Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ο έρωτας είναι πάντα άγιος»
Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος γεννήθηκε σ’ένα χωριό της Αχαΐας. Σπούδασε Οικονομικά στην Πάτρα και θέατρο στην Αθήνα. Μένει στο κέντρο της πόλης. Τον Οκτώβριο θα κλείσει τα σαράντα.
Τον χειμώνα, εκτός απ’τον «Αγιο Ερωτα» θα παίξει στο «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με την Ελεονώρα Ζουγανέλη -σκηνοθεσία Πέτρος Ζούλιας, μουσική Σταύρος Ξαρχάκος (Ελληνικός Κόσμος).
Το καλοκαίρι περιοδεύει με τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Είναι ο Νεοπτόλεμος, πλάι στον Γιώργο Κιμούλη.

«Μπήκα στο θέατρο από έναν άλλο δρόμο, χωρίς καμία θεατρική παιδεία. Μεγάλωσα σ’ένα περιβάλλον συντηρητικό. Σχολείο πήγαινα στην πόλη -τ’απογεύματα γυρνούσα στο χωριό. Νομίζω ότι από τότε που αποφάσισα να σπάσω την κάψουλα ότι ο κόσμος είναι αυτό που μου λένε οι γονείς μου, η μικρή μου κοινωνία, άρχισαν τα πράγματα ν’αποκαλύπτονται.
»Ακόμα κι όταν μπήκα στον χώρο, μετέωρος ήμουν. Είχα την ευλογία να τελειώσω μια πολύ καλή δραματική σχολή, του Ωδείου Αθηνών, με καλούς καθηγητές. Μου δώσανε πολλά ερεθίσματα για να ψάξω, να δω. Μετά επειδή η δουλειά ταυτίστηκε με τη ζωή άρχισαν να με αφορούν τα πράγματα που είναι ζωντανά, που συγκινούν και μετατοπίζουν τον κόσμο, τα αληθινά. Κι αυτό έχει να κάνει και με τις θεατρικές επιλογές. Να μην ξεχαστώ, να μην εφησυχάσω, να μην με παρασύρει η τηλεόραση. Νομίζω ότι ξέρω ν’αναζητώ δασκάλους, ανθρώπους να θαυμάζω, να μ’εμπνέουν.

»Όταν πέρασα στο Οικονομικό στην Πάτρα, ο πατέρας μου μου είπε “έλα τώρα, τι τις θες τις σπουδές, έλα ν’ανοίξουμε ένα σουβλατζίδικο στο χωριό”. Ο πατέρας μου ήταν ελαιοχρωματιστής και ταυτόχρονα είχαμε και μια μικρή στάνη με γίδια. Το θέατρο δεν περίμενα ποτέ ότι θα το καταλάβει η οικογένειά μου, παρά μόνο αν το έβλεπε στην πράξη. Ετσι, κάποια στιγμή, κάλεσα τη μητέρα μου στο δεύτερο έτος της σχολής. Ηξερε ότι συμπληρωματικά με το Πανεπιστήμιο ήμουν και σε μια σχολή που είχα να κάνει με τον πολιτισμό. Όταν είδε τις εξετάσεις μου και βγήκε απ’την αίθουσα με ρώτησε “συγνώμη, ηθοποιός, θες να γίνεις”; Και συμπλήρωσε “να το κάνεις”.
»Τον πατέρα μου τον έχασα στα 23 μου -κι αυτό ήταν και μια αφορμή που ουσιαστικά μετατοπίστηκα με το θέατρο. Γιατί έπρεπε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της σοβαρής κατάστασης της υγείας του, να στηρίζω την οικογένειά μου. Τα βράδια έφευγα λίγο απ’το σπίτι και πήγαινα στο Ρωμαϊκό Ωδείο στην Πάτρα, πηδούσα τα κάγκελα για να δω καμία συναυλία. Και μια μέρα δεν ήταν συναυλία, ήταν παράσταση, “Ο θάνατος του εμποράκου” με τον Θύμιο Καρακατσάνη.
»Το να δείχνει την ευαισθησία του ένας άντρας στην επαρχία, δεν ήταν και το πιο αναμενόμενο. Όταν όμως είδα αυτή την παράσταση μ’έπιασαν τα κλάματα, δεν μπορούσα να σταματήσω. Με συγκίνησε. Αρχισα να ψάχνω για το θέατρο και είπα να το δοκιμάσω.
»Στο σχολείο ήμουν καλός στα θεωρητικά και λογοτεχνικά μαθήματα, αλλά δεν διάβαζα ιδιαίτερα. Διάβαζα κυρίως πράγματα για την θρησκεία. Ως τα 13 μου ήθελα να γίνω θεολόγος.

