Τέχνη και ισότητα: Γιατί τα έργα των γυναικών παραμένουν πιο «φθηνά» στην αγορά
Η παγκόσμια αγορά τέχνης ζει έντονη κινητικότητα, με έργο της Φρίντα Κάλο να σπάει ρεκόρ σε δημοπρασία, αναζωπυρώνοντας συζητήσεις για τις τεράστιες ανισότητες στην αποτίμηση έργων γυναικών καλλιτεχνών.
Το αυτοπροσωπογραφικό έργο της Μεξικανής καλλιτέχνιδας Φρίντα Κάλο «El sueño (La cama)» είχε εκτιμηθεί πως θα σπάσει ιστορικό ρεκόρ σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη. Το έργο, βγήκε προς πώληση χθες από ιδιωτική συλλογή, και έχει προκαλέσει πρωτοφανή ενθουσιασμό, με ειδικούς να ανέμεναν πως μπορούσε να γίνει το ακριβότερο έργο που έχει πουληθεί ποτέ από γυναίκα καλλιτέχνιδα σε δημοπρασία- και επιβεβαιώθηκαν.
Οι ειδικοί του οίκου Sotheby’s αποτιμούσαν το «El sueño (La cama)» της Φρίντα Κάλο μεταξύ 40 και 60 εκατομμυρίων δολαρίων- τελικά πουλήθηκε για 54,7 εκατομμύρια δολάρια. Το τρέχον ρεκόρ ανήκε στη Τζόρτζια Ο’Κιφ, της οποίας το «Jimson Weed/White Flower No.1» είχε φτάσει τα 44,4 εκατομμύρια δολάρια το 2014.
Η Κάλο, που έφυγε από τη ζωή το 1954, κατέχει ήδη τη δεύτερη υψηλότερη τιμή για γυναίκα καλλιτέχνιδα με το «Diego y yo», αυτοπροσωπογραφία του 1949 που δημοπρατήθηκε στα 34,9 εκατομμύρια δολάρια το 2021. Παρά τις εντυπωσιακές αυτές τιμές, η απόσταση από τις αντίστοιχες τιμές έργων ανδρών παραμένει τεράστια.
Γιατί πληρώνουμε λιγότερα για το έργο γυναικών καλλιτεχνών
Ακόμα και στο υψηλότερο πιθανό ποσό της εκτίμησης, το έργο της Κάλο βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από το ρεκόρ του Λεονάρντο ντα Βίντσι, του οποίου το «Salvator Mundi» έφτασε τα 450,3 εκατομμύρια δολάρια το 2017.
Η ανισότητα δεν αφορά μόνο ιστορικές μορφές. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά, η Νοτιοαφρικανή Μαρλέν Ντούμας κατέρριψε το ρεκόρ για γυναίκα καλλιτέχνιδα εν ζωή με το έργο «Miss January», που πουλήθηκε έναντι 13,6 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το προηγούμενο ρεκόρ κρατούσε η Τζένι Σάβιλ με το «Propped». Ωστόσο, η τιμή της Ντούμας δεν αγγίζει ούτε το 15% του ρεκόρ ανδρικού έργου από εν ζωή καλλιτέχνη, του «Rabbit» του Τζεφ Κουνς, το οποίο είχε ξεπεράσει τα 91 εκατομμύρια δολάρια το 2019.
Οι αναλυτές αποδίδουν αυτή τη χαώδη διαφορά σε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, σε θεσμικές αστοχίες και σε μια αγορά που διαμορφώθηκε ιστορικά από άνδρες. Μια μελέτη του 2021, με επικεφαλής τη Ρενέ Μπ. Άνταμς από το Saïd Business School του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, κατέδειξε την καθαρή προκατάληψη που εμφανίζεται ακόμα και στην πρόσληψη ενός έργου.
Σε συμμετέχοντες παρουσιάστηκε σειρά από πανομοιότυπα έργα τεχνητής νοημοσύνης, με μοναδική διαφορά την υπογραφή. Η ίδια εικόνα εκτιμήθηκε υψηλότερα όταν η υπογραφή έδειχνε άνδρα καλλιτέχνη. Η Άνταμς παρατήρησε ότι η ανισότητα διογκώνεται όταν το κοινό πιστεύει πως γνωρίζει τον δημιουργό, λέγοντας ότι «το μέγεθος της διαφοράς στην αγορά τέχνης ξεπερνά κάθε γνωστό χάσμα μισθών».
Η ερευνήτρια και ιστορικός τέχνης Έλεν Γκέριλ, στο βιβλίο της «Women Can’t Paint» το 2020, ανέλυσε 5000 έργα σε μεγάλους διεθνείς οίκους δημοπρασιών. Η έρευνά της κατέληξε σε μια δυσοίωνη διαπίστωση: έργα με ανδρική υπογραφή ανεβαίνουν σε αξία σε σχέση με αντίστοιχα χωρίς υπογραφή, ενώ η υπογραφή γυναίκας οδηγεί σε μείωση της αξίας.
Η ίδια θεωρεί ότι το σύστημα προβάλλει περιπτώσεις επιτυχημένων γυναικών όπως η Σάβιλ, η Κάλο, η Μπρίτζετ Ράιλι και η Γιαϊόι Κουσάμα για να δημιουργήσει εντύπωση προόδου, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις ευρύτερες συνθήκες της αγοράς. Όπως σημειώνει, «τη δεκαετία του 90 περισσότερες γυναίκες σημείωναν άνοδο, ενώ τώρα η επιτυχία περιορίζεται σε πολύ μικρότερο αριθμό, έστω και σε μεγαλύτερη κλίμακα».
