Good Time: Μια οδύσσεια στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης | 0 bovary.gr
Good Time: Μια οδύσσεια στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης | 0 bovary.gr
23|11|2017 13:44
SHARE
GOOF TIME

Good Time: Μια οδύσσεια στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης


Το κύκνειο άσμα του σπουδαίου Χάρι Ντιν Στάντον, η κατά Γιάννη Σμαραγδή βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη και το «Good time» των αδερφών Σάφντι πρωταγωνιστούν στις επιλογές αυτής της εβδομάδας.

  • Lucky
  • Σκηνοθεσία: Τζον Κάρολ Λιντς
  • Παίζουν: Χάρι Ντιν Στάντον, Ντείβιντ Λιντς, Ρον Λίβινγκστον

Περίληψη:

Ο Λάκι είναι ένας ενενηντάχρονος άθεος, που υπερασπίζεται παθιασμένα την ανεξαρτησία του και σε σύγκριση με τους συνομήλικούς του έχει ζήσει μια πραγματικά γεμάτη ζωή. Καθώς νιώθει ότι πλησιάζει προς το τέλος, ξεκινά ένα ταξίδι αυτοαναζήτησης. Η τελευταία ταινία του σπουδαίου Χάρι Ντιν Στάντον που δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και μαθήματα ζωής στον ρόλο του ανεξαρτήτου και μοναχικού Λάκι.

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο ηθοποιός Τζον Κάρολ Λιντς, με σαφείς επιρροές από τον Τζάρμους, αφηγείται την ιστορία ενός πρώην βετεράνου του Ναυτικού, που απέκτησε το παρατσούκλι Lucky (τυχερός) στον πόλεμο- μάλιστα και ο Στάντον είχε πολεμήσει ακριβώς στο ίδιο σώμα με τον ήρωά του- και πλέον στα ενενήντα του χρόνια, ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας, όταν μετά από μια ξαφνική λιποθυμία συνειδητοποιεί το τέλος που φτάνει.

Ο Λάκι, όμως, δεν αντιμετωπίζει προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών κανένα πρόβλημα υγείας, ακολουθεί μια καθημερινή τελετουργία σε μια πόλη της δυτικής Αμερικής, η οποία δεν κατονομάζεται ποτέ και δημιουργεί ιδιαίτερες σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους, που ο καθένας κουβαλάει τη δική του ιστορία. O Λάκι πίνει πάντα τον καφέ του στο ίδιο μέρος και συνεχώς έρχεται σε λεκτικούς διαξιφισμούς με τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού, ο οποίος όμως αγαπάει πολύ αυτόν περίεργο πελάτη του.

Το βράδυ συναντιέται με έναν κύκλο φίλων στο μπαρ της περιοχής για το καθιερωμένο του Βloody Mary, ενώ καθημερινά βλέπει τις αγαπημένες του εκπομπές, λύνει σταυρόλεξα και κάνει γυμναστική. Καταγράφοντας την απλότητα μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, ο Λιντς αποκαλύπτει το μεγαλείο της ζωής και το αναπόφευκτου του θανάτου, ενώ μέσα από τους διαλόγους των προσώπων του που χαρακτηρίζονται από μια φιλοσοφική διάθεση, διανθισμένη με δόσεις μαύρου χιούμορ, απαντάει με έμμεσο τρόπο στο μέγα ερώτημα «ποιο είναι τελικά το νόημα της ζωής».

Ο Χάρι Ντιν Στάντον δεν πρόλαβε να δει την πρεμιέρα της ταινίας, αφού αυτή κυκλοφόρησε δυο εβδομάδες μετά τον θάνατό του, όμως είχε την ευλογία να τελειώσει την καριέρα του με μια συγκλονιστική ερμηνεία, που αξίζει πολλά βραβεία, ισάξια του ανεπανάληπτου Τράβις Χέντερσον στο «Παρίσι Τέξας».

  • Η Τελευταία Οικογένεια
  • (The Last Family)
  • Σκηνοθεσία: Γιαν Ματουζίνσκι
  • Παίζουν: Αντρζέι Σεβερίν, Νταβίντ Ογκρόντνικ, Αλεξάντρα Κονιέτσνα, Αντρζέι Χάιρα

Περιλήψη:

Η ζωή και το έργο του μεγαλύτερου σύγχρονου Πολωνού ζωγράφου Ντζίζλαβ Μπεκσίνσκι, μέσα από την κάμερα του Γιαν Ματουζίνσκι. Η αληθινή ιστορία του Πολωνού ζωγράφου Ντζίζλαβ Μπεκσίνσκι, που βραβεύθηκε στο Λοκάρνο για τον υπέροχη ερμηνεία του Αντρζέι Σεβερίν.

