Μαθήτρια του Ιησού ή γυναίκα του; Πόρνη, αγία, ή «Πρωταπόστολος»; Ήταν παρούσα στην Ανάσταση. Μετά χάθηκε. Και άφησε ιερείς, ποιητές, ζωγράφους και τον Dan Brown να πουν την ιστορία της.
Ήταν μαζί Του ως το τέλος και μετά απ’αυτό. Ήταν εκεί, δίπλα στη Μαρία, τη μητέρα Του, όσο ο Χριστός περνούσε ώρες αγωνίας στο σταυρό.
Ήταν μαζί Του, όταν Εκείνος ψιθύρισε «Τετέλεσται» και ξεψύχησε και «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη». Και αργότερα, όταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κατέβασε το Σώμα Του από το Σταυρό και το τύλιξε με λινό σεντόνι και το ενταφίασε, ήταν πάλι εκεί και «εθεώρουν που τίθεται». Κι όταν πέρασε το Σάββατο, πήγε πάλι στο μνημείο πρωί, «σκοτίας έτι ούσης». Το βρίσκει κενό. «Επήραν τον Κύριο από το μνημείον και δεν ηξεύρομεν πού το έβαλαν», τρέχει και λέει στον Πέτρο. Οι μαθητές πηγαίνουν και έρχονται, εξετάζουν τον τάφο και επιστρέφουν στα καταλύματά τους. Εκείνη στέκει δίπλα στο μνημείο και κλαίει. Ακούει τότε πίσω της μια φωνή «Γυναίκα διατί κλαίεις; Ποίον ζητείς». Στρέφει και μην αναγνωρίζοντας τον Ιησού (νομίζει μάλιστα πως είναι ο κηπουρός) τον παρακαλάει: «Κύριε εάν τον επήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω από τον κήπον σου και θα τον τοποθετήσω εις άλλο τάφο». Τότε, με τον γνωστό σε κείνη τόνο της φωνής του, ο Ιησούς λέει «Μαρία». «Ραββουνί!» (δάσκαλε) αναφωνεί και τρέχει χαρούμενη να του φιλήσει τα πόδια. «Μη με αγγίζεις» της απαντά ο Ιησούς «διότι δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου».
Η Μαρία η Μαγδαληνή επιστρέφει και αναγγέλλει απλά στους μαθητές ότι «εώρακε τον Κύριον».
Αυτή είναι η ιστορία της Ανάστασης, σύμφωνα με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Με τις ίδιες τρεις λέξεις που αρχίζει η ιστορία του χριστιανισμού τελειώνει εκείνη της Μαγδαληνής.