Η Αντζελίνα Τζολί συγκινεί στο Φεστιβάλ του Τορόντο: «Στα 50 μου, η μητέρα και η γιαγιά μου έκαναν χημειοθεραπεία»
Μέσα στο λαμπερό αλλά συχνά απρόσωπο περιβάλλον των διεθνών φεστιβάλ, σπάνια καταγράφεται μια στιγμή που δεν ανήκει στην προώθηση, στο σενάριο ή στη στρατηγική των δημοσίων σχέσεων. Μια τέτοια στιγμή συνέβη στις 7 Σεπτεμβρίου, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, όταν η Αντζελίνα Τζολί λύγισε μπροστά στις κάμερες όχι για κάποιον ρόλο, αλλά για την ίδια τη ζωή.
Η Αντζελίνα Τζολί βρέθηκε στον Καναδά για την πρεμιέρα της νέας της ταινίας Couture, ένα υπαρξιακό δράμα με φόντο την παριζιάνικη βιομηχανία της μόδας. Εκεί υποδύεται τη Μαξίν, μια Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα που καλείται να φέρει εις πέρας μια καλλιτεχνική ανάθεση για ένα μεγάλο event μόδας, την ώρα που η ίδια έρχεται αντιμέτωπη με έναν διαγνωσμένο καρκίνο του μαστού και την προσωπική της κατάρρευση μέσω ενός διαζυγίου. Η ταινία, σκηνοθετημένη από την Γαλλίδα Alice Winocour, δεν στηρίζεται τόσο στη δραματουργική κορύφωση όσο στην εσωτερική παρατήρηση: των σωμάτων, των ψυχικών διεργασιών, των ανθρώπινων ορίων.
Κατά τη διάρκεια μιας από τις συνεντεύξεις στο κόκκινο χαλί, ένας παριστάμενος θεατής μοιράστηκε μαζί της ότι μόλις είχε χάσει έναν φίλο από καρκίνο και τη ρώτησε αν θα ήθελε να στείλει κάποιο μήνυμα ελπίδας σε όσους βιώνουν παρόμοιες συνθήκες. Η Τζολί σταμάτησε για λίγο, βούρκωσε και ξεκίνησε με κάτι απλό, ανθρώπινο: «Λυπάμαι πολύ», είπε. Και ύστερα μοιράστηκε τη δική της ιστορία.
Θυμήθηκε τη μητέρα της, την ηθοποιό Μαρσελίν Μπερτράν, η οποία πέθανε από καρκίνο το 2007, μόλις στα 56 της χρόνια. «Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει κάποτε, όσο ήταν άρρωστη», διηγήθηκε η Τζολί. «Καθόμασταν στο τραπέζι και της είχα ζητήσει να μου πει πώς αισθάνεται. Και εκείνη μού απάντησε: «Όλοι με ρωτάνε μόνο για τον καρκίνο». Στη συνέχεια, η ηθοποιός συμπλήρωσε με δική της σκέψη, μια διακριτική προτροπή: «Αν γνωρίζεις κάποιον που περνάει κάτι τέτοιο, μην τον ρωτάς μόνο για την ασθένεια. Είναι ακόμα εδώ. Ζει».

Η συγκίνησή της κορυφώθηκε όταν μίλησε για το χρονικό σημείο στο οποίο βρίσκεται η ίδια. «Είμαι πλέον 50 ετών. Και η μητέρα και η γιαγιά μου, όταν έφτασαν σ' αυτήν την ηλικία, έκαναν χημειοθεραπεία». Η φωνή της ράγισε ελαφρώς. Δεν ήταν απλώς ένα σχόλιο για το πέρασμα του χρόνου· ήταν μια αναμέτρηση με τα στατιστικά, με την ίδια την κληρονομικότητα.
Η ιστορία της Αντζελίνα Τζολί με τον καρκίνο δεν είναι μόνο συναισθηματική. Είναι και επιστημονική, ιατρική, απόλυτα πολιτική. Το 2013, όταν ήταν μόλις 37 ετών, αποκάλυψε δημόσια πως είχε υποβληθεί σε προληπτική διπλή μαστεκτομή, αφού εξετάσεις έδειξαν πως είναι φορέας του μεταλλαγμένου γονιδίου BRCA1, ενός γενετικού παράγοντα που αυξάνει κατά 87% τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Η ανακοίνωσή της είχε δημοσιευθεί τότε στους New York Times και είχε ονομαστεί «The Jolie Effect», ένα φαινόμενο που οδήγησε χιλιάδες γυναίκες ανά τον κόσμο να προβούν σε γενετικό έλεγχο ή ακόμα και σε προληπτικές χειρουργικές επεμβάσεις.
Δύο χρόνια αργότερα, και αφού έχασε μια θεία της από την ίδια γενετική μετάλλαξη, υποβλήθηκε επίσης σε αφαίρεση ωοθηκών και σαλπίγγων, μειώνοντας σημαντικά τον κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών, κάτι που της προκάλεσε πρόωρη εμμηνόπαυση. Όπως έχει δηλώσει η ίδια, οι αποφάσεις αυτές δεν ήταν εύκολες, αλλά έγιναν με έναν απλό σκοπό: «Ήθελα να αυξήσω τις πιθανότητες να είμαι εδώ όταν τα παιδιά μου μεγαλώσουν. Να γνωρίσω τα εγγόνια μου».
Η Couture, επομένως, δεν είναι απλώς μια νέα ταινία στο ρεπερτόριό της. Είναι ένας καλλιτεχνικός καθρέφτης, ένας τρόπος να αφηγηθεί τη διαδρομή της όχι ως σταρ, αλλά ως γυναίκα που έχει βιώσει απώλειες, φόβο, αλλά και ελπίδα. Η συμμετοχή της στην ταινία δεν προέκυψε απλώς από επαγγελματικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια την σκηνοθέτιδα, ο ρόλος γράφτηκε εξαρχής έχοντας την Τζολί κατά νου. Ήταν, όπως δήλωσε η ηθοποιός, «μια δουλειά τόσο προσωπική που δεν έμοιαζε με δουλειά».

Η κινηματογραφική αφήγηση συχνά αποδίδει την ασθένεια με δραματικό μελόδραμα. Η Αντζελίνα Τζολί, αντίθετα, την τοποθετεί στο κέντρο της καθημερινότητας. Δεν την εξιδανικεύει, δεν την φοβάται, αλλά την αντιμετωπίζει ως μέρος μιας σύνθετης ταυτότητας. «Όλοι έχουμε πράγματα που μας βαραίνουν ή πρόσωπα που αγαπάμε. Και αυτό μπορεί να μας ακινητοποιήσει, να μας κάνει να νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Ή, μπορεί να μας σπρώξει να ζήσουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε, όσο είμαστε εδώ».