Απόγευμα, λίγο μετά το γραφείο. Κάτι με καλεί να μην παω κατευθείαν στο σπίτι, αλλά να περάσω από το αγαπημένο μου bar.
Θέλω να αποσυμφορήσω όλη την ένταση της δουλειάς που έχει συγκεντρωθεί εκεί χαμηλά στον αυχένα. Να χαλαρώσω. Να πιω κάτι που θα δροσίσει ακόμη και το τελευταίο κύτταρό μου.
Στη μεγάλη μπάρα των εξομολογήσεων, πιάνω αυτή την συζήτηση με τον bartender, που ξέρω ότι δεν θα καταλήξει κάπου. Αλλά δεν με νοιάζει. Εδώ κανείς δεν κρίνει κανέναν και τίποτα δεν βγαίνει προς τα έξω. Αρχίζω να ξεχνιέμαι, να χαλαρώνω, ξεσφίγγω το αυστηρό σινιόν. Όλα είναι καλύτερα τώρα. Ο εγκέφαλός μου μου δίνει σήμα. Θέλω επειγόντως κάτι να πιω. Είναι πολύ αργά για καφέ και πολύ νωρίς για το αγαπημένο μου τζιν τόνικ.
Ο πρώτος στον οποίο απευθύνομαι είναι -φυσικά- ο bartender. Γνωρίζω πολύ καλά ότι θα με κοιτάξει, θα με «ζυγίσει» και θα βρει ακριβώς αυτό που θέλω. Κάτι σαν ψυχολόγος και σωτήρας μαζί.
Ζητάω να μου προτείνει κάτι δροσιστικό. Με πολύ γεύση και για αρχή (ναι σκέφτομαι να μείνω λίγο παραπάνω), κάτι χωρίς αλκοόλ.
Με μία κίνηση πιάνει το διάσημο πλέον μπουκάλι των ελληνικών αναψυκτικών Three Cents. Έχει μέσα ένα υγρό με κατακόκκινο διαυγές χρώμα που δεν είχα ξαναδεί μέχρι τώρα. «Κάνουν καρδούλες τα μάτια μου» σκέφτομαι την ώρα που ανοίγει το καπάκι και από μέσα ξεπηδούν προς την ελευθερία δεκάδες εγκλωβισμένες φυσαλίδες.