F1 The Movie/Φωτογραφία AP

Οι ταινίες της εβδομάδας: Στην F1, ο Μπραντ Πιτ και ο Χαβιέρ Μπαρδέμ κάνουν στροφή ενάντια στον ηλικιακό ρατσισμό του Χόλιγουντ

Αυτή την εβδομάδα, ο Μπραντ Πιτ ανεβάζει στροφές στο «F1», ένα γαλλικό rom-com εμπνέεται από την Τζέιν Όστεν, ένα αστικός θρύλος της Βαρκελώνης ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη, η Λετίσια Ντος αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός αξιαγάπητου σκύλου, ενώ ο Γκιγιόμ Κανέ και η Σαρλότ Γκενσμπούργκ πρωταγωνιστούν σε μια ιστορία του Ζορζ Σιμενόν.

F1: Η Ταινία (F1)

Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Κοζίνσκι

Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Ντάμσον Ίντρις, Κέρι Κόντον, Χαβιέρ Μπαρδέμ, Τομπάιας Μένζις, Κιμ Μπόντνια, Σάρα Νάιλς, Σιέι Γουίγκαμ, Τζόζεφ Μπαλντεράμα, Σάμσον Κάγιο

Περίληψη: Ο Σόνι Χέιζ, οδηγός της Φόρμουλα 1 κατά τα 90s, είχε αναγκαστεί λόγω εντός τρομερού ατυχήματος να εγκαταλείψει. Όμως, ένας επιχειρηματίας και φίλος τον πείθει να επιστρέψει για να καθοδηγήσει έναν νεαρό ταλαντούχο οδηγό, τον Τζόσουα Πιρς.

Ο Μπραντ Πιτ στροφάρει στο πολυαναμενόμενο blockbusterτου Τζόζεφ Κοζίνσκι.

Ο Σόνι Χέιζ, ένας βετεράνος οδηγός αγώνων, έρχεται κατευθείαν από τη δεκαετία του ’90, την τελευταία δηλαδή που συνέβη κάτι σημαντικό σε επίπεδο τέχνης, μόδας, πολιτικής και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να πει: είναι απείθαρχος, αναζητάει την ελευθερία του, σιχαίνεται τα social media, παίρνει ρίσκα και χάνει συνεχώς. Ως μεγαλο ταλέντο της Φόρμουλα 1, δεν είχε την ευτυχία να έχει στο πλευρό του έναν ικανό και έμπειρο συνοδοιπόρο, οπότε και η καριέρα του κατακρημνίστηκε. Ο ίδιος εργάστηκε ως ταξιτζής, τζόγαρε μέχρι τελικής πτώσεως, πήρε δυο διαζύγια και πλέον ζει σ' ένα βανάκι ως απόλυτος loser. Όμως, ο Σόνι μέσα από όλες αυτές τις τρικυμίες απέκτησε την πείρα που του έλειπε. Έτσι, όταν ένας κολλητός από τα παλιά και νυν ιδιοκτήτης της ομάδας Apex, η οποία δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά στους αγώνες της Φόρμουλα 1, Ρούμπεν Θερβάντες, του ζητάει τη βοήθειά του, εκείνος βλέπει μια ευκαιρία όχι να επανακάμψει, αλλά να εκπληρώσει μια παλιά υπόσχεση. Θα βρεθεί τότε αντιμέτωπος με τον νέο ανερχόμενο, λάτρη της δημοσιότητας και της μαμάς του, Τζόσουα "Νόα" Πιρς, ο οποίος συνεχώς τον κοροϊδεύει για την ηλικία του και κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι ο Χέιζ είναι ένα ακόμα «άλογο που πρέπει να σκοτώσουμε, επειδή μεγάλωσε».

Με παραγωγό τον Τζέρι Μπρουκχάιμερ, αλλά και τον Λιούις Χάμιλτον, ο Τζότζεφ Κοζίνσκι («Top Gun: Maverick») και μαζί του το Χόλιγουντ, φτιάχνουν μια μηχανοκίνητη περιπέτεια, που οι λάτρεις της ταχύτητας θα λατρέψουν, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να απευθυνθούν και σε κοινό που δεν έχει καμία σχέση με το άθλημα. Το σενάριο του Έρεν Κρούγκερ μπορεί να μην διαθέτει πρωτότυπες ιδέες και βαθυστόχαστες αναλύσεις, όμως τη δουλειά του την κάνει. Έτσι, μια σχηματική πλοκή, που από την αρχή ξέρεις πού θα καταλήξει, δίνει χώρο στις σκηνές στις πίστες, που γυρίστηκαν σε πραγματικά grand prix, να απογειώσουν την αδρεναλίνη -εκπληκτική η δουλειά που έχει γίνει στο μοντάζ και τον ήχο με την τεχνική του IMAX να απογειώνει την εμπειρία.

