Αυτή την εβδομάδα, η ιστορία του διάσημου serial killer Τεντ Μπάντι, γνωστού για τις αποτρόπαιες μεθόδους του και τη γοητεία του, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, η οικογένεια Βερνέιγ της γαλλικής κομεντί «Θεέ μου, τι σου κάναμε» επιστρέφει σε νέες περιπέτειες, ενώ ο Γκαστόν Ντουπράτ με το «Aριστούργημά μου» βάζει στο στόχαστρο τον κόσμο της μοντέρνας τέχνης.
Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος (Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile)
Σκηνοθεσία: Τζο Μπέρλιντζερ
Παίζουν: Ζακ Έφρον, Λίλι Κόλινς, Χάλεϊ Τζόελ Όσμεντ
Περίληψη: Ο Τεντ είναι ωραίος, έξυπνος, χαρισματικός και τρυφερός. Η Λιζ, μια ανύπαντρη μητέρα, επιφυλακτική στην αρχή, άλλα ερωτευμένη μαζί του. Οι τρεις τους, μαζί με την κόρη της Λιζ, είναι μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μέχρι τη στιγμή που ο Τεντ συλλαμβάνεται και κατηγορείται για μια σειρά από ειδεχθείς φόνους. Όταν η ανησυχία μετατρέπεται σε παράνοια, η Λιζ αναγκάζεται να αναρωτηθεί πόσο καλά γνωρίζει τον άνδρα με τον οποίο μοιράζεται τη ζωή της, καθώς όλο και περισσότερες αποδείξεις έρχονται στο φως.
H ιστορία του διαβόητου serial killer Τεντ Μπάντι, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη με τον Ζακ Έφρον στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τη δεκαετία του ’80 η κοινή γνώμη, συγκλονίζεται όταν έρχονται στο φως τα απεχθή εγκλήματα ενός νεαρού και πολύ γοητευτικού φοιτητή της νομικής, του Τεντ Μπάντι, ο οποίος βίαζε και σκότωνε γυναίκες με φρικιαστικούς τρόπους. Η δίκη του, στην οποία μάλιστα ο ίδιος υπερασπίστηκε τον εαυτό του, αφού κανένας δικηγόρος δεν ήθελε ουσιαστικά να τον αναλάβει, έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως μια από τις πιο πρωτότυπες όλων των εποχών. Και παρόλο που τελικά η ενοχή του αποδείχτηκε τόσο η Ελίζαμπεθ Κλέφερ, σύντροφός του επί σειρά ετών, όσο και η επόμενη σχέση του, η Καρόλ Άννα Μπουν, που έμελλε να γίνει και μητέρα της κόρης του ενόσω εκείνος βρισκόταν στη φυλακή, δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ο άνδρας με το αγγελικό πρόσωπο ήταν ένας στυγνός δολοφόνος.
Ο Τεντ Μπάντι κατέληξε στην ηλεκτρική καρέκλα, όμως η Κλέφερ στης οποίας το best seller «The phantom prince: My life with Ted Bundy», βασίζεται ο Τζο Μπέρλιντζερ (η ίδια το είχε υπογράψει με το ψευδώνυμο Ελίζαμπεθ Κένταλ) όπως και ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν μπορούσε με τίποτα να πιστέψει την αποτρόπαια αλήθεια.
Ο Μπέρλιντζερ παρόλο που ασχολείται με τη ζωή ενός διάσημου δολοφόνου, αποφεύγει σκόπιμα να ακολουθήσει τον δρόμο ενός θρίλερ ή μιας τυπικής βιογραφίας, γι’ αυτό άλλωστε κι ελάχιστα στέκεται στις δολοφονίες ή στις αιτίες που διαμόρφωσαν την ψυχοπαθολογική προσωπικότητα του Μπάντι, κι εστιάζει περισσότερο στην πορεία της δίκης, υιοθετώντας το στυλ ενός στιβαρού δικαστικού δράματος.
Ταυτόχρονα όμως μέσα από flash backs δίνει χώρο στον χαρακτήρα της Λιζ να αναπτυχθεί, φωτίζοντας το πώς μια επιφανειακή εικόνα μπορεί να θολώσει την κρίση ακόμα και του πιο συνετού ανθρώπου, κάνοντάς τον να αγνοεί την πραγματικότητα που στέκεται μπροστά του. Γι’ αυτό μάλλον και αποσιωπά λεπτομέρειες που η Κλέφερ περιγράφει στο βιβλίο της σχετικά με τη σεξουαλική τους ζωή με το Μπάντι, μιας ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται να περιγράψει την περίπτωση ενός μεγάλου πάθους.
Έχοντας λοιπόν στα χέρια του ένα σενάριο με εξαιρετικά καλογραμμένους διάλογους και τον Ζακ Έφρον στον κεντρικό ρόλο που με την ερμηνεία αποκαλύπτει τη διαστροφική ευφυΐα του Μπάντι, ο Μπέρλιντζερ χτίζει το σασπένς με επιδεξιότητα, κάνοντάς μας να αγωνιούμε για μια ιστορία που είναι λίγο ως πολύ γνωστή.
Κάτι λείπει όμως από μια συνολικά καλή ταινία. Κι αυτό το κάτι έχει να κάνει με μια πιο οικουμενική διάσταση σχετικά με το κακό και τη γοητεία που ασκεί στις μάζες. Έτσι αν και περιγράφει μεν την υστερία των γυναικών για τον ευειδή δολοφόνο, ο Μπέρλιντζερ δεν είναι διατεθειμένος να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο και χάνει την ευκαιρία να αναδείξει μια άλλη λιγότερο αστυνομική πλευρά της υπόθεσης Μπάντι.