Φωτογραφία: IMDB.com
Φωτογραφία: IMDB.com
15|08|2019 15:33
SHARE
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νέες ταινίες: «Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι» -Μια ωδή στην χαμένη αθωότητα


Αυτή την εβδομάδα, τέσσερις υπέροχες κυρίες της βρετανικής σκηνής αφηγούνται τη ζωή τους πίνοντας τσάι, ο Νικ Χαμ προσπαθεί να ρίξει φως στις μεθόδους του FBI μέσα από την αληθινή ιστορία του Τζιμ Χόφμαν, ενώ η Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ, η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, υπογράφει ένα τρυφερό δράμα ενηλικίωσης.

Ο Πρίγκιπας του Καρτέλ (Driven)

Σκηνοθεσία: Νικ Χαμ

Παίζουν: Τζέισον Σουντέικις, Λι Πέις, Έριν Μόριαρτι

Περίληψη: Ένας πιλότος και περιστασιακό βαποράκι συλλαμβάνεται από το FBI και στο εξής δουλεύει ως πληροφοριοδότης του με σκοπό να σωθεί. Όταν όμως γνωρίζει τον σχεδιαστή αυτοκινήτων Τζον Ντελόριαν, γοητεύεται από το όραμά του.

Αστυνομική περιπέτεια, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που αποκαλύπτει τις μυστικές μεθόδους του FBI.

To 1974, ο Τζιμ Χόφμαν είναι ένας μέσος οικογενειάρχης, πατέρας δύο παιδιών, που εργάζεται σκληρά ως πιλότος και περιστασιακό βαποράκι. Όταν συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια των οικογενειακών του διακοπών να εισάγει κοκαΐνη στις ΗΠΑ, ο φιλόδοξος πράκτορας του FBI Μπένεκτιτ Τζ. Τίσα θεωρεί πως έχει στα χέρια του μια ιδανική ευκαιρία να κερδίσει μία τεράστια επιτυχία για την Υπηρεσία, χρησιμοποιώντας τον ως δόλωμα προκειμένου να παγιδεύσει τον προμηθευτή του. Έτσι ο πανέξυπνος Τζιμ μετακομίζει στο Σαν Ντιέγκο και γίνεται πληροφοριοδότης του FBI. Εκεί θα βάλει στην άκρη τα καθήκοντα του, όταν γνωρίσει τον διάσημο γείτονα του, τον μηχανικό αυτοκινήτων και σχεδιαστή, Τζον Ντελόριαν. Σύντομα μπαίνει στον κύκλο του και γοητεύεται από το όραμα του καινούργιου του φίλου, που θέλει να φέρει την επανάσταση στην αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία. Όταν όμως το όνειρο του Ντελοριάν καταλήγει σε αποτυχία και ο πράκτορας Τίσα βρίσκεται πολύ κοντά στη σύλληψή του, ο Τζιμ θα βρεθεί ανάμεσα σε δύο άντρες που θέλουν απελπισμένα να πετύχουν.

Πίσω από την ιστορία του Χόφμαν και του Ντελόριαν, κρύβεται η αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου αλλά και η διάψευση μια ολόκληρης γενιάς πως οι μυστικές υπηρεσίες έχουν συσταθεί με απώτερο σκοπό την ασφάλεια των πολιτών.

Δυο θέματα που αν και πλέον μοιάζουν παλιομοδίτικα πάντα έχουν τη δυναμική - τουλάχιστον κινηματογραφικά- να αποτελέσουν μια καλή βάση για μια σειρά από ανατροπές. Όμως ο Νικ Χαμ χάνεται στην καταγραφή των γεγονότων, μην μπορώντας να βρει έναν ξεκάθαρο άξονα ή ένα στυλ, κι έτσι ισορροπεί, όχι πάντα με επιτυχία, ανάμεσα στη δράση και σε μια ανάλαφρη κομεντί με βασικό θέμα της την ανδρική φιλία. Οι επιπόλαια σχεδιασμένοι χαρακτήρες του σεναρίου, που στερούνται εσωτερικών συγκρούσεων, αλλά και η επιφανειακή προσέγγιση του θέματος, που αναλώνεται περισσότερο στη περιγραφή της χλιδάτης ζωής των πλουσίων, δεν οδηγούν τελικά ούτε τον Χαμ ούτε και τους ηθοποιούς τους σε μια πιο ενδοσκοπική προσέγγιση σχετικά με τη σαθρότητα της αμερικανικής κοινωνίας, που στήριξε όλη της την αίγλη σε μια απάτη μεταμφιεσμένη σε ουτοπία.