Το ενδιαφέρον για τους μη μυημένους στους αγώνες της Φόρμουλα 1, που δεν έχει ευτυχήσεικινηματογραφικά είναι η αλήθεια, έγκειται στο γεγονός ότι μια απολύτως εμπορική ταινία, που χρησιμοποιεί όλες τις «συνταγές», βγάζει γλώσσα στον ηλιακό ρατσισμό, προτρέποντάς μας ρομαντικά να επιστρέψουμε στα 90’ς, καταβαραθρώνει ευθέως όλες τις μοντερνιές και η μανία των social, προβάλλει τη γοητεία των Μπρατ Πιτ και Χαβιέ Μπαρδέμ και εξυμνεί την παλιομοδίτικη «σοφία», αποθεώνοντας τη συνεργασία ως πραγματική γέφυρα του χάσματος των γενεών.

Ο άντρας παλαιάς κοπής εδώ δεν είναι τοξικός, ούτε φαλλοκράτης, αλλά κρατάει κάτι από τον Πολ Νιούμαν και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ερωτεύεται «μεσήλικες» τύπου Κέρι Κόντον και παραμένει αντισυστημικός με έναν μοναδικό τρόπο. Κι αυτό είναι το στοίχημα που κερδίζει ο Κοζίνσκι: ότι κάνει μια ταινία δράσης, καταφέρνοντας να πάρει μαζί του καιτ ο μεγαλύτερης ηλικίας κοινό, και όσους βαριούνται απελπιστικά τους αγώνες αυτοκινήτων, αλλά καιτη νεολαία, που σίγουρα θα αποθεώσει τον Χέιζ, ως απόλυτο ποπ σύμβολο, όπως ακριβώς είναι και ο Μάβερικ του έτερου γόη «βετεράνου» Τομ Κρουζ, που έσπευσε να στηρίξει την ταινία και μαζί τον καλό του φίλο Μπραντ Πιτ.

Η Τζέιν Όστεν με Κατέστρεψε (Jane Austen a gâché ma vie (Jane Austen Wrecked My Life)

Σκηνοθεσία: Λάουρα Πιάνι

Παίζουν: Καμίλ Ρουτεφόρ, Πάμπλο Πώλι, Τσάρλι Άνσον, Αναμπέλ Λενγκρόν, Λιζ Κρόουδερ, Άλαν Φέρμπερν, Λόλα Πεπλό, Αλίς Μποτό, Ρομάν Ανζέλ, Λορένς Πιερ, Αλιζέ Σουδέ, Ροντρίγκ Πουβέν, Νάνα Χεντίν, Φρέντερικ Γουάιζμαν, Πιερ-Φρανσουά Γκαρέλ

Περίληψη: Η Αγκάτ δουλεύει σε ένα παριζιάνικο βιβλιοπωλείο. Ως θαυμάστρια της Τζέιν Όστεν, θα λάβει μια απρόσμενη πρόσκληση από το ίδρυμα της διάσημης Βρετανίδας συγγραφέα, που θα την αναγκάσει να πάρει επιτέλους τη ζωή της στα χέρια της.

Γαλλική ρομαντική κομεντί, εμπνευσμένη από την Τζέιν Όστεν.

Η Αγκάτ είναι μια νεαρή γοητευτική, μπερδεμένη βιβλιοφάγος, που ονειρεύεται μια ερωτική ιστορία αντάξια των μυθιστορημάτων της Τζέιν Όστεν. Δουλεύει στο εμβληματικό βιβλιοπωλείο Shakespeare and Co. στο Παρίσι, αλλά θέλει να γίνει συγγραφέας. Έχει ζωηρή φαντασία και καμία σεξουαλική σχέση, καθώς η  ζωή δεν ανταποκρίνεται ποτέ στις υποσχέσεις της λογοτεχνίας. Προσκεκλημένη από το Ίδρυμα Όστεν σε’ένα residency για συγγραφείς στην Αγγλία, η Αγκάτ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις αμφιβολίες της για να πραγματοποιήσει επιτέλους το όνειρό της να γράψει... και να ερωτευτεί.

