Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
ΑΛΕΚΟΣ ΣΥΣΣΟΒΙΤΗΣ

Αλέκος Συσσοβίτης: «Είμαι σαν τον καιρό, από την άπνοια και την ζέστη, στην αντάρα»


Ο Αλέκος Συσσοβίτης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Πριν γίνει ηθοποιός δούλεψε στην οικοδομή, για μια δεκαετία ήταν μπάρμαν και dj, έγινε μοντέλο. Σήμερα ζει στην Αθήνα, οδηγεί μηχανή, έχει μια θεατρική-μουσική σκηνή, το Faust, και είναι 55 χρόνων. 

«Κρατάω αμφίσημα και αντιφατικά πράγματα από τα παιδικά μου χρόνια, κι αυτά είναι που πλάθουν τον χαρακτήρα μας. Κρατάω μια Θεσσαλονίκη πολύ ρομαντική και σκληρή και παράλληλα μια φτωχή και λαϊκή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν σοβατζής και η μητέρα μου ράφτρα. Υπήρχε οικονομική πίεση αλλά και μια μεγάλη αγάπη, στοργή, φροντίδα, έγνοια. Η καταγωγή της μάνας μου ήταν ποντιακή και το οικογενειακό μας πλαίσιο περιελάμβανε έναν ευρύτερο κύκλο, μπορεί και ογδόντα άτομα. Εγώ έχω μια αδελφή, και δύο ανήψια, 26 και 22 –εκείνη έμεινε στην Θεσσαλονίκη όπου γεννηθήκαμε. Εμένα με πήρε η κατηφόρα. 

Πιστεύω ακράδαντα στην εξωτερική εμφάνιση. Η ομορφιά έλκει

Θυμάμαι χαρές σε αλάνες και παιχνίδια, κάπως λούφα στο σχολείο, ήμουν μέτριος μαθητής. Αλλά είχα μια τάση, μια δίψα για το καινούργιο. Είτε στην παραλία στο Θερμαϊκό είτε στην γειτονιά την δική μας είτε με ποιον θα μιλήσω, τι θα πάρω, τι θα δώσω. Και γονιδιακά και μαθαίνοντας από τους γονείς σου, μιμείσαι έναν τρόπο ζωής. Η μητέρα μου ήταν εξωστρεφής και κοινωνική. Και φαίνεται ότι πάτησα σ΄αυτό και αυτό με έκανε να μην δειλιάζω, να συνυπάρχω με τον φόβο μου και να τολμώ πράγματα. Η μάνα μου έλεγε ότι μπορεί να πάει στην Κίνα, να ζήσει και να συνεννοηθεί με τους Κινέζους, χωρίς να ξέρει την γλώσσα. Μεγάλωσε ορφανή και ό,τι έκανε, το έκανε μόνη της. Είχε έναν τσαμπουκά που δεν σταματούσε πουθενά. Ο πατέρας μου ήταν πιο εσωστρεφής, διαφορετικός. Η μάνα μου έσπαγε τον τοίχο κι αυτή η τόλμη της μου ήταν ζηλευτή».

«Πιστεύω ακράδαντα στην εξωτερική εμφάνιση. Η ομορφιά έλκει. Αλλους τους κάνει πιο αμυντικούς. Εγώ χρησιμοποιούσα το παρουσιαστικό μου, ήξερα ότι με κοιτάνε. Εχουμε ανάγκη την κοινωνική αποδοχή, είτε από ναρκισισμό είτε από προσωπική ανασφάλεια και ανάγκη επιβεβαίωσης. Οπότε η εμφάνισή μου ήταν ένα όπλο.

Η μητέρα μου ήταν ένας πολύ αντιφατικός άνθρωπος. Μπορεί να έβλεπες μια αγία και την άλλη στιγμή έναν διάβολο