Η Γκέριλ έχει μιλήσει με πολλές καλλιτέχνιδες που αντιμετώπισαν άμεσες διακρίσεις μετά τη γέννηση παιδιού. Κάποιες ενημερώθηκαν από εμπόρους τέχνης ότι η δουλειά τους δεν θα πουληθεί, καθώς οι συλλέκτες «δεν εμπιστεύονται ότι μια γυναίκα με παιδί μπορεί να επικεντρωθεί στο έργο της».
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη Γκέριλ, είναι ότι η οικονομική αξία μιας γυναίκας καλλιτέχνιδας μπορεί να μειωθεί λόγω βιολογίας. Η προκατάληψη αυτή έχει εκδηλωθεί ακόμα και σε σχόλια για την εμφάνιση, όπως μιας καλλιτέχνιδας που άκουσε ότι χρειάζεται Botox γιατί «έδειχνε κουρασμένη», προσθέτοντας ότι «οι άνδρες επιτρέπεται να είναι γηρασμένοι και ατημέλητοι».
Η Βρετανίδα καλλιτέχνιδα Tracey Emin αναγνώρισε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες καλλιτέχνες δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2014. Η Emin, η οποία δεν είναι μητέρα, είπε: «Υπάρχουν καλοί καλλιτέχνες που έχουν παιδιά. Φυσικά και υπάρχουν. Ονομάζονται άνδρες».
Σημαντικό μέρος της ευθύνης αποδίδεται στα μουσεία, τα οποία ιστορικά έχουν συλλέξει πολύ περισσότερα έργα ανδρών. Αυτό, σύμφωνα με τη Γκέριλ, επηρεάζει την αγορά, τους συλλέκτες και τη συνολική αντίληψη για το τι θεωρείται σημαντικό.
Η Ιταλίδα συλλέκτρια Βαλερία Ναπολεόνε αφιέρωσε σχεδόν τρεις δεκαετίες στη δημιουργία μιας μεγάλης συλλογής αποκλειστικά έργων γυναικών. Ξεκινώντας το 1997, δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί οι γυναίκες παραγκωνίζονταν λόγω φύλου. Όπως έχει πει, στόχος της ήταν «να δημιουργήσει μια χορωδία γυναικείων φωνών που είχαν φιμωθεί μέσα στην ιστορία της τέχνης».
Σήμερα διαθέτει περίπου 560 έργα σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Μιλάνο. Παρότι η συζήτηση περί ισότητας έχει ενταθεί, τονίζει πως υπάρχει ακόμη ένα «μαύρο κενό» σε μουσεία και οίκους δημοπρασιών. Για την ίδια, η αλλαγή χρειάζεται γενιές και εξαρτάται από νέα ματιά στην επιμέλεια και την αφήγηση της ιστορίας της τέχνης.
Πιο αισιόδοξη εμφανίζεται η Χάριετ Λόφλερ, επιμελήτρια της Women’s Art Collection στο Murray Edwards College του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, τη μεγαλύτερη συλλογή τέχνης γυναικών στην Ευρώπη. Βλέπει τη δημοπρασία της Κάλο ως ευκαιρία να φωτιστεί το ζήτημα εκπροσώπησης.
Όπως σημειώνει, πάντα υπήρχαν γυναίκες καλλιτέχνιδες, όμως η κυρίαρχη ιστοριογραφία επικέντρωσε στους άνδρες. Για εκείνη, η συλλογή τους λειτουργεί ως «σμήνος, όχι ως μεμονωμένα αστέρια», με έργα που συχνά αγγίζουν τη συμβολική διαγραφή των γυναικών μέσα στην καλλιτεχνική ιστορία.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το National Museum of Women in the Arts ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1980 για να αντιμετωπίσει την υποεκπροσώπηση των γυναικών στην ιστορία της τέχνης. Η επικεφαλής επιμελήτρια Κάθριν Γουότ έχει επισημάνει πως, παρότι η αναγνώριση αυξάνεται, οι διακρίσεις στην έρευνα, στις συλλογές και στην αγορά παραμένουν ορατές. Θεωρεί μάλιστα καθοριστική την επέκταση της έρευνας και της εκθεσιακής προβολής για την αλλαγή της οικονομικής αξίας των έργων γυναικών.
Στον οίκο Sotheby’s, η επικεφαλής λατινοαμερικανικής τέχνης Άννα Ντι Στάσι αναγνωρίζει ότι τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μετρήσιμη πρόοδος στην εκπροσώπηση και την εμπιστοσύνη της αγοράς. Παράλληλα τονίζει ότι έχουν καταγραφεί εντυπωσιακά αποτελέσματα και από άλλες καλλιτέχνιδες όπως η Ο’Κιφ και η Λι Κράσνερ. Για την ίδια, το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο είναι πως η κατάρριψη ρεκόρ δεν θα σταματήσει στην Κάλο, αλλά θα συνεχιστεί από άλλες γυναίκες καλλιτέχνιδες που αναδύονται δυναμικά στην αγορά.