 Η τηλεοπτική σεναριογράφος Λάουρα Πιάνι στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, επηρεασμένη σαφώς από τη Βρετανίδα συγγραφέα, θέλει να πλάσει μια ηρωίδα,που παλεύει ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω της, στις αντιφάσεις και τις εσωτερικές της συγκρούσεις. Αντ’ αυτού όμως παραδίδει μια συμβατική ρομαντική κομεντί, που επαναλαμβάνει όλα τα κλισέ του είδους - και τη γαλλική φλυαρία- πάνω στο χιλιοειπωμένο μοτίβο του «νέα γυναίκα μόνη ψάχνει, αλλά τελικά βρίσκει τον έρωτα εκεί που δεν το περιμένει».

Το ταξίδι της Αγκάτ στο Ηνωμένο Βασίλειο δίνει μερικές αφορμές για κάποιες κωμικές στιγμές  με τη γαλλική καιτη βρετανική κουλτούρα να συγκρούονται, το διακύβευμα ότι ο συγγραφέας δεν μιμείται απλώς ένα πρότυπο υπάρχει στο φινάλε, αλλά δυστυχώς η Πιάνι δεν εκμεταλλεύεται όσο θα μπορούσε το κόλλημα της ηρωίδας της, ούτε φυσικά και το πνεύμα της Όστεν, το οποίο υπάρχει μόνο στον τίτλο και πουθενά αλλού, φροντίζοντας να ακολουθεί την πεπατημένη των rom com, εφευρίσκοντας μερικές πικάντικες πνευματώδεις στιγμές.

Η δίκη του σκύλου (Le procès du chien /Dog On Trial)

Σκηνοθεσία: Λετίσια Ντος

Παίζουν: Λετισιά Ντος, Φρανσουά Νταμιέν, Ζαν-Πασκάλ Ζαντί, Αν Ντορβάλ, Αναμπέλα Μορέιρα, Ματιέ Ντεμί, Πιερ Ντελανσόν

Περίληψη: Η Απρίλ, μια ανεξάρτητη δικηγόρος γνωστή για το θάρρος της να αναλαμβάνει χαμένες υποθέσεις, αποφασίζει να υπερασπιστεί έναν σκύλο. Μια ζωντανή και διασκεδαστική δίκη ξεδιπλώνεται, όπου η ζωή ενός χαριτωμένου τετράποδου κρέμεται από μια κλωστή.

 Δικαστική κωμωδία, βραβευμένη με το Palm dog στο Φεστιβάλ Καννών, που εγείρει ερωτήματα για τη σχέση μας με τα ζώα.

Η Απρίλ, μια ανεξάρτητη δικηγόρος γνωστή για το θάρρος της να αναλαμβάνει χαμένες υποθέσεις, είναι αποφασισμένη να κερδίσει την επόμενη. Όταν όμως ο Ντάριους, ένας φαινομενικά απελπισμένος πελάτης, της ζητά να υπερασπιστεί τον σκύλο του, τον Κόσμο, που δάγκωσε τρεις γυναίκες και απειλείται με ευθανασία, δεν μπορεί να αρνηθεί. Έτσι, βυθίζεται στην παράλογη πραγματικότητα της υπεράσπισής του, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο το νομικό σύστημα, αλλά και υπερασπίζοντας τα δικαιώματα των γυναικών και των ζώων.

Η Ελβετογαλλίδα ηθοποιός Λετίσια Ντος- σταθερή συνεργάτιδα της Ζουστίν Τριέ- μαζί με την Αν-Σοφί Μπέιλι γράφουν μια σουρεαλιστική κωμωδία με στοιχεία σπάλστικ χιούμορ για τα δικαιώματα των ζώων, τα ένστικτα, αλλά και την υποκρισία μιας ολόκληρης κοινωνίας, που δικάζει έναν σκύλο, αλλά αδιαφορεί για όσα διαπράττει ο άνθρωπος. Η ίδια, κρατώντας τον ρόλο της ιδεαλίστριας Απρίλ που ακολουθεί τη δική της ηθική πυξίδα κόντρα στις επιταγές της επιτυχίας, φτιάχνει έναν χαριτωμένο μπουφόνικο χαρακτήρα και ενορχηστρώνει μια εντελώς παράλογη δίκη, όπου δεσπόζει η ανθρώπινη υποκρισία, κάτω από το αθώο βλέμμα του τρισχαριτωμένου «Κόσμος».

