Λένα Κιτσοπούλου: Ολες τις βρισιές του κόσμου να βάλω, δεν θα σοκάρω περισσότερο από την πραγματικότητα | 0 bovary.gr
Λένα Κιτσοπούλου: Ολες τις βρισιές του κόσμου να βάλω, δεν θα σοκάρω περισσότερο από την πραγματικότητα | 0 bovary.gr
ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Λένα Κιτσοπούλου: Ολες τις βρισιές του κόσμου να βάλω, δεν θα σοκάρω περισσότερο από την πραγματικότητα


Η Λένα Κιτσοπούλου είναι μια κατηγορία από μόνη της: Παίζει, γράφει, σκηνοθετεί, τραγουδάει. Ενοχλεί, προκαλεί, βρίζει, απωθεί, γοητεύει, συγκινεί. Δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. Κι αυτό μπορεί και να το απολαμβάνει. 

«Νομίζω ότι αυτό που είμαστε όλοι, είναι τα παιδικά μας βιώματα. Τίποτα άλλο. Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι η μάνα μου. Η μυρωδιά της, η φωνή της, τα νιάτα της, τα ρούχα της. Όλα τα σπίτια που μείναμε. Το παιδικά δωμάτια που μοιράστηκα με τον αδερφό μου. Η καλοσύνη του πατέρα μου.
 
Οι καληνύχτες που λέγαμε ο ένας στον άλλον. Εγώ με παιδικές γαλάζιες πιτζάμες. Θυμάμαι πολλή αθωότητα, πολλή αγάπη, πολλή ασφάλεια. Θυμάμαι το άσπρο μας autobianchi, να πηγαίνουμε εκδρομές και να τραγουδάμε. Να έχουμε κολλήσει στο χιόνι και ο πατέρας μου να βάζει αλυσίδες. Θυμάμαι κυρίως χαρούμενα πράγματα. Και πολλά. Εναλλαγές. Μουσικές, ωραία σχολεία, φίλους, παιχνίδι, πλατεία, μπάλα, διακοπές, νησιά, εξωτερικό, κόσμο στο σπίτι, τραγούδια, πιάνο, κιθάρα. Αυτό το αίσθημα ότι όλα είναι καλά και ότι όλα θα είναι για πάντα καλά, είμαι πολύ τυχερή που το κουβαλάω. Κι ας πέθανε.
 
Οι γονείς μου, μου δώσανε μία ασφάλεια και ταυτόχρονα πολλές διεξόδους σε πρακτικό επίπεδο, προσφέροντάς μου ό,τι πίστευαν ότι θα με ελευθερώσει ακόμα και από αυτούς. Αυτό είναι σπάνιο και ενώ θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, δεν είναι. Θεωρώ ότι μεγάλωσα με έναν πολύ προοδευτικό τρόπο, ακόμα και για την σημερινή εποχή. Πήγα από τριών χρονών σε μοντεσσοριανό σχολείο, σε ένα πολύ σοφό σχολείο, το οποίο τότε ελάχιστοι γνώριζαν και το κράτος πάλευε να το κλείσει. Θεωρώ το σπίτι μου επαναστατικό, ανοιχτό, προοδευτικό και ταυτόχρονα πάρα πολύ απλό και κανονικό. Τα χριστουγεννιάτικα δώρα κάτω από το δέντρο, συγγενείς και λάδι από το χωριό κ.ο.κ.

Η εφηβεία είναι άλλη ιστορία. Στην εφηβεία τα έσπασα, ούρλιαξα, ντύθηκα στα μαύρα, άρχισα τσιγάρα, ποτά, ερωτεύτηκα, απογοητεύτηκα, γλέντησα, όλα. Έκανα, δηλαδή, αυτό που έπρεπε. Αλλά είχα όλα τα εφόδια και την δύναμη να δοκιμάζω τα όρια μου, χωρίς να φοβάμαι την ήττα.
 
Από τους φίλους μου κρατάω την προσφορά, τον θαυμασμό που εισπράττω και αισθάνομαι και εγώ γι αυτούς, το κοινό μας παρελθόν.
 
