Αυτή την εβδομάδα, έρχεται η ταινία «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν που όπως όλα δείχνουν βάζει πλώρη για τα Όσκαρ, από κοντά και η Ρόζαμουντ Πάικ που ερμηνεύει την πολεμική ανταποκρίτρια Μαρί Κόλβιν, ενώ ο Aquaman βουτάει στα βαθιά κι ο Σταυρός Τσιώλης κλείνει την τριλογία των « Γυναικών» του.
Ρόμα (Roma)
Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν
Παίζουν: Γιαλίτζα Απαρίθιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα
Περίληψη: Σ' ένα μεσοαστικό σπίτι στην περιοχή Ρόμα του Μεξικό, τη νέα δεκαετία του '70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο μπαμπάς και η νοικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά από τα τέσσερα παιδιά τους, ενώ όλα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού.
Έχοντας ήδη κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και τα βραβεία της Ένωσης Κριτικών της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, ο Αλφόνσο Κουαρόν θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για την οσκαρική κούρσα, αν και η ταινία του ανήκει στην πλατφόρμα της Netflix.
Στέλνοντας στην ουσία μια επιστολή αγάπης στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν και στα παιδικά του χρόνια, ο Μεξικανός δημιουργός μετά το «Gravity» δοκιμάζεται σε μια καθημερινή ιστορία δυο γυναικών εν μέσω μιας ταραγμένης πολιτικής κατάστασης, δίνοντας μια νέα διάσταση στον νεορεαλισμό.
Στη συνοικία Ρόμα λοιπόν του Μέξικο Σίτι, τη δεκαετία του ’70 παρακολουθούμε πώς κυλάει η ζωή σε ένα αστικό σπίτι. Ο πατέρας γιατρός, η μητέρα δεν εργάζεται αν κι έχει σπουδάσει, μια υποστηρικτική γιαγιά και τέσσερα παιδιά από τη μια, κι από την άλλη μια νεαρή υπηρέτρια, η Κλέο, που αρχίζει να βγαίνει με έναν νεαρό. Η ευτυχισμένη καθημερινότητά όμως αναστατώνεται, όταν ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και η Κλέο μένει έγκυος.
Με ασπρόμαυρα κάδρα και κινηματογραφώντας σε σινεμασκόπ 65mm, ο Κουαρόν στο πρώτο μέρος της ταινίας φωτίζει ποιητικά τις ασήμαντες λεπτομέρειες μιας καθημερινής ρουτίνας- ένας κουβάς που χύνεται στα πλακάκια της αυλής, το γάλα που βράζει , ένα τρυφερό άγγιγμα στα παιδιά πριν κοιμηθούν - που μέσα από την κάμερά του μεγεθύνονται.
Με αυτό τον τρόπο και χωρίς καταγγελτική διάθεση, προκύπτει η κοινωνική ανισότητα της χώρας του, αλλά και τα βιώματα που τον καθόρισαν ως κινηματογραφιστή -γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιεί τα ισπανικά ως γλώσσα των πλουσίων και την ντόπια διάλεκτο για τις υπηρέτριές του. Ταυτόχρονα έμμεσα και χωρίς φανφάρες αναφέρεται στο ιστορικό περιβάλλον και τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο, όχι μόνο στο Μεξικό αλλά σε όλο τον κόσμο, καταγράφοντας με λυρισμό την πραγματικότητα.
Στο δεύτερο μέρος όμως εστιάζει ακόμα περισσότερο στα πρόσωπα των γυναικείων χαρακτήρων και στο δράμα τους, υπογραμμίζοντας ότι ο πόνος δεν έχει τάξη ούτε χρώμα, αποτυπώνοντας έτσι με έναν βαθύ και συγκινητικό τρόπο τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο πλήθος.