Ο κωμικός τόνος υπερισχύει της φιλοσοφικής αναζήτησης, πράγμα που βοηθάει την Ντος να αποφύγει τον διδακτισμό, αλλά σε σημεία δεν της επιτρέπει να εμβαθύνει περισσότερο στον κεντρικό της άξονα, σχετικά με την καταδίκη και τη διαμονοποίηση του ενστίκτου- που αντιπροσωπεύουν τα ζώα, άλλα και εν γένει οι αδύναμοι-σε αυτό τον κόσμο. Η αλληγορία της όμως λειτουρεί και ο προβληματισμός της συγκινεί, κάνοντας τον τρισχαριτωμένο τετράποδο πελάτη της Απρίλ ένα σύμβολο.

Ο Θάνατος της Μπελ (Belle)

Σκηνοθεσία: Μπενουά Ζακό

Παίζουν: Γκιγιόμ Κανέ, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Πάτρικ Ντεσάν, Πολίν Νιρλς, Ζερεμί Κοβιγιό, Αϊσατού Ντιαλό, Σάνια Καμέλ

Περίληψη: Η ζωή ενός ζευγαριού ανατρέπεται, όταν ο άνδρας κατηγορείται για τη δολοφονία μιας νεαρής κοπέλας.

Ταινία μυστηρίου, βασισμένη σε μια ιστορία του Ζορζ Σιμενόν.

Ο Πιερ και η σύζυγός του Κλέα ζουν μια ήρεμη ζωή σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Εκείνος είναι καθηγητής μαθηματικών στο κολέγιο Ζορζ Σιμενόν, εκείνη διατηρεί ένα οπτικό κατάστημα και φιλοξενούν την Μπελ, κόρη μιας φίλης τους. Η ζωή τους ανατρέπεται ολοκληρωτικά, όταν η νεαρή κοπέλα βρίσκεται νεκρή μέσα στο σπίτι τους. Καθώς ο Πιερ ήταν ο μόνος που βρισκόταν εκεί και την είδε για τελευταία φορά, γίνεται ο βασικός ύποπτος. Αρνούμενος να προσλάβει δικηγόρο και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αντιμετωπίζει την ανάκριση της αστυνομίας, την ταπείνωση, την περιφρόνηση των συναδέλφων του, αλλά  και την εχθρότητα των κατοίκων της μικρής πόλης, όπου τίποτα δεν μένει κρυφό.

Ο Μπενουά Ζακό (« Sade», «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας», «Villa Amalia «), που κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό, γεγονός που έθαψε κυριολεκτικά την ταινία, η οποία δεν προβλήθηκε ποτέ στη Γαλλία, μεταφέρει ελεύθερα στη σύγχρονη εποχή το «Belle» του Σιμενόν.

Η υπόθεση μιας γυναικοκτονίας και οι παράπλευρες συνέπειες του #Metoo μπορεί τη δεκαετία του ’50 να μην απασχολούσαν τόσο τον μετρ των ψυχολογικών θρίλερ, όμως δεν διαφεύγουν από την προσοχή του Ζακό και του σημερινού θεατή. Το αν ο σκηνοθέτης είχε ήδη δρομολογήσει την εν λόγω κινηματογραφική μεταφορά, πριν βρεθεί στο  στόχαστρο της δικαιοσύνης, δεν είναι γνωστό, όμως σίγουρα οι κοινωνικές προεκτάσεις του ζητήματος φαίνεται να τον ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων του, πράγμα για το οποίο φημίζεται ο Σιμενόν.

Έτσι, οι χαρακτήρες του δράματος μένουν υπό σκιάν, με τον Ζακό να αδιαφορεί για το σασπένς και το μυστήριο, επενδύοντας περισσότερο σε μια προσωπική εξομολόγηση ότι ένας ηδονοβλεψίας δεν είναι απαραίτητα και βιαστής. Το πρόβλημα είναι ότι η διάσταση που επιλέγει να ακολουθήσει, αυτής της ενοχής, καθώς καιτα όρια αλήθειας και ψέματος εντός κοινωνικών συμβάσεων, αντιμετωπίζονται επιφανειακά.