Τσάι με τις κυρίες (Tea with the Dames)

Σκηνοθεσία: Ρότζερ Μίλερ

Περίληψη: Κατά καιρούς, τέσσερις παλιές φίλες, όλες τους εξαίσιες ηθοποιοί, συναντιούνται στην Αγγλική ύπαιθρο και συζητούν, θυμούνται και γελούν. Αυτή τη φορά, άφησαν τις κάμερες να τις κινηματογραφήσουν.

Ο Ρότζερ Μισέλ («Notting Hill», «Venus») καταγράφει με την κάμερα του τέσσερις μεγάλες κυρίες του βρετανικού θεάτρου, την Άιλιν Άτκινς, την Τζούντι Ντεντς, την Τζόαν Πλοουράιτ και την Μάγκι Σμιθ, να αφηγούνται τις ζωές του, πίνοντας τσάι.

Τέσσερα είδωλα της σκηνής και της μεγάλη ς οθόνης, που έχουν τιμηθεί με αμέτρητα βραβεία αλλά και την αγάπη του κοινού, ξετυλίγουν με απίστευτο χιούμορ το νήμα της μακράς σταδιοδρομίας τους, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 μέχρι σήμερα, μεταφέροντας με τον δικό τους μοναδικό τρόπο τις εμπειρίες τους από το θέατρο, την τηλεόραση και το σινεμά, αλλά και τις αναμνήσεις, αναπολώντας όσα έζησαν με μια τρυφερή νοσταλγία και τη σοφία που πλέον άρχουν αποκτήσει.

Ο Μίλερ με αγάπη για τις αυτές τις απολαυστικές κυρίες υπογράφει ένα ιδιαίτερο και απερίγραπτα διασκεδαστικό ντοκιμαντέρ, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να απολαύσουμε μια αυθόρμητη συζήτηση τεσσάρων ιερών τεράτων, σαν να κρυφοκοιτάζουμε πίσω από κουρτίνα ή και μια κουίντα, λίγο πριν ανάψουν οι προβολείς.

Πολύ Αργά για να Πεθάνουν Νέοι (Tarde Para Morir Joven/Too Late to Die Young)

Σκηνοθεσία: Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ

Παίζουν: Ντέμιαν Χερνάντεζ, Αντάρ Ματσάντο, Μαγκνταλένα Τοτόρο

Περίληψη: Ένα πολύ ξηρό καλοκαίρι σε μια απομονωμένη κοινότητα μακριά από την πόλη, η Σόφια, η Κλάρα και ο Λούκας αντιμετωπίζουν τις πρώτες τους αγάπες και τους φόβους τους, ενώ προετοιμάζουν το πάρτι της Πρωτοχρονιάς, χωρίς να γνωρίζουν ότι η φύση τους απειλεί.

Χιλιανό δράμα ενηλικίωσης που χάρισε στην Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο- μάλιστα είναι η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με τη συγκεκριμένη διάκριση.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1990 στη Χιλή, μια μικρή ομάδα οικογενειών ζει σε μια απομονωμένη κοινότητα ακριβώς κάτω από τις Άνδεις, χτίζοντας έναν καινούργιο κόσμο μακριά από τις υπερβολές της αστικής ζωής, εκμεταλλευόμενοι την ελευθερία που ανέτειλε μετά το πρόσφατο τέλος της δικτατορίας του Πινοσέτ. Σε αυτή την εποχή της αλλαγής και της κρίσης, η δεκαεξάχρονη Σοφία και ο συνομήλικός της Λούκας, μαζί με τη δεκάχρονη Κλάρα, αγωνίζονται για να τα βγάλουν πέρα με τους γονείς τους, αντιμετωπίζουν τα πρώτα καρδιοχτύπια και τους φόβους τους, καθώς όλοι προετοιμάζονται για το μεγάλο πάρτι την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Η Σοτομαγιόρ επιλέγει μια περίοδο μεγάλων αλλαγών για να παρακολουθήσει τη διαδρομή τριών εφήβων και κατά συνέπεια μιας ολόκληρης χώρας που μετά από τη δικτατορία αναζητάει την ταυτότητά της και δεν ξέρει πώς να χειριστεί την ελευθερία της.

