανα στον Φίνο και η πιο πολυπαιγμένη. Ακόμα αναφέρονται σ΄αυτή. Ηταν τελείως σουρεάλ, αν και βασιζόταν στο κλασικό σενάριο του σινεμά. Επεσε στα χέρια του Δαλιανίδη, ενός έμπειρου ανθρώπου που ήξερε πολύ καλά τι ήθελε και τι έπρεπε να κάνει. Γενικά έπεσα στο καλό κινηματογραφικό σχήμα. Ζούσα μια ονειρική εποχή. 

Από το τίποτα έγινα και πρωταγωνίστρια και γνωστή. Η αναγνωρισιμότητα ήρθε ακαριαία. Ηταν δύσκολο ειδικά για μένα που είμαι low profile. Eίχα πάθει αγοραφοβία. Δεν ήταν αυτό το κομμάτι της επιτυχίας που μου άρεσε. Μου άρεσε κυρίως το δημιουργικό. Χωρίς σπουδές, χωρίς σχολή, χωρίς να έχω προγραμματίσει την ζωή μου, βρέθηκα πρωταγωνίστρια του Φίνου. 

Από μαθήτρια δούλευα στην διαφήμιση. Δεν θυμάμαι πώς προέκυψε. Ηταν ένα γραφείο, του  Λαδά, που με καλούσε μια φορά τον μήνα περίπου για να κάνω μια διαφήμιση και για μένα ήταν πολύ καλά λεφτά τότε. Δούλευε και ο Κώστας Κουτσομύτης εκεί. Μετά το σχολείο έκανα για έναν χρόνο μόντελινγκ. Μόλις ξεκίνησα στον Φίνο, σταμάτησα. Δεν μου άρεσε ο χώρος. Είχε ίντριγκα. Εγώ δεν ήμουν καθόλου ανταγωνιστική, ούτε με τους ηθοποιούς ούτε με τις άλλες γυναίκες».  

Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης
Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης

«Πατέρα δεν είχα, είχε φύγει από πολύ νωρίς εκτός Ελλάδος. Τον είδα για πρώτη φορά στα δώδεκα. Σοκαρίστηκα. Οι γονείς μου χώρισαν αμέσως, ήμουν μωρό. Αργότερα ο πατέρας μου έκανε άλλη μία κόρη, την ετεροθαλή αδελφή μου, με την οποία έχουμε μια δυνατή σχέση. Μετά τα δώδεκα που τον πρωτοείδα, ερχόταν κάποια καλοκαίρια, αλλά ουσιαστικά γύρισε πολύ αργότερα, στα τελευταία του, για να πεθάνει στην Ελλάδα.  

Η πρώτη συνάντηση με τον πατέρα μου; Ηταν σοκαριστική. Είχα φτιάξει μύθους στο μυαλό μου και ξαφνικά τον είδα. Εκείνος ήταν πολύ ψύχραιμος. Ούτε στο τηλέφωνο μιλούσαμε. Του έστελνα γράμματα του ζητούσα να με πάρει μαζί του, αφήνοντας να τρέχουν τα δάκρυά μου πάνω στο χαρτί για να τον συγκινήσω... 

Η έλλειψή του ήταν ένα βάρος για μένα -πάντα. Η μητέρα μου δεν ξαναπαντρεύτηκε. Είχα όμως κι έναν μύθο στο κεφάλι μου. Οταν του ζήτησα να με πάρει στην Ελβετία, όπου ζούσε, και το δέχτηκε, άρχισα να βλέπω αλλιώς τα πράγματα. Η μαμά μου έπεσε να πεθάνει κι εγώ με την σειρά μου αναρωτιόμουν πού πάω... 

Οχι, δεν συνδέθηκα ποτέ με τον πατέρα μου, δεν τον βρήκα. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, που είχα πάει στο εξοχικό του στην Κινέττα, τον κοίταζα με το σορτσάκι του και ξαφνικά πρόσεξα ότι είχαμε τα ίδια πόδια, τα ίδια δάχτυλα, τα ίδια νύχια και είπα μέσα μου “Ιδιοι είμαστε αλλά εγώ δεν τον ξέρω”... Δεν είχαμε επαφή κι ας ήμασταν από το ίδιο κύτταρο. Αλλά ούτε κακία του κράτησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλα αυτά τα βιωματικά προβλήματα, τα έλυσα μόνη μου με πολύ καλό τρόπο. Δεν άφησα να μου καθορίσουν την ζωή. Ο,τι έγινε έγινε. Πάμε παρακάτω». 

H Μπέτυ Λιβανού με τον σύζυγο και την κόρη της. Φωτογραφία: NDP
H Μπέτυ Λιβανού με τον σύζυγο και την κόρη της. Φωτογραφία: NDP

«Με την μητέρα μου ήμουν πολύ συνδεδεμένη. Είχαμε μικρή διαφορά, με έκανε στα 19 της. Ολο αυτά συνέβησαν στα νιάτα τους -εκείνη 19 εκείνος 21. Παντρεύτηκαν γιατί έμεινε έγκυος.

Εγώ, άργησα να κάνω παιδιά. Οταν μείναμε μαζί με τον Γιώργο, ήρθαν και τα παιδιά του στο σπίτι και γίναμε οικογένεια, χωρίς να το έχουμε προαποφασίσει. Μόλις μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι τα παιδιά του, έμεινα έγκυος. Δεν ξέρω γιατί -μάλλον δεν ήταν τυχαίο.