Ο Μπεκσίνσκι είναι ένα ευγενικός και ήρεμος άνθρωπος, ο οποίος υποφέρει από αραχνοφοβία. Παράλληλα, έχει σκληρές ερωτικές φαντασιώσεις και του αρέσει να ζωγραφίζει δυσάρεστα και δυστοπικά έργα. Σε αντίθεση όμως με την εικόνα των εκκεντρικών καλλιτεχνών που έχουμε συνηθίσει, εδώ παρακολουθούμε έναν οικογενειάρχη που ζει με την αγαπημένη του σύζυγο Ζόσια και την πεθερά του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να βοηθήσει τον ψυχικά ασθενή γιο του, τον Τόμεκ. Ο Μπεκσίνσκι έχει μόνο μια διέξοδο από την σκληρή του καθημερινότητα και τους προσωπικούς του δαίμονες που τον κατατρύχουν: τη ζωγραφική. Παράλληλα αρχίζει να καταγράφει με την κάμερά του στιγμές της οικογενειακής του ζωής, ακόμα και τις πιο σκληρές, με μια διάθεση λύτρωσης και παρηγοριάς.

Ο νεαρός ντοκιουμαντερίστας Γιαν Ματουζίνσκι αξιοποιεί τις κινηματογραφικές του καταβολές, όμως η ταινία του απομακρύνεται από το ντοκιμαντέρ, εκτός από τις σκηνές που η κάμερα του Μπεκσίνσκι εισβάλλει στην παράδοξη καθημερινότητα της οικογένειάς του και τελικά η ζωή και η τέχνη είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Ο κεντρικός, όμως,  άξονας του Πολωνού δημιουργού είναι ο θάνατος, καθώς οι ήρωές του συνεχώς φλερτάρουν αδυσώπητα με την ιδέα του τέλους και στοχάζονται γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό ήταν άλλωστε και το κύριο θέμα της δουλειάς του Μπεκσίνσκι, ο οποίος αποδέχεται, αν και τον ίδιο τον πληγώνει, το δικαίωμα του καθένα να θέλει να πεθάνει.

Ο Ματουζίνσκι καταγράφει με ποιητικό τρόπο την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, αλλά με μια παράδοξη αισιοδοξία παρηγορεί και κατευνάζει τον θεατή, χρησιμοποιώντας ως αφορμή την ιστορία ενός καλλιτέχνη που έμαθε να αντιμετωπίζει το τέλος με αφοπλιστική απλότητα.

  • Το Μυστικό των Μάρομποουν
  • (Marrowbone)
  • Σενάριο - Σκηνοθεσία Σέρχιο Γ. Σάντσεθ
  • Παίζουν: Τζορτζ ΜακΚέι, Άνια Τέιλορ- Τζόι, Τσάρλι Χίτον, Μία Γκοθ, Κάιλ Σολέρ, Τομ Φίσερ, Νίκολα Χάρισον

Περίληψη:

Ο εικοσάχρονος Τζακ Μάρομποουν και τα τρά μικρότερα αδέλφια του, έχουν καταφέρει να φτιάξουν μία ασφαλή καθημερινότητα στο λαβυρινθώδες σπίτι τους, μετά τον θάνατο της μητέρας τους. Σιγά σιγά, όμως, πείθονται ότι στη σοφίτα του σπιτιού τους κατοικεί ένα διαβολικό πνεύμα και προσπαθούν ενωμένοι να το εξολοθρεύσουν.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σέρχιο Γ. Σάντσεθ είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με υποβλητική ατμόσφαιρα κι ενδιαφέρουσες ανατροπές. Τέσσερα αδέρφια μετά τον θάνατο της μητέρας τους, ζουν απομονωμένα από τον κόσμο στο πατρικό τους σπίτι, κουβαλώντας την ενοχή για το σκοτεινό παρελθόν του πατέρα τους.

