Avatar: Φωτιά και Στάχτη

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο Τζέιμς Κάμερον επιστρέφει με ένα νέο εντυπωσιακό κεφάλαιο στο σύμπαν του «Avatar»

Αυτή την εβδομάδα, ένα νέο κεφάλαιο του «Avatar» με την υπογραφή του Τζέιμς Κάμερον, ένα ψυχολογικό θρίλερ με τις Σίντνεϊ Σουίνι και Αμάντα Σέιφριντ υπό την καθοδήγηση του Πολ Φιγκ, και η οσκαρική πρόταση του Καναδά έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.

Avatar: Φωτιά και Στάχτη (Avatar: Fire and Ash)

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Κάμερον

Παίζουν: Σαμ Γουόρθινγκτον, Ζόι Σαλντάνα, Σίγκορνι Γουίβερ, Κέιτ Γουίνσλετ, Ντέιβιντ Θιούλις

Περίληψη: Η οικογένεια του Τζέικ και της Νεϊτίρι αντιμετωπίζει τη θλίψη μετά από τον θάνατο του Νετέγιαμ, συναντώντας μια νέα, επιθετική φυλή, τον Λαό της Στάχτης, καθώς η σύγκρουση στην Πανδώρα κλιμακώνεται.

Επιστροφή στην Πανδώρα με τη συνέχεια του θρυλικού franchise του Τζέιμς Κάμερον.

Η ιστορία συνεχίζεται λίγο καιρό μετά από τα γεγονότα της ταινίας «Avatar: The Way of Water». Η οικογένεια του Τζέικ και της Νεϊτίρι εξακολουθεί να ζει με τη φυλή των Μετακαγίνα στους πανέμορφους υφάλους της Πανδώρας, ενώ παλεύει να αντιμετωπίσει μια νέα πραγματικότητα χωρίς τον Νετέγιαμ, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια βίαιη συμπλοκή με τη RDA (Resources Development Administration).

 Ο Σπάιντερ έχει πλέον προσαρμοστεί πλήρως στη ζωή με τους ανθρώπους των υφάλων, όμως η οικογένειά του ανησυχεί για την ασφάλειά του. Μετά από τη γνωριμία με τη φυλή των Τλαλίμ, μια ειρηνική νομαδική ομάδα που ταξιδεύει στον αέρα και αρμενίζει τους ουρανούς, ο αρχηγός τους συμφωνεί να τον μεταφέρει στο οχυρό των Οματικάγια. Έτσι, ολόκληρη η οικογένεια αποφασίζει να συνοδεύσει τον Σπάιντερ και τους «Wind Traders». Ωστόσο, το ταξίδι τους διακόπτεται, όταν δέχονται επίθεση από μέλη της φυλής του Λαού της Στάχτης.

Υπό την ηγεσία της Βαράνγκ, οι «Ash People», όπως ονομάζονται, είναι Na’vi των οποίων η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής άλλαξαν δραματικά μετά από την καταστροφή της πατρίδας τους, πράγμα για το οποίο θεωρούν υπεύθυνη τη Μεγάλη Μητέρα της Πανδώρας. Στο μεταξύ, η RDA αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες μετά από την ήττα που υπέστη και ανασυντάσσεται, σχεδιάζοντας την επόμενη επίθεσή της.

Ο Τζέιμς Κάμερον, στα 71 του χρόνια, επιστρέφει συνειδητά στο σύμπαν που ο ίδιος δημιούργησε, όχι από νοσταλγία, αλλά για να υπερασπιστεί —σχεδόν πεισματικά— τη συλλογική εμπειρία της κινηματογραφικής αίθουσας. Σε μια εποχή όπου οι πλατφόρμες κυριαρχούν, το «Avatar» παραμένει για εκείνον όχι απλώς ένα ακόμα franchise, αλλά μια δήλωση πίστης στη μεγάλη οθόνη.

Αν και η αίσθηση της πρωτόγνωρης έκπληξης του 2009 έχει αναπόφευκτα χαθεί, ο Κάμερον δεν εγκλωβίζεται στην επιτυχία του. Αντίθετα, επιλέγει να εξελίξει το σύμπαν της Πανδώρας με αφηγηματική αυτοπεποίθηση, επεκτείνοντας τον μύθο του, χωρίς να αναπαράγει μηχανικά τη συνταγή που τον καθιέρωσε ως εμπορικό φαινόμενο.