Ημουν σε ένα από τα δύο μεγάλα “συστήματα” της τότε τηλεόρασης, του Νίκου Μαστοράκη. Το άλλο ήταν ο Φρέντυ Γερμανός

Στο θέατρο σταμάτησα να δουλεύω το 2007 και επέστρεψα το 2017. Δεν ξέρω γιατί. Προτάσεις είχα. Μπορεί να μην το ήθελα πολύ τότε, αλλά τώρα αν κάτι αγαπώ λίγο παραπάνω είναι το θέατρο. Ωστόσο μέσα στην δεκαετία της απουσίας μου, έφτιαξα μια θεατρική ομάδα στην Παιανία. Κάναμε τρεις παραστάσεις, μία κάθε δύο χρόνια, με φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Μας ενδιέφερε η προετοιμασία, η διαδρομή, αλλά είχαμε κι ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα

Η επιμονή του Αλέξανδρου Ρήγα να παίξω στην “Ωραία μου Κυρία” ήταν αυτή που με έπεισε να γυρίσω στο θέατρο, το ΄17. Κι έτσι επέστρεψα στο θέατρο -ευτυχώς. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, που ο κόσμος, παρά την απουσία μου, με υποδέχτηκε τόσο ζεστά. Νομίζω ότι είμαι η μόνη ηθοποιός που μπορώ να μπαίνω και να βγαίνω στον χώρο, με τόσο μεγάλα κενά».

«Τηλεόραση έκανα κυρίως την δεκαετία του ΄70 -κι αυτό είναι καλτ. Εκ των υστέρων λέω ότι τότε ήταν να σαν έχω μπει μέσα σε έναν τροχό που γυρίζει με φοβερή ταχύτητα και δεν προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις τι σου συμβαίνει. Ετσι το βίωνα. Ερχόταν το ένα μετά το άλλο. Ημουν σε ένα από τα δύο μεγάλα “συστήματα” της τότε τηλεόρασης, του Νίκου Μαστοράκη. Το άλλο ήταν ο Φρέντυ Γερμανός. 

 

 

Ο κόσμος με γνώρισε μέσα από τις εκπομπές του, στην ΥΕΝΕΔ. Μια μέρα με πήρε μαζί του ο Νίκος σε μια παιδική που έκανε. Εκατσα εκεί με τα παιδιά και έπαιζα. Με το που βγήκα έξω, συνειδητοποίησα την δύναμη του μέσου. Μετά έκανα το Κάντιντ Κάμερα. Η αναγνωρισιμότητα ήρθε απότομα, ακαριαία -και μου άρεσε και δεν μου άρεσε. Ηταν πολύ όλο αυτό για μένα. 

Δεν ξέρω πως μεγαλώνουν οι ωραίες γυναίκες. Εγώ πάντως δεν μεγαλώνω δύσκολα

Με τον Νίκο Μαστοράκη ήμασταν τρία χρόνια μαζί. Ηταν μια πολύ δυνατή σχέση που δεν τέλειωσε ποτέ -τον έχω στο μυαλό μου, κι εκείνος το ίδιο. Νοιάζεται, νοιάζομαι, μιλάμε, επικοινωνούμε. Εχει μείνει μια πολύ τρυφερή σχέση. Κι αυτό είναι που με χαρακτηρίζει σε όλες μου τις σχέσεις. Δεν έχω χάσει κανέναν άνθρωπο. Τους έχω όλους τριγύρω. Μ΄αρέσει αυτό. Δένομαι με τους ανθρώπους. 

Σαν μητέρα, από ό,τι λένε οι κόρες μου, είμαι πολύ διακριτική αλλά τα ξέρω και όλα. Περάσαμε κι εμείς τα λούκια μας, τις δυσκολίες μας, αλλά ευτυχώς βγήκαμε αλώβητες. Η μία είναι 33 και η άλλη 29». 

Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης
Η Μπέτυ Λιβανού. Φωτογραφία: BOVARY/Πάνος Μάλλιαρης

«Δεν ξέρω πώς μεγαλώνουν οι ωραίες γυναίκες. Εγώ πάντως δεν μεγαλώνω δύσκολα. Είμαι συμφιλιωμένη με τον χρόνο, με τον θάνατο, με την φθορά. Δεν προσπαθώ να σταματήσω τίποτα. Κάνω πράγματα πολύ φυσιολογικά, όχι υπερβολές, δεν μου αρέσουν. Αισθάνομαι καλά. 

Ζω στην Παιανία εδώ και τριάντα χρόνια, πριν ήμασταν στην Αίγινα. Λείπω πολλά χρόνια από την Αθήνα. Ωστόσο η καθημερινότητά μου δεν είναι εκτός, κάνω πολλές διαδρομές, αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω στην πόλη. 

Οχι, δεν μου λείπει το σινεμά. Μπορεί να μην μου λείπει τίποτα. Παίρνω τα πράγματα πολύ ρεαλιστικά κι έχω πολλά ενδιαφέροντα». 

Η «Βασίλισσα» και ο Σαίξπηρ

«Είναι δύσκολος ο ρόλος της Βασίλισσας Ελισάβετ, γιατί δεν έχεις βιώματα. Με  έχει προβληματίσει αυτό το τόσο δα πραγματάκι που κάνω. Νοιώθω ότι ο θεατής δεν μπορεί να ταυτιστεί. Δεν παίζω την Βασίλισσα Ελισάβετ, όπως την έχουν κάνει σε άλλες ταινίες. Κάνω την Ελισάβετ αυτού του συγκεκριμένου έργου». 

*Η Μπέτυ Λιβανού παίζει στον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ». Σκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας. Με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και την Ελλη Τρίγγου. Στο «Θέατρον» Ελληνικού Κόσμου, ως 14/4. Από 1η Μαϊου, στην Θεσσαλονίκη.