Ο μεγαλύτερος, ο Τζακ, έχει απαγορεύσει τις εξόδους και τις κοινωνικές επαφές. Ο ίδιος είναι ερωτευμένος με μια νεαρή κοπέλα, την Άλι, που ζει στην απέναντι φάρμα. Η ζωή των αδερφών ξαφνικά αναστατώνεται από ανεξήγητα φαινόμενα και το νήμα μιας παράξενης ιστορίας αρχίζει να ξετυλίγεται. Άραγε ένα σατανικό πνεύμα έχει κυριεύσει το σπίτι, ή μια αλήθεια περιμένει να αποκαλυφθεί;

Ο Σέρχιο Γ. Σάντσεθ, που έχει γράψει μερικά από τα καλύτερα σενάρια του σύγχρονου ισπανικού σινεμά («Το Ορφανοτροφείο» και «The Impossible») για πρώτη φορά περνάει στην καρέκλα του σκηνοθέτη και συνδυάζοντας το στοιχείο του τρόμου και του μεταφυσικού με μια δυνατή ιστορία αγάπης και μια οικογενειακή τραγωδία, ακροβατεί με άνεση ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, δημιουργώντας συνεχείς ανατροπές και μια πυκνή ατμόσφαιρα μυστηρίου.

Με μια στιλάτη αναπαράσταση της εποχής και καθοδηγώντας τους νεαρούς του ηθοποιούς να λειτουργήσουν ως σύνολο κι όχι μεμονωμένα, πετυχαίνει να συνθέσει το πορτρέτο μιας οικογένειας που τη βαραίνουν πολλά φαντάσματα, αποδεικνύοντας ότι η σκηνοθετική του μπαγκέτα είναι εξίσου δυναμική με τη σεναριακή του πένα. Ο Τζορτζ ΜακΚέι σε έναν πολυσύνθετο ρόλο δείχνει πως έχει τα φόντα του πρωταγωνιστή, πολύ καλή είναι και η Μία Γκοθ με την ήρεμη δύναμή της, αλλά και ο ατίθασος Τσάρλι Χίτον, που θυμίζει τον Λεονάρντο ντι Κάπριο στα νιάτα του. Τέλος ο μικρούλης Μάθιου Σταγκ, που παίζει το νεαρότερο από τα αδέρφια, κερδίζει τις εντυπώσεις με την αθωότητά του.

  • Καζαντζάκης
  • Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής
  • Παίζουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Αλέξανδρος Καμπαξής, Στέφανος Ληναίος, Μαρίνα Καλογήρου, Αργύρης Ξάφης, Θοδωρής Αθερίδης, Μαρία Σκουλά, Νίκος Καρδώνης, Αμαλία Αρσένη, Γιούλικα Σκαφίδα, Ζέτα Δούκα, Alexandros Kollatos, Στάθης Ψάλτης

Περίληψη:

Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε πως η ζωή του ορίζεται από τα ταξίδια του και τα όνειρά του. Έτσι ο Γιάννης Σμαραγδής παρουσιάζει τα ταξίδια του στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και το όρος Σινά, προσπαθώντας να αναδείξει τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του σημαντικού συγγραφέα. Ο Γιάννης Σμαραγδής καταπιάνεται με ακόμα έναν μεγάλο Έλληνα, τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη – έχουν προηγηθεί ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Ιωάννης Βαρβάκης- μέσα από μια βιογραφική ταινία, που προσπαθεί να αναδείξει όχι μόνο τη ζωή, αλλά κυρίως τον στοχασμό του, όμως τελικά δεν ξεπερνάει τα όρια μιας αγιογραφίας. Ακολουθώντας ένα μεγάλο μέρος της πορείας του σημαντικού λογοτέχνη, ο Σμαραγδής καταγράφει τις περιπλανήσεις του ανά τον κόσμο, τις πιο σημαντικές σχέσεις της ζωής του, όπως αυτή με τον πατέρα του, με τη σύζυγό του Ελένη, τον Άγγελο Σικελιανό, αλλά και τον Ζορμπά, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε την περίοδο του πολέμου, και φυσικά την επίθεση που δέχτηκε η υποψηφιότητά του για το Νόμπελ.

Χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από το πλέον αυτοβιογραφικό του βιβλίο, το « Αναφορά στον Γκρέκο», ο Σμαραγδής επιδιώκει να αναδείξει με λογοτεχνικότητα το πνεύμα του, αν και μερικές φορές ο φιλοσοφικός λόγος του Καζαντζάκη δεν συνάδει με τη ρεαλιστική κινηματογράφηση της ταινίας. Παρόλα αυτά κρατώντας έναν στρωτό αφηγηματικό ρυθμό, που κατά καιρούς διακόπτεται από μερικές ονειρικές σκηνές, προσπαθεί να κατανοήσει την πολυσύνθετη προσωπικότητά του ήρωά του, τα τραύματα και τις πληγές που τον καθόρισαν, καθώς και τις βαθύτερες αναζητήσεις του. Υπάρχουν όμως αρκετά στοιχεία που μάλλον συνειδητά ο Σμαραγδής αποφεύγει να καταγράψει, άλλα πάλι που περιπλέκει ή αφήνει μετέωρα, γεγονός που τελικά αποδυναμώνει το κεντρικό πρόσωπο.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ένας πολύ καλός ηθοποιός, ερμηνεύει με εσωτερικότητα και εμμονή στη λεπτομέρεια τον Νίκο Καζαντζάκη, η εύθραυστη Μαρίνα Καλογήρου στέκεται επάξια δίπλα του στον ρόλο της συντρόφου του, Ελένης, ενώ ο Στάθης Ψάλτης – που είναι κι ένας εκ των οποίων ο σκηνοθέτης του έχει αφιερώσει την ταινία - υποδύεται έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό από όσους τον είχαμε συνηθίσει. Όμως πολλές επιλογές της διανομής σε δεύτερους, πλην όμως σημαντικούς χαρακτήρες δε λειτουργούν, με αποτέλεσμα ολόκληρες σεκάνς να χάνουν την υπόστασή τους.

Επίσης ένα εξαιρετικά τρωτό σημείο της ταινίας είναι η τοποθέτηση των προϊόντων για διαφημιστικούς καθαρά σκοπούς: κατανοητό ότι μια μεγάλη παραγωγή έχει ανάγκη από χρηματοδότηση, όμως κοντινά πλάνα σε σακουλάκια με παξιμαδάκια μάλλον είναι μια παρατραβηγμένη επιλογή.

  • Good Time
  • Σκηνοθεσία: Μπεν Σάφντι, Τζος Σάφντι
  • Παίζουν: Ρόμπερτ Πάτινσον, Μπεν Σάφντι, Τζένιφερ Τζέισον Λι, Μπαρκάντ Αμπντί, Μπάντι Ντιούρες

 

 

Περίληψη:

Μετά από μία πρόχειρα στημένη ληστεία που πάει στραβά, ο απεγνωσμένος και έτοιμος για όλα Κόνι έχει ελάχιστο χρόνο για να σώσει τον αδελφό του Nικ από τη φυλακή. Μέσα σε μία νύχτα που ανεβάζει στα ύψη την αδρεναλίνη, ο Κόνι κατρακυλά χωρίς τέλος σε πράξεις βίας και πανικού, με φόντο τις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ο χρόνος μετράει σε βάρος του αδελφού του, αλλά και του ίδιου, καθώς οι ζωές τους κρέμονται από μία κλωστή. Μετά το πολλά υποσχόμενο «Heaven Knows What», το ανερχόμενο δίδυμο της ανεξάρτητης αμερικανικής κινηματογραφικής σκηνής, οι αδερφοί Σάφντι, επιστρέφουν στους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης με μια ταινία που συμμετείχε επίσημα στο 70ο Φεστιβάλ Καννών. Την παραγωγή της μάλιστα έχουν αναλάβει μεταξύ άλλων ο Τέρι Ντούγκας και ο Πάρις Κασιδόκωστας Λάτσης, εξ ου μάλλον και η ελληνική ρίζα των κεντρικών χαρακτήρων. Δυο αδέρφια μετά από μια ληστεία, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον χρόνο. Ο Κόνι, εκρηκτικός και παράτολμος, θα κάνει τα πάντα για να σώσει τον Νικ, από τα χέρια του νόμου.