Στον πυρήνα μου ήμουν ένα καλό παιδί. Δεν ήμουν κωλόπαιδο. Ημουν από τους ψημένους της παρέας. Αλλά δεν έχω εχθρούς, δεν πλήγωσα κάποιους τόσο ώστε να μου το κρατάνε. Και με τα κορίτσια το ίδιο: Εχω μια βλακώδη ειλικρίνεια που δηλώνω τι είμαι, πολυγαμικός, μονογαμικός. Σίγουρα πλήγωσα όπως έχω πληγωθεί, αλλά όχι παραπάνω. Δεν τυράννησα ψυχές. Δεν ήμουν τόσο ανασφαλής. Η τυραννική πρόθεση πηγάζει από μια βαθύτατη ανασφάλεια».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Γιατί μου πάνε οι ρόλοι του κακού; Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και λόγω του παρουσιαστικού, επειδή έχω μια ισχυρή φυσιογνωμία. Η μητέρα μου ήταν ένας πολύ αντιφατικός άνθρωπος. Μπορεί να έβλεπες μια αγία και την άλλη στιγμή έναν διάβολο. Είχε μια ψυχοπάθεια που φλέρταρε με την μανιοκατάθλιψη κι αυτή η διπολικότητα της δημιουργούσε αντιφατικές συμπεριφορές. Οσο και να μας αγαπούσε αυτό το χαρακτηριστικό της είχε ένα ισχυρό αντίκτυπο στην ψυχολογία μας. Οπότε, όταν πλάθαμε χαρακτήρα εκείνη την εποχή, επηρεαστήκαμε από αυτή την συμπεριφορά, άγρια και πέραν των ορίων. Ετσι όταν έρχεται η στιγμή να υποστηρίξεις έναν ρόλο που περνάει τα όρια, έχεις τη μνήμη μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Και μερικές φορές ομολογώ ότι το αναπαράγω. Δεν είναι δικό μου, το είχα δει, με χαρακτήρισε, με πόνο, γιατί ήμουν παιδί. Κι όλη αυτή η συμπεριφορά της μητέρας μου τελείωσε με τον θάνατό της. Από την μια τής είχα μια παθολογική αγάπη και από την άλλη μια απόσταση, γιατί δεν μπορούσα να σηκώσω αυτό το φορτίο. 

Κι έτσι στους ρόλους σπάω το φράγμα της κόσμιας συμπεριφοράς. Γιατί; Γιατι καταλαβαίνω την παθολογία ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, όχι από επιλογή αλλά από κατασκευή. Εβλεπα μια γαζέλα να μεταμορφώνεται σε λιοντάρι σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ηταν σοκαριστικό. Μερικές φορές αφήνω τον εαυτό μου στον ρόλο να κάνει το ίδιο». 

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Μιλούσα πολύ με την μάνα μου και μερικές φορές έκανα περισσότερη δουλειά από αυτή που έκαναν οι γιατροί, που ήταν σε ημερήσια διάταξη. Ημουν το αποκούμπι της. Είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση, μια σχέση που δεν θα ξαναζήσω ποτέ και μέσα από αυτή έμαθα τον εαυτό μου. 
Το ζητούμενο στην υποκριτική είναι να έχεις ισχυρή φαντασία, να μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου και να βλέπεις τι είναι αυτό που τον ταλανίζει. Συμβαίνει να μου βγει η βιαιότητα όπως θα βγει κι η γαλήνη, η ταραχή, ή τα έντονα αισθήματα. Αμα καταπιεστούμε, αλλάζουμε συμπεριφορά. 
Τα βιώματα της παιδικής και εφηβικής μου ζωής με οδήγησαν να θέλω να εκφραστώ. Από τα δεκατρία μου με πήρε ο πατέρας μου στην οικοδομή. Δύσκολη εμπειρία αλλά έμαθα να χαράζω δρόμους. 

Το μόντελινγκ με βρήκε. Σχεδόν τίποτα δεν έχω ψάξει να βρω, όλα έρχονταν και με βρίσκανε. Μια δεκαετία έζησα ως μπάρμαν, σερβιτόρος, dj στα μαγαζιά, στη Μύκονο, στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη -ανέπτυξα μια έντονη κοινωνικότητα. Στην αρχή δίσταζα, αλλά μετά μου έκανε μεγάλο καλό. Αυτή η εξωστρέφεια μαζί με το show που δίνει ένας άνθρωπος σ΄αυτές τις δουλειές, με έκανε να καταλάβω ότι έπαιζα ένα παιχνίδι. Ημουν ωραίο παιδί, βγάζαμε φωτογραφίες με τους φίλους μου, τις τυπώναμε κι έτσι αρχίσαμε να μπαίνουμε στη μαγεία του κινηματογράφου. Μετά ήρθαν οι ταινίες. Φλέρταρα με την σκηνοθεσία». 

Φωτογραφία: NDP
Φωτογραφία: NDP

«Οι φίλοι μου ήταν όλοι ποιητές, μουσικοί, ζωγράφοι, αν και παιδιά λαϊκά, από την Τούμπα, ΠΑΟΚτζήδες, μιλάγαμε σχεδόν ποιητικά. Επαιζα λίγο ποδόσφαιρο, μετά με πήγε η μητέρα μου στο μπάσκετ, στον Νέστορα. Πίσω από το γήπεδο υπήρχε μια εκκλησία. Επαιζα μπάσκετ αλλά ήμουν και στην χορωδία της εκκλησίας. Και στα δύο πιέστηκα, αλλά το μπάσκετ το αγάπησα. Μου έρχονται στο νου αυτά τα βιώματα, μια ανεξήγητη μυσταγωγία, σαν να έψαχνε τον χώρο της μια ποιητικότητα. 