Από την εφηβεία και μετά ήξερα ότι δεν θέλω να πάω σε πανεπιστήμιο. Καταπιανόμουνα με οτιδήποτε καλλιτεχνικό. Τραγουδούσα, έπαιζα πιάνο, ζωγράφιζα, έγραφα τραγούδια, έκανα κόμικς, έγραφα ιστορίες, συμμετείχα φανατικά στην θεατρική ομάδα του σχολείου. Ήξερα ότι θα ακολουθούσα κάτι απ΄ όλα αυτά οπωσδήποτε.
 
Θα έλεγα ότι είμαι καλοσυνάτη. Νομίζω δεν βλάπτω κανέναν, αυτομαστιγώνομαι αρκετά, αλλά αυτός είναι μάλλον ο τρόπος μου να αγαπάω και να δημιουργώ. Έχω καλή ιδέα για τον εαυτό μου, με την έννοια ότι τον αφουγκράζομαι, τον ακούω και τον υπηρετώ, οπότε τον κρατάω σε μία σχετική ικανοποίηση. Παρακολουθώ κι εγώ, όπως όλοι μας, αυτό το θρίλερ που ονομάζεται ανθρώπινη ύπαρξη, τις απώλειες, τη φθορά, τον φόβο και μέσα σε όλο αυτό άλλοτε υποφέρω και άλλοτε το ξορκίζω και το κοροϊδεύω με διάφορους εφηβικούς τρόπους. Και με την δουλειά μου, φυσικά.

Το θέατρο, η γραφή, όλα πάντα ήταν, είναι και θα είναι δύσκολα, στην διαδικασία τους. Ο τρόπος που έχω επιλέξει να τα κάνω όλα αυτά είναι πολύ προσωπικός, είναι σωματικός, φτάνω τον εαυτό μου σε όρια, ανεβοκατεβαίνω από το ναδίρ στο ζενίθ, στην προσπάθεια να ανακαλύψω που ακριβώς πονάω.
 
Ο δρόμος ανοίχτηκε σχετικά εύκολα. Το ένα έφερνε το άλλο. Αλλά, η δική μου όρεξη και ανάγκη τα προκάλεσε όλα. Επειδή το ήθελα πολύ. Από τη στιγμή που μπήκα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όλα κυλήσανε. Η μία παράσταση έφερνε την άλλη, βρέθηκα στα θέατρα που ήθελα και με πήρανε σκηνοθέτες που θαύμαζα, όπως ο Βογιατζής και ο Παπαβασιλείου. Το γράψιμο το έκανα από πάντα. Το 2006 βγήκανε τα πρώτα μου διηγήματα, ύστερα από προτροπή του Σωτήρη Δημητρίου. Και μετά άρχισε και η συγγραφή για το θέατρο. Και η σκηνοθεσία.
 
Εκείνη την εποχή που εκδόθηκαν τα πρώτα μου διηγήματα, το 2006, είχα πια μπουχτίσει να είμαι μόνο ηθοποιός. Μου φαινότανε μεγάλη σκλαβιά να περιμένω πάντα από τους άλλους να με επιλέξουν και μετά να είμαι αναγκασμένη να υπηρετώ το όραμά τους, ακόμα κι αν δεν συμφωνούσα. Ήθελα ανεξαρτησία, ήθελα να μην έχω ωράρια, να μην μου επιβάλλεται το πρόγραμμα μίας πρόβας, ή η αισθητική κάποιου άλλου. Τότε, είπα όχι σε δουλειές και έφυγα για την Γερμανία, χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Όμως  αυτή η κατάσταση, μου άνοιξε τελικά όλους τους άλλους δρόμους, με ώθησε προς μία αυτονομία και αυτάρκεια, αυτή την οποία έχω τώρα.
 
Το ταλέντο είναι πολλά πράγματα μαζί. Νομίζω, πως δεν αρκεί μόνο του, όπως δεν αρκεί μόνο μία καλή φωνή για να είσαι καλός τραγουδιστής, ή ένα γυμνασμένο και ευλύγιστο σώμα για να είσαι καλός χορευτής. Το ταλέντο είναι αντίληψη, ευφυΐα, αισθητική, γούστο, γνώσεις, τριβή, ικανότητα για αυτοκριτική, γενναιοδωρία. Και είναι, πάνω απ’ όλα, ο τρόπος που κάποιος στέκεται στη ζωή. Για μένα είναι ο τρόπος που φέρεσαι στον διπλανό σου, ο τρόπος που τρως, ο τρόπος που παραγγέλνεις, ο τρόπος που κερνάς και ο τρόπος που πληρώνεις.