Κι όπως οι τρεις ήρωες της θέλουν να ξεφύγουν από τους γονείς τους και τις φαντασιώσεις τους, που οραματίζονται μια ιδανική ουτοπία, χωρίς ωστόσο να δίνουν καμία σημασία στις ανάγκες των παιδιών του, έτσι και η πατρίδα της προσπαθεί να αποτινάξει το σκοτεινό της παρελθόν.

Το χάσμα των γενεών και των κοινωνικών τάξεων παραλληλίζεται από τη δημιουργό με τη μελαγχολία της ενηλικίωσης, που μέσα από μια σειρά εικόνων της καθημερινής ζωής, αυτοβιογραφικά της βιώματα αφού κι η ίδια έζησε ως παιδί σε μια τέτοια κοινότητα και μια νοσταλγική διάθεση καταφέρνει μια φτιάξει μια ενδιαφέρουσα πολιτική αλληγορία για η χώρα της, αποφεύγοντας την αυτοαναφορικότητα. Αντίθετα επιλέγοντας το βίαιο πέρασμα από την εποχή της αθωότητας στον κόσμο των μεγάλων, βρίσκει έναν κοινό τόπο επικοινωνίας με κάθε θεατή από όπου κι αν προέρχεται.

Έτοιμος για Όλα (I Feel Good)

Σκηνοθεσία: Μπενουά Ντελεπάν, Γκουστάβ Κερβέρν

Παίζουν: Ζαν Ντιζαρντάν, Γιολάντ Μορό, Ζοζέφ Νταχάν

Περίληψη: Ο Ζακ, ένας νεαρός οπορτουνιστής, επισκέπτεται την αδελφή του σε ένα χωριό της γαλλικής υπαίθρου, όπου εξαπατάει τους κατοίκους να του δώσουν τις οικονομίες τους με αντάλλαγμα ένα πιο «όμορφο» αύριο.

Γαλλική κομεντί με τον Ζαν Ντιζαρντάν και την Γιολάντ Μορό, που σατιρίζει την εμμονή των σύγχρονων ανθρώπων με την τέλεια εικόνα.

Η Μονίκ διοικεί έναν πρότυπο ξενώνα για αστέγους στη γαλλική επαρχία. Μία μέρα και εντελώς ξαφνικά εμφανίζεται ο αδερφός της Ζακ, που δεν έχει δώσει σημεία ζωής για χρόνια, ακόμα και στις κηδείες των γονιών τους. Εκείνος είναι τελείως άχρηστος και ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία, ωστόσο έχει μία και μοναδική φιλοδοξία: να γίνει πλούσιος. Σύντομα πείθει τους πάντες στο χωρίο να του δώσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν, παριστάνοντας τον πλαστικό χειρουργό.

Με μια ημι-ντοκιουμενταριστική λογική, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο στην επαρχία στην οποία αναφέρεται και οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι κάτοικοι του χωριού, οι Μπενουά Ντελεπάν και Γκουστάβ Κερβέρν, διατηρώντας το χιούμορ που τους διακρίνει, βάζουν στο μικροσκόπιο τις επιπτώσεις του καπιταλιστικού συστήματος, καλώντας τους θεατές να αντισταθούν στον «πειρασμό».

Η γειτόνισσα (Madame Mills, une Voisine si Parfaite)

Σκηνοθεσία: Σοφί Μαρσό

Παίζουν: Σοφί Μαρσό, Πιέρ Ρισάρ

Περίληψη: Η ζωή μιας εκδότριας ροζ διηγημάτων, αναστατώνεται, όταν αποκτά μία νέα, εκκεντρική γειτόνισσα, που στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν μεταμφιεσμένο απατεώνα.

Στην παράδοση των επιτυχημένων ταινιών «Τούτσι» και «Η κυρία Νταπφάιρ», η πρώτη κωμωδία σε σενάριο και σκηνοθεσία της Σοφί Μαρσό ήταν μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της χρονιάς στη Γαλλία.