Στην “Ελεύθερη Κατάδυση” γνώρισα και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ισχυρός έρωτας, ναι, κεραυνοβόλος

Δούλευα στην Βεγγέρα στην Μύκονο και ένας φίλος μου στυλίστας, ο Αγγελος Δρούλιας -δεν ζει πια, μου σύστησε τον Τιερί Μυγκλέρ. Αποκτήσαμε μια καλή σχέση και μου πρότεινε να πάω στο Παρίσι για ένα show που θα έκανε. “Θα σε βγάλω μαζί με μια σταρ”, μου είπε. Σ΄εκείνη την επίδειξη, το ΄91, ήταν σταρ του Χόλυγουντ, μοντέλα, πορνοστάρ. Με καλεί λοιπόν στον χώρο του και βλέπω την Νταϊάνα Ρός... “Alekos, this is Diana”, “Daina, this is Alekos”. Της έκανα μια βαθειά υπόκλιση, ελισαβετιανή... Της άρεσε. Ολο αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Οταν το άκουσαν στην Ελλάδα, έγινε χαμός. Δούλεψα δύο χρόνια στον χώρο, έκανα κάστινγκ, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι, μου έλεγαν όλοι ότι πρέπει να κάνω σινεμά, ότι έχω κινηματογραφική φάτσα. Mετά  άφησα το μόντελιγνκ. 

Eνα βράδυ, σε ένα μπαρ, με βρίσκει ο Ακης ο Γαζής -ασχολείται με το κάστινγκ, που τότε είχε αναλάβει μια ταινία του Πανουσόπουλου. “Ψάχνουμε κάποιον μη ηθοποιό, και είσαι εσύ..”. Μετά από λίγο καιρό, ενώ είμαι στη Μύκονο, το λέω σε έναν φίλο μου, ο οποίος μόλις κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, μου λέει “μπες στο πλοίο τώρα”. Ετσι κάναμε την “Ελεύθερη Κατάδυση”, μια ταινία που το ΄95 έφερε πολύ κόσμο μέσα στις αίθουσες, κάτι που είχε να συμβεί χρόνια».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Εκεί με είδε ο Γιάννης ο Χουβαρδάς και μου πρότεινε να κάνω θέατρο. Φοβόμουν, δεν το είχα σπουδάσει. Το δοκίμασα. Αυτό ήταν. Του το χρωστάω. 
Η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας. Το τι πορεία τράβηξα, το οφείλω στον χαρακτήρα μου. Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι το 90% της επιτυχίας είναι η δουλειά, όχι το ταλέντο. 

Στην “Ελεύθερη Κατάδυση” γνώρισα και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ισχυρός έρωτας, ναι, κεραυνοβόλος. Δεν κράτησε πολύ, ούτε δύο  χρόνια, αλλά ήταν έντονο. Μετά η σχέση μας έγινε αγαπησιάρικη. Η Καρυοφυλλιά είναι σπάνιος άνθρωπος. 
Μετά τον Χουβαρδά, το ένα έφερνε το άλλο. Οι προτάσεις από την τηλεόραση, την χρυσή περίοδο, έπεφταν βροχή κι εμένα με είχε πιάσει ένας στρουθοκαμιλισμός ότι πρέπει να κάνω μόνο καλά πράγματα. Αυτοδίδακτος, αλεξιπτωτιστής στον χώρο, πρώην μοντέλο, αυτό ήμουν. Προσπαθούσα να επιλέγω και να βρίσκομαι με ανθρώπους που είχαν να μου διδάξουν πράγματα.

Καταλαβαίνω ότι το παρουσιαστικό μου είναι πολύ χαρακτηριστικό για κάποιους ρόλους. Εχω πολύ έντονα μάτια, μια αρρενωπότητα -περνώντας τα χρόνια την συντηρώ με άσκηση, γυμναστική, και μαζί με το γεγονός ότι έχω ωριμάσει αρκετά, προστίθεται κι ένα ειδικό βάρος σ΄αυτούς τους χαρακτήρες. Προσπαθώ να βρω στους “κακούς” την καλή τους πτυχή, με ιντριγκάρει. Το κωλόπαιδο που έπαιζα στον “Πρίγκιπα της φωτιάς” έγινε συμπαθές, μου το έλεγαν κυρίες στον δρόμο. Ζητούμενο είναι να βρεις το δίκιο του άλλου». 