Οι σταθερές θεματικές του —αποικιοκρατία, εκμετάλλευση, πόλεμος και κερδοσκοπία— επιστρέφουν, αυτή τη φορά όμως φιλτραρισμένες μέσα από έναν πιο σκοτεινό, σχεδόν πένθιμο τόνο. Ο θάνατος του Νετέγιαμ λειτουργεί ως πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια στοχαστική προσέγγιση της απώλειας, του τραύματος και του φαύλου κύκλου της βίας. Η εκδίκηση παύει να παρουσιάζεται ως κινητήρια δύναμη και μετατρέπεται σε αδιέξοδο που απαιτεί ρήξη.

Ως καλός παραμυθάς, ο Κάμερον φροντίζει να εισάγει ομαλά και τον ανυποψίαστο θεατή στον κόσμο της Πανδώρας, επιβεβαιώνοντας τη δεξιοτεχνία του και ισορροπώντας αξιοθαύμαστα ανάμεσα στο θέαμα και τη συναισθηματική εμπλοκή.

Επιπλέον, το 3D δεν λειτουργεί ως αυτοσκοπός, αλλά ως εργαλείο: η ακρίβεια στην απεικόνιση του φυσικού κόσμου και των ανθρώπινων συναισθημάτων αποφεύγει τον εντυπωσιασμό και το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος αισθητικά ολοκληρωμένος, όπου το motion capture επιτρέπει στους ηθοποιούς να αποδώσουν τους ρόλους τους με ουσιαστικό βάθος. Οι εμφανίσεις της Σιγκούρνεϊ Γουίβερ, αλλά και της Ούνα Τσάπλιν (της γνωστής οικογενείας)  στον ρόλο της Βαράνγκ, λειτουργούν ενισχυτικά, χωρίς να διαταράσσουν τη συνοχή της αφήγησης.

Είτε αποτελέσει τον προάγγελο ενός επόμενου κεφαλαίου είτε λειτουργήσει ως φινάλε- μιας ακόμα δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει επόμενο κεφάλαιο-, ο Κάμερον  με αυτή την ταινία πρακτικά έρχεται να επιβεβαιώσει ότι το σινεμά παραμένει εμπειρία που δεν μπορεί να υποκατασταθεί.

Η Αγγελία (The Housemaid)

Σκηνοθεσία: Πολ Φιγκ

Παίζουν: Αμάντα Σέιφριντ, Σίντνεϊ Σουίνι, Μπράντον Σκλέναρ, Μέγκαν Φέργκιουσον, Μικέλε Μορόνε

Περίληψη: Μια νεαρή γυναίκα σε κρίσιμη κατάσταση δέχεται μια φαινομενικά ασφαλή και υποσχόμενη δουλειά, μόνο για να διαπιστώσει πολύ γρήγορα ότι έχει μπλέξει σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό και επικίνδυνο από ό,τι φανταζόταν.

Ο Πολ Φιγκ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μπεστ σέλερ της Φρέιντα ΜακΦάντεν με τις Σίντνεϊ Σουίνι και Αμάντα Σέιφριντ.

Προσπαθώντας να ξεφύγει από ένα δύσκολο παρελθόν, η Μίλι δέχεται μια φαινομενικά ιδανική δουλειά ως οικιακή βοηθός στην έπαυλη ενός πλούσιου ζευγαριού. Όμως, πίσω από τα χαμόγελα και τη φαινομενική τελειότητα των νέων της αφεντικών, κρύβεται ένα επικίνδυνο παιχνίδι επιθυμίας, σεξουαλικών ενστίκτων και χειραγώγησης, που δεν αργεί να αποκαλυφθεί.

Η ταινία αντλεί έμπνευση από τα ερωτικά θρίλερ της δεκαετίας του ’90, που φαίνεται πως επιστρέφουν στη μόδα με έναν συνδυασμό έντασης, αισθησιασμού και στιλιστικής κομψότητας. Ο Πολ Φιγκ («Φιλενάδες», «Ghostbusters», «Spy») αναλαμβάνει τη διασκευή ενός «πικάντικου» βιβλίου, στρέφοντας το βάρος της ταινίας στις γοητευτικές πρωταγωνίστριές του. Αν και οι αλλεπάλληλές ανατροπές μπορεί να γίνουν προβλέψιμες για τους γνώστες του είδους, η αλληλεπίδραση των δύο γυναικών δημιουργεί συνεχή ένταση.

Οι Σέιφριντ και η Σουίνι αποδεικνύονται μαγνητικές, σώζοντας την ταινία από την αμηχανία του Φιγκ να διαχειριστεί ευφάνταστα τη συνθήκη ενός κλειστού χώρου, και δίνουν ζωή σε χαρακτήρες που κινδυνεύουν να γίνουν μονοδιάστατοι.