Η Ελέν, εκδότρια ροζ λογοτεχνικών διηγημάτων, ζει μια ήρεμη ζωή που κινείται γύρω από τη δουλειά της. Βρίσκοντας καταφύγιο στα βιβλία, είναι πεπεισμένη ότι η ζωή είναι όμορφη. Κι ενώ απολαμβάνει τη ρουτίνα της, θα δει ξαφνικά την καθημερινότητά της να αναστατώνεται, όταν θα εμφανιστεί μια νέα γειτόνισσα, η κυρία Μιλς. Σύντομα, η παρουσία αυτής της εκκεντρικής ηλικιωμένης Αμερικανίδας, θα αποκτήσει μεγάλη σημασία στη ζωή της Ελέν. Όμως κάποιες φορές τα φαινόμενα απατούν, καθώς η γειτόνισσά της τελικά θα αποδειχτεί ένας απατεώνας, που εποφθαλμιά ένα αντικείμενο αξίας που η Έλεν έχει στην κατοχή της.

Επαναπροβολές:

Μονομαχία στον Κόκκινο Ήλιο (Soleil rouge)

Σκηνοθεσία: Τέρενς Γιανγκ

Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Τζιάν Μαρία Βολοντέ, Τσαρλς Μπρόνσον, Αλέν Ντελόν, Ούρσουλα Άντρες, Καπισίν

Περίληψη: Δύο ληστές επιτίθενται σε ένα τρένο και αρπάζουν το σπαθί ενός Ιάπωνα πρέσβη, σκοτώνοντας ταυτόχρονα τον ένα από τους δύο από τους φρουρούς του. Ο δεύτερος ορκίζεται να τους εκδικηθεί πάση θυσία.

Ένα διάσημο σπαγγέτι-γουέστερν γαλλοϊταλικής παραγωγής επανέρχεται σε νέες ψηφιακέ κόπιες.

 

Ο ληστής Λινκ Στιουάρτ συνεταιρίζεται με τον Γκος για να ληστέψουν ένα τρένο, στο οποίο από το Σαν Φρανσίσκο προς την Ουάσιγκτον ταξιδεύει και ο νέος Ιάπωνας πρεσβευτής, με τους σαμουράι- σωματοφύλακες του και ένα πανάκριβο, χειροποίητο χρυσό σπαθί, που προορίζεται για δώρο στον Πρόεδρο των ΗΠΑ.

Ο Γκος, αφού επιδοθεί σε μία τεράστια σφαγή σκοτώνει τον ένα από τους δύο σωματοφύλακες. Τότε ο επιζών, ο Κουρόντα, ορκίζεται εκδίκηση, δίνοντας στον εαυτό του προθεσμία εφτά ημερών για να πάει το σπαθί πίσω στον πρέσβη, διαφορετικά θα προχωρήσει σε Σεπούκου (χαρακίρι).

Μετά από τη ληστεία, ο Γκος θα προσπαθήσει να σκοτώσει τον Λινκ για να πάρει ολόκληρη τη λεία μόνος του. Ο Λινκ θα μείνει αναίσθητος μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του, οπότε κι ο Γκος θα εξαφανιστεί μαζί με τα κλοπιμαία. Μόλις όμως συνέλθει, θα πάει στους Ιάπωνες και θα δεχθεί να συνεργαστεί μαζί τους για να εντοπίσουν τον Γκος, προκειμένου να γλυτώσει το κεφάλι του, όταν συνειδητοποιεί ότι ο Κουρόντα σκοπεύει να σκοτώσει τον Γκος και να εμποδίσει τον ίδιο να πάρει πίσω το μερίδιο του από τα κλεμμένα λάφυρα.

Κτίζοντας πάνω στις βάσεις του «Καλού, του κακού και του άσχημου», (1966) ο Τέρενς Γιανγκ- σκηνοθέτης των πρώτων 007- συνδυάζει το αμερικάνικο πιστόλι με την ιαπωνική κατάνα, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, που ήθελε τα γουέστερν να εμπλουτίζονται με ασιατικές πινελιές και σαμουράι και να υιοθετούν έναν πιο βίαιο κι ωμό ρεαλισμό σε αντίθεση με την ποιητική διάσταση του Τζον Φορντ.

Carousel (KörhintaMerry-go-round/)

Σκηνοθεσία: Ζόλταν Φάμπρι

Παίζουν: Μάρι Τέρετσικ, Ίμρε Σόος, Άνταμ Σίρτες, Μπέλα Μπάρσι, Μάνι Κις

Περίληψη: Η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, μεταφερμένη στην Ουγγαρία, την δεκαετία του 50.

