Ήταν το «φαινόμενο», ο «θρύλος», «Ο Βασιλιάς του rock ‘n roll» -όταν τραγουδούσε, έστελνε όλες τις γυναίκες στην Κόλαση. Για μια απ’αυτές, ένα Πάσχα μαζί του ήταν ο Παράδεισος.
To 1957, ήταν μια χρονιά-σταθμός για την καριέρα του Εlvis Presley -η χρονιά που γνώρισε τον Tom Parker, τον διαβόητο «συνταγματάρχη» και η καριέρα του απογειώθηκε. Ο Parker εξαγόρασε το συμβόλαιό του με την Sun Studios και φρόντισε για την μετεγγραφή του στην RCA Records. Του έκλεισε μια σειρά από τηλεοπτικές εμφανίσεις και συμμετοχές σε ταινίες -ρόλους που μεταμόρφωσαν τον αντισυμβατικό, επαναστάτη rocker, σε διασκεδαστή για όλη την οικογένεια. Μόνο που o Elvis, δεν γελούσε.
Το 1957, την εποχή που γύριζε τη δεύτερη ταινία του, το «Loving You», ο «Βασιλιάς» άρχισε να βγαίνει μια νεαρή, άσημη ηθοποιό από το καστ, την Yvonne Lime. Έναν μήνα μετά το τέλος των γυρισμάτων, η Yvonne πέρασε μαζί με τον Elvis το Σαββατοκύριακο του Πάσχα, στο πατρικό του, στην Audubon Drive, στο Μέμφις. Κατέγραψε τις εντυπώσεις της σε ένα μικρό ημερολόγιο. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, το περιοδικό «Modern Screen» ανέλαβε να τις δημοσιεύσει. Ο τίτλος του κειμένου ήταν «Μy weekend with Elvis».
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 3:00 π.μ
«Και να ΄μια λοιπόν εδώ, σε ένα αεροπλάνο -πετάω στο Μέμφις για να περάσω ένα Σαββατοκύριακο με τον Elvis, στο σπίτι του. Δεν μπορώ να το πιστέψω! Πετάω από τη χαρά μου. Πού να φανταστώ την ημέρα που τον γνώρισα πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο; Γνωριστήκαμε στο πλατό της Paramount, στα γυρίσματα του «Loving You». Στη μέση της σκηνής μου, ο ίδιος ο Elvis έκανε την εμφάνισή του στο πλατό και με παρακολουθούσε. Ένιωθα να τρέμω από νευρικότητα. Όταν τελειώσαμε, με πλησίασε και μου είπε «Γειά σου, είμαι o Elvis Presley» -σαν να μην το ‘ξερα. (…). Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό πως εκείνη η μέρα που άρχισε σε ένα πλατό θα τελείωνε σε αυτό το αεροπλάνο -ιδίως από τότε που ο Elvis έφυγε το Hollywood. Κανα δυό φίλες μου προσπάθησαν να με πείσουν να μην πάω. Έλεγαν πως είναι επιπόλαιος, πως αν πήγαινα θα γινόμουν άλλο ένα από τα -πολλά- κορίτσια στη ζωή του. Αλλά πώς να τους εξηγήσω, πώς να περιγράψω τον τόνο της φωνής του σε εκείνα τα βραδινά υπεραστικά τηλεφωνήματα, όταν με έπαιρνε, τη μία νύχτα μετά την άλλη και με παρακαλούσε: «Honey, μου λείπεις τόσο πολύ. Σε παρακαλώ, παράτα το Hollywood και έλα». Πώς να δώσω σε οποιονδήποτε να καταλάβει πόσο ειλικρινής και μόνος ακουγόταν; Όλοι τον έχουν στο μυαλό τους, σαν τον μεγάλο και τρανό Elvis Presley, όχι σαν το ζεστό, γλυκό αγόρι που μου λέει πως νοιάζεται για μένα, και στέλνει πεταλούδες στο στομάχι μου. Σε λίγες ώρες θα είμαστε μαζί. Πώς θα είναι άραγε, πώς θα μου φερθεί; Κι αν αποδειχτεί πως οι φίλες μου, τελικά, είχαν δίκιο;»