Ο Γκιγιόμ Κανέ ερμηνεύει αποστασιοποιημένα τον Πιερ, που σιωπηλά αρνείται να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του και ίσως λειτουργεί ως alter ego του Γάλλου δημιουργού. Προφανώς γι' αυτούς τους λόγους, ο διάσημος σταρ αρνήθηκε να συμμετάσχει στην προώθηση της ταινίας, ενώ η Σαρλότ Γκενσμπούργκ κράτησε τις αποστάσεις της, αφού ο πατριός της, Ζακ Ντουαγιόν, είναι συγκατηγορούμενος του Ζακό.

Τελευταίος Σταθμός Ροκαφόρτ (Estación Rocafort /Last Stop: Rocafort St.)

Σκηνοθεσία: Λουίς Πριέτο

Παίζουν: Ναταλία Αθαρά, Χαβιέρ Γκουτιέρεθ, Βαλέρια Σορόγια

Περίληψη: Η Λάουρα πιάνει δουλειά στο μετρό της Βαρκελώνης και της ανατίθεται ο σταθμός Ροκαφόρτ, όπου εκεί έχουν πεθάνει αρκετοί άνθρωποι υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Τότε, θα προσπαθήσει με τη βοήθεια ενός αστυνομικού να ανακαλύψει την αλήθεια.

Ισπανικό θρίλερ για τον ανατριχιαστικό αστικό μύθο του πιο τρομακτικού σταθμού στη Βαρκελώνη.

Η Λάουρα έχει αρχίσει να εργάζεται στο μετρό της Βαρκελώνης και της έχει ανατεθεί ο παλιός και ήσυχος σταθμός Ροκαφόρτ. Δεν αργεί να ανακαλύψει ότι ο σταθμός αυτός είναι το κέντρο ενός ανατριχιαστικού αστικού μύθου: πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει εκεί κάτω υπό περίεργες συνθήκες όλα αυτά τα χρόνια και κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να μάθει την αλήθεια. Η κοπέλα ζητά τη βοήθεια ενός πρώην αστυνομικού, του Ρομάν, ο οποίος παθιάζεται με την υπόθεση, προσπαθώντας να ανακαλύψει το μυστικό που κρύβει. Όμως σύντομα συνειδητοποιεί πως ό,τι κι αν συνέβη στις σήραγγες, συνεχίζει ακάθεκτο, στοιχειώνοντας την ίδια και τους γύρω της.

Λέγεται ότι οι σήραγγες του Ροκαφόρτ (όπου πράγματι,εκεί έχουν αυτοκτονήσει αρκετοί άνθρωποι) κρύβουν ένα τρομακτικό παρελθόν, που σημαδεύεται από ανεξήγητα γεγονότα και μια υπερφυσική παρουσία. Ο Λουίς Πριέτο, μετά από κάποιες αγγλόφωνες προσπάθειες, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη και αντλώντας στοιχεία από έναν αστικό μύθο, προσπαθεί να ξαναζωντανέψει το genre του θρίλερ, που συνδέθηκε τα τελευταία χρόνια με τον ισπανικό κινηματογράφο.

 Έτσι, ενώνει καταρχάς δυο διαφορετικές περιόδους μεταξύ τους, προσπαθώντας να μας κάνει όπως έχει δηλώσει, να δούμε το μέτρο με άλλα μάτια, αλλά τελικά δεν αποφεύγει τις κοινοτοπίες, με αποτελέσματα να αναλώνεται σε πολλά  jump scares, για να προκαλέσει ανατριχίλα. Το δε φινάλε για τους φανς του είδους είναι προβλέψιμο αρκετά νωρίς, με την ερμηνεία του Χαβιέρ Γκουτιέρεθ να διασώζεται σε μια ταινία, που δυστυχώς δεν καταφέρνει να αναστήσει το ισπανικό θρίλερ.

Παίζονται  ακόμα:

M3gan 2.0

Σκηνοθεσία: Τζέραρντ Τζόνστοουν

Παίζουν: Άλισον Γουίλιαμς, Βάιολετ ΜακΓκρόου, Έιμι Ντόναλντ

Περίληψη: Η δολοφονική κούκλα, που άφησε το σημάδι της στην ποπ κουλτούρα το 2023, επιστρέφει και δεν είναι μόνη.

Η δημιουργική ομάδα πίσω από το ποπ φαινόμενο —με αρχηγούς τους θρύλους του τρόμου Τζέιμς Γουάν για την Atomic Monster, Τζέισον Μπλαμ για την εταιρεία Blumhouse και τον σκηνοθέτη Τζέραρντ Τζόνστον—κάνει επανεκκίνηση με ένα ολοκαίνουριο, εκρηκτικό κεφάλαιο, βουτηγμένο στο χάος της Τεχνητής Νοημοσύνης .