Όμως για να μπορέσει να προσπεράσει τα εμπόδια που ορθώνονται στον δρόμο του θα πρέπει να φτάσει στα άκρα. Με καταιγιστικούς ρυθμούς, οι αδερφοί Σάφντι (πέρα από τη σκηνοθεσία, ο ένας εξ αυτών συμμετέχει στο σενάριο, ο δεύτερος παίζει κι ως ηθοποιός- ) δημιουργούν έναν εφιαλτικό κόσμο που αναπόφευκτα οδηγεί στη βία και μας συστήνουν περιθωριακούς χαρακτήρες, που με πάθος ακολουθούν τον προσωπικό τους κώδικα τιμής , αλλά συντρίβονται συχνά από τους λάθος χειρισμούς τους . Κινηματογραφώντας τις σκοτεινές γειτονιές της Νέας Υόρκης που γνωρίζουν καλά, οι Σάφντι εισάγουν τον θεατή σε ένα σκοτεινό σύμπαν, όπου οι ρόλοι του θύτη και του θύματος εναλλάσσονται κάθε δευτερόλεπτο. Ακολουθώντας τις γνωστές συνταγές μια γρήγορης περιπέτειας και σαφώς επηρεασμένοι από τον Μάρτιν Σκορτσέζε και τον Σίντνεϊ Λουμέτ, δεν καινοτομούν, πλην όμως αποδεικνύονται επαρκείς στην κινηματογράφησή τους, αν και το σενάριο δεν εμβαθύνει πάντα στις σχέσεις των προσώπων, γεγονός που αφαιρεί από τη δραματική ένταση της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν να αποτυπώσουν την αγωνία του χρόνου που τρέχει ερήμην των ανθρώπων, κορυφώνοντας την αγωνία. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον αναμφίβολα κάνει τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, ερμηνεύοντας με ρωγμές τον σκληροτράχηλο Κόνι, ενώ αν μείνετε μέχρι τους τίτλους τέλους θα ακούσετε κι ένα πολύ ωραίο τραγούδι που έγραψε ο Iggy Pop.

  • Χωρίς διέξοδο
  • (Collide)
  • Σκηνοθεσία: Έραν Κρίβι
  • Παίζουν: Νίκολας Χουλτ, Φελίσιτι Τζόουνς, Άντονι Χόπκινς, Μπεν Κίνγκσλεϊ

Περίληψη:

Ο Κέισι και η Τζούλιετ είναι δύο νεαροί Αμερικάνοι που ταξιδεύουν με ένα σακίδιο για να γνωρίσουν την Ευρώπη. Όταν η Τζούλιετ ανακαλύπτει ότι πάσχει από μια σπάνια θανατηφόρα ασθένεια ο Κέισι αποφασίζει να ληστέψει έναν Γερμανό γκάγκστερ, προκειμένου να πληρώσει την θεραπεία της αγαπημένης του. Η επιχείρησή του όμως βγαίνει εκτός σχεδίου και ο Κέισι πρέπει να επιδοθεί σε έναν ιλιγγιώδη αγώνα δρόμου προκειμένου να φτάσει στην Τζούλιετ πριν από τη γερμανική μαφία. Μια εντελώς αναμενόμενη ταινία δράσης, όπου όλα γίνονται στο όνομα της αγάπης με λαμπερά ονόματα και γυρίσματα στη Γερμανία. Δυο νεαροί Αμερικάνοι, ο Κέισι και η Τζούλιετ, ταξιδεύουν στην Ευρώπη όταν μαθαίνουν πως η κοπέλα πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια και πρέπει να εγχειριστεί. Αυτό όμως απαιτεί πολλά χρήματα που το ζευγάρι δεν έχει, οπότε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει κάποιος σε μια τέτοια περίπτωση, πέρα από το να ληστέψει έναν μαφιόζο. Όμως ο Κέισι δεν είναι έμπειρος στην παρανομία, όποτε όταν τα πράγματα στραβώσουν, θα μπλέξει σε μια απίστευτη περιπέτεια.

Ο Έραν Κρίβι με ένα εντελώς αναληθοφανές σενάριο στα χέρια του που δεν εξελίσσεται στο ελάχιστο, μέσα από σκηνές καταδίωξης και μελοδραματικούς τόνους, προσπαθεί επί ματαίω να δημιουργήσει σασπένς για να ανεβάσει την αδρεναλίνη και να συγκινήσει. Όμως ούτε στο κομμάτι της δράσης έχει καμία τύχη, ούτε το ρομάντζο του κεντρικού ζευγαριού είναι ιδιαιτέρως δυναμικό - αν και ο Νίκολας Χουλτ με την Φελίσιτι Τζόουνς έχουν καλή χημεία, που οι σεναριογράφοι δεν αξιοποιούν- όποτε ο Κρίβι μένει πράγματι « χωρίς διέξοδο».

Ακόμα και τα δυο μεγαθήρια που διαθέτει το καστ- ο Άντονι Χόπκινς και ο Μπεν Κίνγκσλεϊ- με τους εντελώς συμβατικούς ρόλους τους, δεν μπορούν να σώσουν την κατάσταση, παρά μόνο να προσφέρουν το απαράμιλλο στυλ τους στις λιγοστές σκηνές που εμφανίζονται.