Αυτή την εβδομάδα, ο Λίαμ Νίσον πρωταγωνιστεί στο αμερικανικό ριμέικ της νορβηγικής ταινίας του 2014 «Με σειρά εξαφάνισης», ενώ ο Μουάγιαντ Άλαγιαν μέσα από μια παράνομη ερωτική ιστορία μιλάει για το φλέγον Παλαιστινιακό ζήτημα.
- Ψυχρή Καταδίωξη
(Cold Pursuit)
Σκηνοθεσία: Χανς Πέτερ Μόλαντ
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Τομ Μπέιτμαν, Τομ Τζάκσον, Εμι Ρόσουμ
Περίληψη: Στην πόλη Κεχόε, η θερμοκρασία συνεχώς κατεβαίνει και η τοπική Αστυνομία απλώς σκοτώνει την ώρα της κόβοντας βόλτες, μέχρι την ημέρα που ο γιος του Νελς, ενός ταπεινού οδηγού εκχιονιστικού μηχανήματος του δήμου, δολοφονείται με εντολή του «Βίκινγκ», του τοπικού Βαρόνου των ναρκωτικών.
Οργισμένος και εξοπλισμένος με βαριά μηχανήματα, ο Νελς αποφασίζει να εξολοθρεύσει το καρτέλ, αλλά το μόνο που γνωρίζει από φόνους είναι ό,τι έχει διαβάσει από αστυνομικά μυθιστορήματα.
Καθώς τα πτώματα στοιβάζονται, ένας πόλεμος ξεσπά μεταξύ του Βαρόνου των ναρκωτικών «Βίκινγκ» και του Αρχιμαφιόζου «Λευκού Ταύρου» και οι πλαγιές της μικρής πόλης από ολόλευκες βάφονται κόκκινες.
Ο Λίαμ Νίσον πρωταγωνιστεί στο αμερικανικό ριμέικ της νορβηγικής μεγάλης επιτυχίας «Με Σειρά Εξαφάνισης» (2014) του Χανς Πέτερ Μόλαντ.
Σε ένα ορεινό πολυτελές θέρετρο, το Κεχόε, η ζωή φαίνεται ειδυλλιακή κι η αστυνομία υπάρχει μόνο για τυπικούς λόγους. Όταν ο γιος ενός οδηγού εκχιονιστικού βρίσκεται δολοφονημένος, εκείνος θα κάνει τα πάντα για να ανακαλύψει ποιος ευθύνεται για τον θάνατο του παιδιού του. Έτσι θα βρεθεί στα ίχνη ενός καρτέλ ναρκωτικών, αναζητώντας τον Βαρόνο, που έχει το παρατσούκλι «Βίκινγκ». Έχοντας στα χέρια του βαριά εργαλεία και μηχανήματα, ο τραγικός πατέρας καταφέρνει να βγάλει από τη μέση αρκετά μέλη της σπείρας, γεγονός όμως που θα προκαλέσει μια διαμάχη ανάμεσα στον « Βίκινγκ» και τον Ινδιάνο αρχιμαφιόζο της περιοχής τον «Λευκό Ταύρο».
Με ταραντινικό χιούμορ και ατμόσφαιρα που παραπέμπει στο «Fargo» των αδερφών Κοέν, η «Ψυχρή Καταδίωξη» όπως και η νoρβηγική ταινία, μιμείται με παιγνιώδη διάθεση τις αστυνομικές περιπέτειες, κλείνοντας το μάτι στον θεατή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο κεντρικός ήρωας της, ο Νελς, γίνεται τιμωρός κι εκδικητής, αντιγράφοντας όσα έχει δει στη μεγάλη οθόνη. Στην αμερικανική εκδοχή, βέβαια ,το κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο διαφοροποιείται, καθώς το αντίπαλο δέος των ναρκέμπορων πλέον είναι Ινδιάνοι ιθαγενείς, οπότε τα σχόλια περί της αμερικανικής ταυτότητας δίνουν και παίρνουν, οι βιτριολικές ατάκες δεν λείπουν, ούτε και το σασπένς, ενώ οι κωμικοί χαρακτήρες της όλης ιστορίας κουβαλούν ένα αιχμηρό δεύτερο επίπεδο.
Για παράδειγμα, η εμμονή του Βίκινγκ με την υγιεινή διατροφή, ενώ στην ουσία εμπορεύεται τον θάνατο, αποτελεί ένα σαφές σχόλιο για τον δυτικό πολισμό.
Αν και τα δραματικά της στοιχεία είναι κάπως αποδυναμωμένα, ο Μόλαντ επί αμερικανικού εδάφους αποδεικνύεται εξίσου δημιουργικός, ο Λίαμ Νίσον στον ρόλο του πατέρα- εκδικητή, δίνει μια απολαυστική ερμηνεία, ενώ ο Τομ Μπέιτμαν ως Βίκινγκ, υιοθετεί με άνεση το μοντέρνο γκροτέσκ υποκριτικό δρόμο των Κοέν.