Δύο χρόνια αφότου η M3GAN, ένα επίτευγμα της Τεχνητής Νοημοσύνης, ξέφυγε από τον έλεγχο με ένα δολοφονικό (και άψογα χορογραφημένο μακελειό) και στη συνέχεια καταστράφηκε, η δημιουργός της, η Τζέμα, έχει γίνει καταξιωμένη συγγραφέας και υπέρμαχος του κρατικού ελέγχου της τεχνητής νοημοσύνης.

Εν τω μεταξύ, η δεκατετράχρονη πια ανιψιά της, Κέιντι, είναι μία έφηβη που επαναστατεί ενάντια στους υπερπροστατευτικούς κανόνες της θείας της. Χωρίς να το γνωρίζουν οι δυο τους, ένας πανίσχυρος εργολάβος αμυντικού εξοπλισμού έχει κλέψει και καταχραστεί την τεχνολογία της M3GAN για να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό όπλο, γνωστό ως Amelia (την απόλυτα φονική κατάσκοπο). Αλλά όσο η Amelia αποκτά συνείδηση του εαυτού της, είναι όλο και λιγότερο πρόθυμη να εκτελεί διαταγές από ανθρώπους. Ή να τους έχει γύρω της. Με το μέλλον της ανθρωπότητας να διακυβεύεται, η Τζέμα συνειδητοποιεί ότι η μόνη επιλογή είναι να αναστήσει τη M3GAN  και να την αναβαθμίσει σε μία ταχύτερη, ισχυρότερη και πιο θανατηφόρα εκδοχή.

Eidyllia

Σκηνοθεσία:  Γιώργος Παπαγαρουφάλης

Παίζουν:  Σταύρος Κανελλίδης, Δημήτρης Νικολόπουλος, Βαγγέλης Αλεξανδρής

Περίληψη: Όταν ο θάνατος του πρωταγωνιστή τους διακόπτει τα γυρίσματα, δύο σκηνοθέτες αναζητούν ένα φινάλε για να καταλήξουν σ’ ένα χωριό γεμάτο γυναίκες, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

Δράμα μυστηρίου του Γιώργου Παπαγαρουφάλη.

Ο Άρης και ο Αργύρης, δύο σκηνοθέτες, βρίσκονται στη μέση των γυρισμάτων της νέας τους ταινίας, όταν ο πρωταγωνιστής τους πεθαίνει αναπάντεχα. Αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν το έργο τους, ξεκινούν ένα ταξίδι για να βρουν την ιδανική τοποθεσία, όπου θα «σκοτώσουν» τον χαρακτήρα του εκλιπόντος ηθοποιού. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησής τους, φτάνουν σε ένα μυστηριώδες χωριό, κατοικημένο αποκλειστικά από γυναίκες. Καθώς παγιδεύονται σταδιακά σε αυτή την παράξενη κοινότητα, αρχίζουν να βιώνουν αλλόκοτα φαινόμενα, που τους οδηγούν να αμφισβητήσουν την ίδια τους την πραγματικότητα.

Επαναπροβολές:

Ο Άνθρωπος Που Γνώριζε Πολλά (The Man Who Knew Too Much)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ

Παίζουν: Τζέιμς Στιούαρτ, Ντόρις Ντέι

Περίληψη: Ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών στο Μαρόκο μαθαίνει κατά λάθος το μυστικό σχέδιο δολοφονίας ενός πολιτικού. Για να μην αποκαλύψουν την πληροφορία στις Αρχές, οι συνωμότες απάγουν τον μικρό τους γιο.

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ επιστρέφει σε δική του παλαιότερη δημιουργία, ενσωματώνοντας την ωριμότητα και τη σκηνοθετική διαύγεια που είχε κατακτήσει στην κορύφωση της καριέρας του.

 Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Μαρόκο, ένα παντρεμένο ζευγάρι Αμερικανών βλέπει μια δολοφονία κι εμπλέκεται άθελά του σε μια διεθνή συνωμοσία. Όταν ο γιος τους πέφτει θύμα απαγωγής, ξεκινά ένα αγωνιώδες κυνηγητό για να τον σώσουν, από την εξωτική Βόρεια Αφρική μέχρι το πιο εμβληματικό μουσικό σκηνικό της Ευρώπης.