Αυτά Που Σκοτώνεις (The Things You Kill)

Σκηνοθεσία: Αλίρεζα Χατάμι

Παίζουν: Έκιν Κοτς, Ερκάν Κολτσακ Κοστεντίλ, Χαζάρ Εργκούλου, Ερτζάν Κεσάλ

Περίληψη: Ένας ακαδημαϊκός τουρκικής καταγωγής που εργάζεται στις ΗΠΑ εξοργίζεται, όταν μαθαίνει για τον αιφνίδιο χαμό της άρρωστης μητέρας του. Με τις υποψίες γύρω από το θάνατό της να τον στοιχειώνουν, αναθέτει σε έναν απρόσμενο σύμμαχο μια στυγερή πράξη εκδίκησης. Ο

Σκοτεινό θρίλερ του σεναριογράφου, σκηνοθέτη και σταθερού συνεργάτη του Ασγκάρ Φαραντί, Αλιρεζά Χαταμί, που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς (2025) και είναι η επίσημη υποψηφιότητα του Καναδά για τα φετινά Όσκαρ.

Ο Αλί, καθηγητής πανεπιστημίου από την Τουρκία που διαμένει στις ΗΠΑ, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον ύποπτο θάνατο της άρρωστης μητέρας του. Η ανάγκη του για εκδίκηση τον οδηγεί σε μια ψυχρή και σκοτεινή πράξη. Παλιά, θαμμένα οικογενειακά μυστικά έρχονται στην επιφάνεια, ενώ η αστυνομία σφίγγει τον κλοιό γύρω του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αμφιβολίες και οι εμμονές του κλονίζουν τη συνείδησή του, δημιουργώντας ένα ψυχολογικό θρίλερ με έντονη ένταση.

Αν και δεν πρόκειται για αυτοβιογραφία, ο Χατάμι αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα, μεταφέροντας μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί στην πατρίδα του στην Τουρκία. Ο συγγραφέας ξεκινά από τον κοινωνικό ρεαλισμό της ιρανικής κινηματογραφικής παράδοσης του δασκάλου του Φαραντί, για να γλιστρήσει σε σουρεαλιστικές διαδρομές, που θυμίζουν τα εφιαλτικά όνειρα του Ντέιβιντ Λιντς. Ο Αλί δεν αναζητά απλώς απαντήσεις για τον θάνατο της μητέρας του· καλείται να αντιμετωπίσει την πατριαρχία μέσα στην οποία ανατράφηκε και να εξερευνήσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Με έντονους συμβολισμούς- για παράδειγμα ο άνυδρος κήπος και το φυσικό περιβάλλον—, ο Χαζαπί καταθέτει μια ιστορία ενηλικίωσης, όπου το παρελθόν επιστρέφει εκδικητικά και το τραύμα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Η αφήγηση όμως απαιτεί από τον θεατή να δεχτεί τον βραδύκαυστο ρυθμό της και να εκτιμήσει το στιλιζάρισμά της, προσφέροντας μια πολυεπίπεδη εμπειρία.

Παίζονται ακόμα:

Χριστούγεννα με τον Ποντικούλη (A Moushunt for Christmas)

Σκηνοθεσία: Χένρικ Μάρτιν Νταλσμπάκεν

Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Νίκου Παπαδόπουλου, Άννας Κουτσαφτίκη, Βάσιας Ζαχαροπούλου, Γιώργου Νικόπουλου, Γεωργίας Ιωαννίδου, Βασιλικής Σούτη

Περίληψη: Μία οικογένεια ποντικιών ετοιμάζεται για τη γιορτή των Χριστουγέννων στο όμορφο, ζεστό εξοχικό της. Ξαφνικά, όμως, η μαγική τους προετοιμασία ανατρέπεται, όταν εμφανίζονται απρόσμενοι γίγαντες.

Μια Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια για όλη την οικογένεια που συνδυάζει animation με live action.

