Μετράμε αντίστροφα για το reboot της σειράς, χωρίς όμως να ξεχνάμε από πού ξεκίνησε.
Έχουν περάσει σχεδόν 15 χρόνια από την πρεμιέρα του Gossip Girl -μιας τηλεοπτικής σειράς με πρωταγωνιστές μια παρέα εξωφρενικά πλούσιων εφήβων, η αγαπημένη ασχολία των οποίων δεν ήταν το shopping, ούτε το σεξ, αν και τα δύο αυτά ήταν εξαιρετικά ψηλά στη λίστα των προτιμήσεων τους. Αν κάτι αγαπούσαν πραγματικά (πέρα από τους εαυτούς τους), ήταν το κινητό τους. Και αυτό ίσως να ήταν και το μοναδικό ρεαλιστικό στοιχείο της εφηβικής σειράς, καθώς η υπόλοιπη ζωή τους ήταν η επιτομή ενός φαντασιακού λούνα παρκ, όπου πανέμορφοι μαθητές λυκείου έκαναν σερί καταστροφικών επιλογών, χωρίς φυσικά ποτέ να πληρώνουν τις συνέπειες.
Κάπου εδώ να σημειώσουμε βέβαια, πως οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί θα μπορούσαν να εξαγοράσουν οποιαδήποτε συνέπεια. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι, μόνο μια από τις εμπλεκόμενες οικογένειες της σειράς παρουσιάζεται ως πιο «περιορισμένη οικονομικά» –με τόπο κατοικίας το Μπρούκλιν-, ενώ οι υπόλοιποι δήλωναν ως διεύθυνσή τους το Upper East Side του Μανχάταν.
Το Gossip Girl μπορεί να ήταν ένα παραλήρημα ανορθολογισμού, οφείλουμε όμως να του αναγνωρίσουμε πως διαισθάνθηκε πλήρως το κατά πόσο η τεχνολογική επανάσταση θα επηρέαζε τις κοινωνικές μας σχέσεις, καθώς και την αντίληψη της αυτοεικόνας μας. Η κεντρική του ιδέα ήταν η αθέατη ύπαρξη μιας blogger, η οποία με έναν αδιευκρίνιστο τρόπο είχε την δύναμη να μαθαίνει και να διαδίδει τις κοινωνικές εξελίξεις και τα μυστικά των Upper East Siders, στέλνοντας ταυτόχρονη ειδοποίηση στα κινητά τους.
Κανένας χαρακτήρας του Gossip Girl δεν ήταν συμβατικά «συμπαθητικός». Δεν ήμασταν στο Beverly Hills 90210, που κατά βάθος ήταν όλοι τους καλά παιδιά και το πιο «κακό παιδί» φορούσε σκισμένο τζιν και είχε σκισμένο φρύδι (ναι, για τον Ντίλαν λέω). Στο Gossip Girl ίσχυε το αντίθετο: δεν είχαμε παιδιά (μπορεί να ήταν 16 χρονών, αλλά η συμπεριφορά τους ήταν ό,τι πιο μικρομέγαλο έχεις συναντήσει), απλά ψάχναμε να βρούμε τις ρανίδες καλοσύνης τους προκειμένου να αναφωνήσουμε «έλα μωρέ, η Σερίνα είναι καλή κατά βάθος». (Με έμφαση στο «κατά βάθος».)