Ο φακός του Άλφρεντ Χίτσκοκ ακολουθεί τον Τζέιμς Στιούαρτ και την Ντόρις Ντέι, ένα ζευγάρι που εμπλέκεται τυχαία σε μια διεθνή πολιτική δολοπλοκία, με σταδιακή κλιμάκωση της έντασης σε έναν κόσμο, όπου η απειλή δεν είναι ποτέ άμεσα ορατή. Η εμβληματική σκηνή κορύφωσης στο Royal Albert Hall, διάρκειας 12 λεπτών χωρίς διαλόγους, αποτελεί ένα από τα πιο επιδραστικά δείγματα κινηματογραφικής δεξιοτεχνίας στην Ιστορία του σινεμά. Χρησιμοποιώντας μόνο το μοντάζ, τη μουσική και τη σκηνογραφία, ο Χίτσκοκ δημιουργεί ένα κρεσέντο αγωνίας, ενώ το τραγούδι «Que Sera, Sera» εντάσσεται οργανικά στην αφήγηση.

Η Ντόρις Ντέι, γνωστή κυρίως για τις μουσικές της επιτυχίες, δίνει εδώ την πιο δραματική και υποτιμημένη ίσως ερμηνεία της καριέρας της, ενώ ο Τζέιμς Στιούαρτ αποτυπώνει με λεπτότητα το ψυχολογικό φορτίο ενός απλού ανθρώπου, που καλείται να δράσει σε συνθήκες που τον υπερβαίνουν.

Αποστροφή (Repulsion)

Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι

Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Ίαν Χέντρι

Περίληψη: Όταν η Έλεν φεύγει με τον εραστή της για εκδρομή, η μικρότερη αδελφή της Κάρολ, η οποία πάσχει από αγοραφοβία και τρέφει έναν ψυχοπαθολογικό τρόμο για το σεξ, κλειδώνεται στο διαμέρισμά της και κυριεύεται από νοσηρές φαντασιώσεις.

Με φόντο ένα λονδρέζικο διαμέρισμα που μετατρέπεται σε παγίδα, η Κατρίν Ντενέβ παραδίδει την πιο σκοτεινή και υποβλητική ερμηνεία της καριέρας της.

Η Κάρολ, μια νεαρή γυναίκα που ζει με την αδελφή της στο Λονδίνο, αρχίζει να απομονώνεται, όταν η αδελφή της φεύγει για διακοπές. Φοβισμένη, εσωστρεφής και βαθιά τραυματισμένη, εγκλωβίζεται σ’ ένα δαιμονικό εσωτερικό κόσμο φόβου, ψευδαισθήσεων και βίας. Το διαμέρισμά της  γίνεται ένας ζωντανός οργανισμός, που αντανακλά την παράνοιά της, με τον Ρομάν Πολάνσκι να καταγράφει την οδυνηρή κάθοδο στην τρέλα με εφιαλτική ακρίβεια.

Η «Αποστροφή» αποτελεί την πρώτη ταινία της τριλογίας «Τhe Apartment Trilogy», η οποία ολοκληρώνεται με τις ταινίες  «Το μωρό της Ρόζμαρι» του 1968 και «Ο Ένοικος» του 1976. Η τριλογία περιλαμβάνει τρεις αυτοτελείς ιστορίες ψυχωτικών ατόμων σε διαμερίσματα, που μετατρέπονται από κοινότοποι χώροι σε εφιάλτες, εξαιτίας της παράλληλης ατομικής πραγματικότητας των χαρακτήρων.

 Ο Χρυσοθήρας (The Gold Rush)

Σκηνοθεσία: Τσάρλι Τσάπλιν

Παίζουν: Τσάρλι Τσάπλιν, Τζόρτζια Χέιλ, Μακ Σουέιν

Περίληψη: Μαζί με πολλές χιλιάδες χρυσοθήρες, ο Σαρλό καταφθάνει στην Αλάσκα σ' αναζήτηση χρυσού.

Για ένα μόνο βράδυ, την Πέμπτη 26 Ιουνίου, ακριβώς έναν αιώνα μετά από την πρεμιέρα της, η θρυλική ταινία επιστρέφει για μια μόνο βραδιά στους κινηματογράφους όλου του πλανήτη. Το Cinobo δίνει την ευκαιρία και στο ελληνικό κοινό να παρακολουθήσει το έργο του Τσάρλι Τσάπλιν στο ιστορικό Cine Paris και στο Θερινό Απόλλων στη Θεσσαλονίκη.