Μια οικογένεια ποντικιών ετοιμάζεται για τα Χριστούγεννα στο εξοχικό της, όταν μια ανθρώπινη οικογένεια καταφθάνει απρόοπτα για να μείνει στο ίδιο σπίτι. Ο πατέρας του Ποντικούλη τους προειδοποιεί: οι άνθρωποι είναι τα πιο επικίνδυνα πλάσματα στον πλανήτη και πρέπει να τους εκδιώξουν με κάθε μέσο. Έτσι ξεκινά μια μεγάλη περιπέτεια, μέχρι που συναντιούνται τα παιδιά των δύο αντίπαλων πλευρών. Έχουν στ’ αλήθεια κάτι να χωρίσουν; Μπορούν άνθρωποι και ποντίκια να συνυπάρξουν και να γιορτάσουν το αληθινό πνεύμα των Χριστουγέννων;

Επαναπροβολές

Σκηνοθεσία: Νίκος Αλευράς

Παίζουν: Νίκος Αλευράς

Περίληψη: Μια φανταστική περιπέτεια με τρομακτική δράση. Πενήντα φανταστικοί ρόλοι σε πενήντα απίθανους χώρους. Ποιος κυνηγάει ποιον; Πού είναι η Ευτυχία; Πού είναι η Αγλαΐα; Γιατί ζούμε; Γιατί αγαπάμε;

H τελευταία σουρεάλ κωμωδία του Νίκου Αλευρά.

Μια παρέα προσπαθεί να βρει το νόημα της ζωής και της ευτυχίας μέσα από τα μάτια μιας πανέμορφης κόρης, της Αγλαΐας, που χάθηκε ξαφνικά. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησής της, μία επαναστατική οργάνωση με λαϊκή βάση ανατρέπει τα πάντα.

Πέφτουν οι Σφαίρες σαν το Χαλάζι και ο Τραυματισμένος Καλλιτέχνης Αναστενάζει

Σκηνοθεσία: Nίκος Αλευράς

Παίζουν: Νίκος Αλευράς , Λίτσα Γεράρδου, Μαρία Νικολαΐδου, Μάκης Τσιπουρίδης , Άρης Τσαραβόπουλος, Άγγελος Μαστοράκης , Τεό Μπομπορομπόμπο (Teo Bomborompo), Λίτσα Σπανέα, Φιλιώ Σαρλή, Σταυρούλα Λαγκαδινού

Περίληψη: Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου αγωνίζεται να ξεφύγει από την αλλοτρίωση, ενώ παράλληλα εκφράζει τα έντονα συναισθήματά του για τη γυναίκα του, τον κινηματογράφο και την Ελλάδα της μεταπολίτευσης.

Η θρυλική ταινία του Νίκου Αλευρά όχι μόνο σημάδεψε την εποχή της, αλλά συνέχισε να ζει ως θρύλος, χάρη στη σύγκρουσή της με τα όρια της λογοκρισίας και τα κατεστημένα της δημόσιας τηλεόρασης.

Η ταινία παρακολουθεί την πορεία ενός καλλιτέχνη σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό και τον κόσμο γύρω του. Με ευρηματική χρήση εικόνων, συμβολισμών και χιούμορ, ο Αλευράς χτίζει μια κινηματογραφική αφήγηση που δεν υπακούει σε κανόνες: ένα έργο-κολλάζ που κοιτά τη ζωή και την τέχνη με μάτια πληγωμένα, αλλά και βαθιά τρυφερά.

Γυρισμένη στα μέσα της μεταπολίτευσης, η ταινία συνδυάζει σουρεαλισμό, καυστικό χιούμορ, αυτοσαρκασμό και έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Αλευράς ξεγυμνώνει τον κόσμο του καλλιτέχνη, τις εμμονές και τις αγωνίες του, σχολιάζοντας την εποχή με πρωτοφανή ελευθερία ύφους. Το αποτέλεσμα είναι ένα «κινηματογραφικό παραλήρημα» που κινείται ανάμεσα στη φάρσα, την εξομολόγηση και την πολιτική αλληγορία.

Στις 28 Απριλίου 1984, είχε προγραμματιστεί η προβολή της από το κανάλι ΕΡΤ2 της κρατικής τηλεόρασης, η οποία όμως διακόπηκε 20 λεπτά μετά, έπειτα από απόφαση του προέδρου της ΕΡΤ2, Σάκη Αποστολόπουλου, να ρίξει μαύρο στο κανάλι για 45 λεπτά, καθώς υπήρξαν παράπονα τηλεθεατών. Τα παράπονα προήλθαν από μια σκηνή στην αρχή της ταινίας, όπου ο ενήλικος σκηνοθέτης υποδύεται ότι θηλάζει τη μητέρα του. Ακολούθησε μεγάλη δημοσιότητα στα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα η ταινία να πάψει να προβάλλεται στην τηλεόραση, παρόλο που την επόμενη μέρα επανακυκλοφόρησε στις αίθουσες και η ανταπόκριση του κοινού ήταν μεγάλη.