Η ταινία σταθμός του Ζόλταν Φάμπρι που έβαλε την Ουγγαρία στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε πλήρη ψηφιακή αποκατάσταση 4Κ από τα εργαστήρια των Ουγγρικών Αρχείων.

Ο Ίστβαν, γαιοκτήμονας, αποχωρεί από την κολεκτίβα των αγροτών και απαγορεύει στην κόρη του Μάρι να βλέπει τον Μάτε, αγαπημένο της και υπέρμαχο του συνεταιρισμού.

Ο τελευταίος αντιδράει και η Μάρι δεν αποδέχεται τα σχέδια που έχει γι’ αυτήν ο πατέρας της. Η χειραφέτησή της συγκλονίζει την οικογένειά της, ενώ οι συγκρούσεις με αφορμή την κολεκτιβοποίηση κορυφώνονται.

Το «Carousel» παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Καννών στις 23 Απριλίου του 1956 (την ίδια χρονιά συμμετείχε και το «Κορίτσι με τα μαύρα» του Κακογιάννη). Το βράδυ της απονομής της 10ης Μαΐου, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων προκάλεσε την έκρηξη ενός νεαρού κριτικού που κάλυπτε το φεστιβάλ για το «Temps de Paris». Ο Φρανσουά Τρυφώ την άλλη μέρα, έδωσε τον δικό του Χρυσό Φοίνικα στο υπέροχο « Carousel» και το βραβείο ερμηνείας (τότε υπήρχε ένα βραβείο κι όχι ξεχωριστά ανδρικό και γυναικείο) στην «άμεση και ζωντανή» Μάρι Τέρετσικ, συμπληρώνοντας ότι το φεστιβάλ «είναι μια αποτυχία που κυριαρχείται από συμβιβασμούς, μηχανορραφίες και γκάφες». Το φεστιβάλ αντιδρώντας του απαγόρευσε την είσοδο για την επόμενη χρονιά, ενώ ακόμα και ο Ανρί Λανγκλουά καταδίκασε τη στάση του νεαρού κριτικού. Ο Φάμπρι, πάντα ευγενικός, χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του Τρυφώ ως «αναιδεστάτη».

Επίσης, ο Αντρέ Μπαζέν μίλησε για μια ταινία «χωρίς κανένα λάθος, κανένα συμβατικό στοιχείο. Τα πάντα είναι ζωντανά, φρέσκα και ενίοτε τολμηρά. Είμαστε μπροστά σε ένα νέο μεγάλο ταλέντο», η μεγάλη Λότε Άισνερ δήλωσε απογοητευμένη με την μη βράβευση του «Carousel», ενώ εγκωμιαστικές κριτικές έγραψαν μεταξύ άλλων, ο Λίντσεϋ Άντερσον στο Sight and Sound και ο Τζην Μόσκοβιτς στο Variety.

Για την Ιστορία, το βραβείο πήρε το ντοκιμαντέρ «Σιωπηλός κόσμος» των Λουί Μαλ και Ζακ Κουστώ, τη στιγμή που τόσο ο πρόεδρος της επιτροπής Μορίς Λεμάν όσο και το μέλος Ότο Πρέμινγκερ είχαν εκφραστεί σαφώς υπέρ του έργου του Φάμπρι (που τελικά έμεινε έξω από τα βραβεία). Κατά τον Ντέηβιντ Κάνιγκχαμ, το αποτέλεσμα ήταν προϊόν συμβιβασμού και πιέσεων των τότε δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ), σε εποχή έντονου ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα. Προτιμήθηκε ένα «ουδέτερο» Γαλλικό έργο (η Γαλλία τότε δεν ήταν καν μέλος του ΝΑΤΟ), ο Ρώσος Γιούτκεβιτς πήρε βραβείο σκηνοθεσίας με τον «Οθέλλο», η αμερικανίδα Σούζαν Χέηγουορντ βραβείο ερμηνείας για το «In a Silent way» του Ντάνιελ Μαν.