Ένας τυχοδιώκτης ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την Αλάσκα, όπου ελπίζει ότι θα ανακαλύψει χρυσό. Εκεί, θα παλέψει για την επιβίωση, θα μπλεχτεί σε σπαρταριστές περιπέτειες και θα ερωτευτεί.

Η λαμπερή πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουνίου 1925 στο Grauman’s Egyptian Theatre, με όλο το Χόλιγουντ να δίνει το παρόν. Τον θεαματικό πρόλογο της βραδιάς συνόδευσαν Εσκιμώες χορεύτριες, φώκιες ισορροπώντας σε μια παγωμένη σκηνή που θύμιζε αρκτικό παγόβουνο, καθώς και «εντυπωσιακοί καλλιτεχνικοί χοροί από σαγηνευτικά όμορφες νέες γυναίκες, ντυμένες με καταπληκτικά πλούσιες και υπέροχες τουαλέτες, όλες εναρμονισμένες με την αρκτική ατμόσφαιρα και τους τόνους της άγριας λευκής χώρας», σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής.

«Ο Χρυσοθήρας» υπήρξε σημείο καμπής στην καλλιτεχνική πορεία του Τσάπλιν, καθώς ήταν η πρώτη βωβή του ταινία που αναβίωσε ο ίδιος, προσθέτοντας ηχητική επένδυση. Στην επανέκδοση του 1942 συνέθεσε μόνος του την ορχηστρική μουσική και αντικατέστησε τα μεσότιτλα με αφήγηση με τη δική του φωνή.

Η Αποστολή (The Mission‎‎)

Σκηνοθεσία: Ρολάν Ζοφέ

Παίζουν: Τζέρεμι Άιρονς, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Άινταν Κουίν, Λίαμ Νίσον, Ρέι Μακάναλι

Περίληψη: Στον 18ο αιώνα, Ισπανοί Ιησουίτες διαφωνούν αν θα πρέπει να αντιταχθούν, πολεμώντας στη μάχη μιας φυλής στον Αμαζόνιο, απέναντι στον Πορτογάλο κατακτητή.

Ιστορικό δράμα, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που απέσπασε Χρυσό Φοίνικα και Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας.

18ος αιώνας, σύνορα Αργεντινής-Βραζιλίας. Οι αυτόχθονες Ινδιάνοι εξανδραποδίζονται από τους Ισπανούς και Πορτογάλους αποίκους και αντιμετωπίζουν τον αφανισμό. Κάποια τάγματα Ιησουιτών δρουν σε απομακρυσμένες ιεραποστολές μέσα στη ζούγκλα, όπου εν μέσω αναρίθμητων κινδύνων, προσπαθούν να προστατεύσουν τους αυτόχθονες. Η πολιτική εξουσία και οιτοπικοί εκπρόσωποί της όμως επικεντρώνονται στα οικονομικά συμφέρονται των δουλεμπόρων αποίκων. Ένας τολμηρός Ιησουίτης μοναχός και ένας απρόσμενος συνοδοιπόρος του, τέως τυχοδιώκτης, θα υπερασπιστούν τα δικαιώματα των Ινδιάνων ως το τέλος.

Το φιλμ βασίζεται στη Συνθήκη της Μαδρίτης του 1750, όταν η Ισπανία παραχώρησε μέρος της ιησουϊτικής Παραγουάης στην Πορτογαλία. Αν και οι χαρακτήρες και η επιμέρους ιστορία είναι μυθοπλασία (ή τουλάχιστον ανεξακρίβωτη στα κεντρικά της σημεία), ο χαρακτήρας του πάτερ Γκάμπριελ έχει ως πρότυπο τον Roque Gonzalez de Santa Cruz, ενώ αυτός του καρδινάλιου Αλταμιράνο παραπέμπει στον πάτερ Luis Altamirano (δεν ήταν όμως καρδινάλιος, αλλά ιεραπόστολος). Ο πάτερ C.J. McNaspy, συγγραφέας του βιβλίου «The Lost Cities of Paraguay», που επηρέασε τη συγγραφή του σεναρίου, διετέλεσε ιστορικός σύμβουλος της παραγωγής.  

Τα γυρίσματα έγιναν στην  Κολομβία, την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Παραγουάη, ενώ πολλοί από τους κομπάρσους ήταν ιθαγενείς και είχαν το ελεύθερο να λένε στη γλώσσα τους ό,τι ήθελαν, γι’ αυτό είναι πολλές οι βρισιές ανάμεσα σε όσα ξεστομίζουν.