Ζωγραφίζω, γράφω, μαθαίνω τραγούδια, φτιάχνω γλυπτά, θέλω πάντα κάτι να φτιάχνω. Δεν μπορώ να κάθομαι πολύ καιρό, ή να κάνω διακοπές και να λιάζομαι στις παραλίες. Αυτό αντέχω να το κάνω για λίγες μέρες. Τις νύχτες θέλω να είμαι έξω. Δεν μπορώ να δουλέψω νύχτα.
 
Στην Αθήνα αγαπάω σχεδόν τα πάντα, γιατί στην Αθήνα έχω ζήσει σχεδόν τα πάντα. Οπότε οι δρόμοι στους οποίους κυκλοφορώ, ξέρουν για μένα πολλά. Αυτό με κάνει να νιώθω οικειότητα. Μου αρέσει αυτό το χαλασμένο πράγμα της Αθήνας, η ασχήμια της, οι πλατείες της, το χύμα της, η ελευθερία της, όλα αυτά που την κάνουν γοητευτική και ταυτόχρονα ανυπόφορη. Είναι πάντως πιο κοντά στην αληθινή ζωή απ’ ότι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
 
Για ποιο πράγμα να έχω ελπίδα; Για έναν καλύτερο κόσμο; Για μία δημοκρατική εξουσία; Για μία αξιόπιστη και προοδευτική κυβέρνηση; Πότε υπήρξε κάτι τέτοιο στον κόσμο, ώστε να υπάρξει τώρα; Πότε εφαρμόστηκε στον πλανήτη η δημοκρατία; Πότε υπήρξε ειρήνη; Αυτές είναι έννοιες σπουδαίες, οι οποίες έχουν αναλυθεί από σοφούς και γίνανε έργα από τον Αριστοφάνη, ο οποίος μάλιστα, καθόλου τυχαία, τα ονόμασε κωμωδίες. Δεν έχω καμία ελπίδα για τίποτα τέτοιο. Συμβαίνουν εγκλήματα εις βάρος  ολόκληρων πληθυσμών, υπάρχει ένας παγκόσμιος φασισμός, μία παγκόσμια βλακεία, η οποία καθρεφτίζει την ανθρώπινη φύση. Γιατί από ανθρώπους έχουν δημιουργηθεί όλα τα πολιτικά συστήματα, άνθρωποι είναι αυτοί που ψηφίζουνε τον Τραμπ, άνθρωποι ήταν και αυτοί που ψήφισαν τον Χίτλερ και άνθρωποι ήτανε και αυτοί που χορέψανε τσάμικα για τον Τσίπρα.
 

Ο σεβασμός προς τον εαυτό μου, μου απαγορεύει να πιστεύω σε κόμματα και παρατάξεις. Μου απαγορεύει να απογοητεύομαι από οποιαδήποτε εξουσία, την οποία εξ ορισμού θεωρώ μία κακομοιριά. Εγώ πιστεύω στον Νίτσε, στον Μπόρχες, στον Γούντι Άλλεν, στον Χατζιδάκι, στον Παπαδιαμάντη, στον Μπέργκμαν, σε έναν γιατρό που τρέχει μέσα στη νύχτα να σώσει κάποιον, σε όποιον κάνει τη δουλειά του επειδή την αγαπάει, σε έναν ευγενικό περιπτερά, σε τέτοια κόμματα. Στα κόμματα που αποτελούνται από έναν άνθρωπο.
 
Η ομορφιά στους ανθρώπους έχει να κάνει με την ελευθερία της εκφραστικότητάς τους. Με μία εσωτερική γαλήνη και μία αποδοχή του εαυτού τους. Δεν είναι θέμα εξωτερικών χαρακτηριστικών. Οι ανασφαλείς άνθρωποι, οι οποίοι συνήθως το ξέρουν και γι αυτό και προσπαθούν να το καλύψουν, είναι άσχημοι, όσο αρμονικά πρόσωπα κι αν έχουν. Ο άνθρωπος που δεν φοβάται να είναι άσχημος, που δεν κρύβει τη ρωγμή του, ή τον φόβο του, είναι όμορφος».