«Στην σειρά, πληρωθήκαμε τον πρώτο κύκλο αλλά όχι τον δεύτερο και κόπηκε, για πάντα. Κρίμα. Ηταν μια ολοκληρωμένη δουλειά του Γιώργου Κυρίτση με εξαιρετικό κάστινγκ. Προς το παρόν περιμένουμε. Είχα δύο προτάσεις από τον Αντέννα φέτος και πήγα στο Οpen κατ΄επιλογή. Εχασα χρήματα, προβολή, κέρδισα όμως -καλλιτεχνικά ήταν πιο ενδιαφέρον. Δεν νοιώθω αδικημένος αλλά τουλάχιστον να μας πληρώσουν και θα τα απαιτήσουμε την κατάλληλη στιγμή. Εύχομαι το κανάλι να μην δείξει το κακό του πρόσωπο από την πρώτη χρονιά. 
Την δημοσιότητα την απήλαυσα και την απολαμβάνω. Στο θέατρο δεν πληρωνόμαστε, η αμοιβή μας είναι ψυχική. Γεμίσε η ψυχούλα μου από τα ευχαριστώ του κόσμου. Από πλευράς επιτυχίας το “Είσαι το ταίρι μου” ήταν μια κορυφαία στιγμή, με όλα τα εχέγγυα για να καταγράψει τι σημαίνει κωμωδία. Από ουσίας αγάπησα τον ρόλο του Παντιά στην “Αίθουσα του θρόνου”, ήταν βαθύτερος. 

Η οικονομική κρίση με οδήγησε να ανοίξω το Faust, μια θεατρική-μουσική σκηνή, το 2011. Tην  εβδομάδα που όλοι έβγαζαν τα λεφτά τους έξω, εμείς υπογράφαμε μαζί με τον Αλέκο Πετράκη και τον Αντώνη Περιστεράκο, με τον οποίο συνεχίζουμε ακόμα. Βάλαμε τα χρήματά μας, δανειστήκαμε και ο καθένας ασχολήθηκε αυτό που ήξερε καλύτερα. Ρισκάραμε, αλλά το πιστεύαμε και δικαιωθήκαμε από τον πρώτο μήνα. Πρωτοτυπήσαμε και στην περιοχή, στην Αγία Ειρήνη. Φέτος δεν κάναμε δικές μας δουλειές, φιλοξενήσαμε ομάδες».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Είμαι μοναχικός χαρακτήρας, αλλά ζω ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Κάποια στιγμή μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να κάνω οικογένεια, αλλά δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να μπορέσω να το πράξω. Ο φόβος της δέσμευσης δεν με άφησε να προχωρήσω. Ημουν σε μια επταετή σχέση -προς το τέλος ήθελα παιδί. Μέχρι στιγμής είναι η μόνη γυναίκα που μου γέννησε αυτή την ανάγκη. Δεν το αποκλείω όμως από εδώ, αλλά φανατικός του γάμου δεν είμαι. Είμαι των σπανίων ερώτων. Εχω ερωτευθεί δύο-τρεις φορές στην ζωή μου. 

Τώρα τελευταία αρχίζει και με απασχολεί το θέμα του χρόνου, ίσως γιατί με το πολύ τρέξιμο και την κούραση βλέπω ότι οι αντοχές μου μειώνονται. Οχι όμως ο χρόνος αυτός καθεαυτός. Κάποια στιγμή στην Αφρική, είχα ακούσει, ότι ο χρόνος δεν φεύγει από εμάς, έρχεται σε εμάς. Ισως γιατί εκεί πιστεύουν σε κάτι μεταφυσικό. Δεν ξέρω αν έχω πίστη, είμαι αντίθετος στα θρησκευτικά μοντέλα. Αυτό που ξέρω είναι ότι με γοητεύει το άγνωστο και ότι δεν θέλω να τα ξέρω όλα. 

Η ευτυχία με επισκέπτεται, όπως με επισκέπτεται και η δυστυχία. Πάντα ήμουν και είμαι αισιόδοξος, αλλά ξέρω ότι και το πολύ φως σε τυφλώνει. Είμαι γαλήνιος αλλά αποδέχομαι και τις όποιες ταραχές. Είμαι σαν τον καιρό, από την άπνοια και την ζέστη, στην αντάρα. Αφήνω τον εαυτό μου πλέον. Παλιότερα έκανα λιγότερα σχέδια, τώρα κάνω κάνω πιο πολλά. Το δικαίωμα στο όνειρο υπάρχει πάντα, κάποια θα βγουν, κάποια όχι....».