Ο Τζεφιρέλι υποστήριζε πάντα πως ο Ωνάσης ήταν υπεύθυνος για την κατάρρευση της Κάλλας, την παραίτηση, την θλιβερή απομόνωση και, εν τέλει, για το θάνατό της, που τον περιέγραφε ως «αργή ευθανασία» -αμφεταμίνες το πρωί, υπνωτικά χάπια το βράδυ, για τις αϋπνίες που την ταλαιπωρούσαν. «Στο τέλος, δεν είχε πια τον Ωνάση, δεν είχε ούτε τη φωνή της -το όπλο με το οποίο θα μπορούσε να δώσει τη μάχη της. Ένιωθε πως δεν άξιζε πια να ζει….».
Η μοίρα, εν τέλει, συνέδεσε τον Φράνκο Τζεφιρέλι με την Μαρία Κάλλας με έναν παράξενο, συγκινητικό, οριστικό, τρόπο: εκείνος υπέγραψε το οπερατικό φινάλε της, στις 5 Ιουλίου του 1965. Ακόμα μια «Τόσκα» στο Κόβεντ Γκάρντεν -ένα φιλανθρωπικό γκαλά, παρουσία της Βασίλισσας Ελισσάβετ (σ.σ. Η Κάλλας έπρεπε να δώσει τέσσερις παραστάσεις, τελικά, όμως, έδωσε μόνο μία, επικαλούμενη λόγους υγείας. Το κοινό, αν και επιφυλακτικό μαζί της στην αρχή, την αντάμειψε, στο τέλος με ένα βροντερό χειροκρότημα και 15 αυλαίες, η δε κριτική επαίνεσε τη «σπάνια ερμηνευτική της δεινότητα», στην σκηνή όπου η Τόσκα αυτοκτονεί…). Και η Μαρία -αν και δεν το έμαθε ποτέ- ήταν η ηρωίδα της τελευταίας του ταινίας. Στο «Κάλλας για πάντα», σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι (και σενάριο του ίδιου και του Μάρτιν Σέρμαν), που βγήκε στα σινεμά το 2002, η πρωταγωνίστρια, Φανί Αρντάν, υποδυόταν τη ντίβα στα χρόνια της παρακμής της. Τότε που, κλεισμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, στη λεωφόρο Ζορζ Μαντέλ, ξενυχτούσε ακούγοντας τους δίσκους της, αναπολώντας και βουλιάζοντας στο θάμβος μιας περασμένης δόξας, όσο περίμενε τα υπνωτικά χάπια να δράσουν.
Η ταινία, δεν ήταν καλή. Αλλά ο Τζεφιρέλι, επέμενε να την γυρίσει. Υπήρχε λόγος -έτσι έλεγε.
«Η φωνή της Κάλλας θα ταξιδέψει μέσα στους αιώνες. Σε τρείς, τέσσερις, πέντε αιώνες, θα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θα την ακούνε. Ήθελα αυτοί οι άνθρωποι να ξέρουν πως πίσω από αυτή τη φωνή, υπήρχε μια προσωπικότητα. Κατά βάθος, η Μαρία ήταν μια γυναίκα πάρα πολύ μόνη -ποτέ δεν γνώρισα στη ζωή μου, άνθρωπο περισσότερο μόνο από κείνη. Δεν είχε τίποτα να στηριχθεί, εκτός από τη φωνή της. Κι όταν κι αυτό χάθηκε, δεν απέμεινε τίποτα….»