Το φιλμ έκανε την Ουγγρική του πρεμιέρα στο μυθικό Urania της Βουδαπέστης, στις 2 Μαρτίου του 1956. Ως το τέλος του 1957 έκοψε 2,5 εκατομμύρια εισιτήρια στην Ουγγαρία, φτάνοντας τα 3,5 εκατομμύρια σε διάστημα δέκα χρόνων. Από τότε, το φιλμ εμφανίζεται πάντα στις ανά δεκαετία ψηφοφορίες των Μαγυάρων κριτικών για τις δώδεκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Ο ήρεμος Ντον (Tikhiy Don)

Σκηνοθεσία Όλγκα Πρεομπραζένσκαγια, Ιβάν Πραβόφ

Παίζουν: Έμα Τσεσάρσκαγια, Αντρέι Αμπρικόσοφ, Νικολάι Ποντγκόρνι

Περίληψη: Ο Γκριγκόρι Παντελεγιέφ Μέλεχοφ, είναι ένας ελπιδοφόρος νεαρός στρατιώτης που ερωτεύεται την Αξίνια, τη σύζυγο του Στέπαν Αστακόφ, οικογενειακού φίλου. Ο Στέπαν τη χτυπά τακτικά και δεν υπάρχει αγάπη μεταξύ τους. Η σχέση του Γκριγκόρι και της Αξίνια δημιουργούν διαμάχη μεταξύ του συζύγου της και της οικογένειάς του.

Βωβή ταινία, βασισμένη στο βιβλίο του Mιχαήλ Σολόχοφ «Ήρεμος Ντον» (Βραβείο Νόμπελ 1963), που θεωρείται ένα τα πιο αξιόλογα έργα της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας.

Η φτωχή Αξινιά, παντρεμένη με έναν σκληρό σύζυγο, τον Στέπαν, αναζητά καταφύγιο στην αγκαλιά του εραστή της, Γκριγκόρι. Τα προβλήματα ξεκινούν, όταν ο Στέπαν ενημερώνεται για την απιστία της. Ο Γκριγκόρι αναγκάζεται να παντρευτεί τη Νατάλια που τον αγαπά και γνωρίζει τον έρωτά του για την Αξίνια, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως αναγκάζει τον Γκριγκόρι να φύγει για το μέτωπο, όπου αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο την αδικία, όταν βλέπει τους αγρότες να αγωνίζονται και πεθαίνουν για να προστατεύσουν τα αγροκτήματα των πλούσιων γαιοκτημόνων.

Το μυθιστόρημα του Σολόχοφ ασχολείται με τη ζωή των Κοζάκων που ζουν στην κοιλάδα του ποταμού Ντον στις αρχές του 20ού αιώνα, πιθανώς γύρω στο 1912. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια Μέλεχοφ του Tatarsk, οι οποίοι ήταν απόγονοι ενός κοζάκου που κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κριμαίας πήρε ως σύζυγο μία Τουρκάλα αιχμάλωτη. Η σύζυγός του κατηγορήθηκε για μαγεία από τους προληπτικούς γείτονες του Mέλεχοφ, οι οποίοι προσπάθησαν να την σκοτώσουν, αλλά αποτράπηκαν από τον σύζυγό της.

Οι απόγονοί τους, ο γιος και οι εγγόνες τους είναι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας και συχνά αποκαλούνται συχνά «Τούρκοι». Παρ’ όλα αυτά, τυγχάνουν μεγάλου σεβασμού των ανθρώπων του Tatarsk.

Πρόκειται για μια αριστοτεχνική παρουσίαση ενός θέματος κλασικού στην παγκόσμια λογοτεχνία: πώς οι απλοί άνθρωποι παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων της Μεγάλης Ιστορίας. Από την άποψη αυτή, η σύγκριση με τον Τολστόι και ειδικότερα με το «Πόλεμος και Ειρήνη» είναι απολύτως επιτυχημένη.

Η ταινία ασχολείται όχι μόνο με τους αγώνες και τα δεινά των Κοζάκων, αλλά και με το ίδιο το τοπίο, το οποίο ζωντανεύει ζωηρά μέσα από τις εικόνες του Ιβάν Πράβοφ και της Όλγα Πρεομπραζένσκαγια, οι οποίοι δίπλα στα διάσημα ονόματα που θεμελίωσαν το σοβιετικό σινεμά, όπως αυτά των Αϊζενστάιν, Βερτόφ, Πουντόβκιν και Ντοβζένκο, τη δεκαετία του 1920 έφτιαξαν βωβά μίνι αριστουργήματα, πολλά από τα οποία έφτασαν στον υπόλοιπο κόσμο έπειτα από δεκαετίες.