Μια «θεατρική πόλη» με δώδεκα ξεχωριστά δωμάτια, όσα και τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη: Η πόλη, Η διανυκτέρευση, Η παρέλαση, Η συναναστροφή, Αντόνιο ή Το μήνυμα, Η νίκη, Η κασέτα, Ο ήχος του όπλου, Διαμάντια και μπλουζ, Το ταξίδι μακριά, Ο ουρανός κατακόκκινος, Σ’ εσάς που με ακούτε.
Η κυριαρχία του κλειστού, ονειρικού χώρου -πολύ έντονη και στο θέατρο του Παραλόγου, με το οποίο η Αναγνωστάκη συνομιλεί στα πρώτα της, ιδίως, έργα- οδήγησε στη σύλληψη αυτής της σκηνογραφικής εγκατάστασης.
Το «δωμάτιο» είναι ο ένας πόλος της εγκατάστασης -η περίκλειστη σκηνή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Ο άλλος πόλος είναι η «μνήμη» -η σκηνή της φαντασίας, ο αγωγός μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, συλλογικού και ατομικού, που ενεργοποιείται από το ίχνος των εικόνων, των ήχων, των αντικειμένων, των ποιητικών τοπίων που κάθε δωμάτιο περιέχει. Αποσυνθέτουμε το έργο στον χώρο για να το διαβάσουμε με τα μάτια της φαντασίας, που ξέρει, όπως έλεγε ο Κουν, να διακρίνει «χρώματα, κινήσεις, στάσεις σωμάτων, σχέσεις ακόμη απροσδιόριστες».
Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει απόλυτα τον μηχανισμό της μνήμης –πότε ξυπνάει, πότε χάνεται, πότε οδηγεί στη σύνθεση, πότε στην αποσύνθεση, πότε στη συνάντηση και πότε στον αποχωρισμό. Και σε κανένα κοινό βίωμα η μνήμη των προσώπων που σφράγισε δεν ταυτίζεται.
«Το πιο σημαντικό στη μνήμη -και γι’ αυτό τον λόγο η μνήμη λειτουργεί με τόσο μεγάλη δύναμη- είναι το τραύμα». Αγγίζοντας την περιοχή του τραύματος, το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη αποσιωπά και αποκαλύπτει, φέρνει στην επιφάνεια την παραμόρφωση όπου έχει οδηγήσει η ταύτιση με παρωχημένα κοινωνικά μοντέλα, απονεκρωμένες ιδεολογίες, ματαιωμένες σχέσεις, ανθρωποφαγικές οικογένειες. Αναδιατάσσει με τον τρόπο του τραύματος το χθες και το σήμερα, πλησιάζει το ανείπωτο εκείνο σημείο που πονάει περισσότερο, σαρκάζει τον φόβο, την ατολμία, την υποκρισία μας, ξεδιπλώνει τον πόθο για ζωή που κάθε φορά διαψεύδεται ή καίγεται άδοξα στη συνάντηση της προσωπικής με τη μεγάλη Ιστορία.