»Αν πιστεύω; Ποτέ δεν έχω αμφισβητήσει ότι υπάρχει κάτι ανώτερο. Παλιότερα πίστευα στον Θεό. Οταν άνοιξε το μυαλό μου και διάβασα για άλλες θρησκείες και είδα τι δανείστηκε η μία απ’την άλλη, όταν άρχισα να μελετάω την αρχαία ελληνική Μυθολογία, κατάλαβα πολλά. Αλλά ποτέ δεν αμφισβήτησα την ύπαρξη κάτι ανώτερου. Πιστεύω ότι όλοι είμαστε ένα μικρό κύτταρο από κάτι ανώτερο με το οποίο έχουμε μια διαλεκτική σχέση.
»Οσο ήμουν παιδάκι έβρισκα στην εκκλησία ένα καταφύγιο στις σκέψεις μου. Τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε επαρχία, κι αυτή είναι μια προσωπική μου εκτίμηση, έρχονται πολύ πιο νωρίς σ’επαφή με τον θάνατο όχι μόνο του σκύλου τους ή ενός ζώου που σφάζουν, αλλά και με τον θάνατο ενός δικού τους. Βλέπουν εικόνες. Πεθαίνει κάποιος στο χωριό, τον κλαίνε στο σπίτι, οπότε η εικόνα του θανάτου σε οδηγεί κατευθείαν στο να αναζητήσεις κάτι άλλο πέρα απ’αυτή τη ζωή -άρα τον Θεό. Εκεί ξεκινάει ουσιαστικά και η φιλοσοφία.
»Η σκληρότητα μπορεί να σου αναπτύξει αντίθετες δυνάμεις, να γίνεις λίγο πιο ευαίσθητος. Ο παππούς μου πριν σφάξει το τραγί που μεγάλωνε, το χάιδευε… Άλλο το’να άλλο τ’άλλο. Τα’χω δει αυτά και τα’χω κάνει κι εγώ -έχω ακόμα σημάδια στα χέρια μου.
»Οι γονείς μου πιστεύανε. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία με τη μητέρα μου και τις τέσσερις αδελφές μου, πέντε παιδιά.

»Εχει μια τεράστια μοναξιά η επαρχία, το να είσαι βοσκός -εγώ ήμουν βοηθός βοσκού στον πατέρα μου. Η μοναξιά μου δημιούργησε την ανάγκη να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Η φύση με την οποία έρχεσαι σ’επαφή λειτουργεί μ’έναν πολύ ωραίο τρόπο, παρηγοριάς. Η φύση σε βοηθάει να καταλάβεις ότι είμαστε όλοι μέρος ενός συνόλου και δεν διαφέρουμε. Κι ότι όλα είναι απλά. Κυριαρχεί ο θάνατος και ο έρωτας. Η ορμή προς ύπαρξη και η ορμή προς θάνατο, η διαιώνιση.
»Η τηλεόραση μ’απασχολούσε πολύ πριν κάνω τηλεόραση. Εγινα ηθοποιός αλλά η τηλεόραση δεν ήρθε κατευθείαν, ούτε μ’ένοιαζε. Δούλευα, δεν είχα μείνει ποτέ χωρίς δουλειά, οπότε δεν μ’ένοιαζε η τηλεόραση ούτε η αναγνωρισιμότητα, να με ξέρει ο κόσμος. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα βγάλω λεφτά απ’την τηλεόραση. Την εποχή που ξεκινήσαμε εμείς τα πράγματα ήταν δύσκολα -το είχα αποδεχτεί. Όταν ήρθε η τηλεόραση, είδα τα καλά της. Είδα ότι τη δουλειά μου μπορεί να τη δει δύο εκατομμύρια κόσμος, κάτι που στο θέατρο μπορεί να μην συμβεί ποτέ… Οταν κατάφερα να πάω στο σούπερ-μάρκετ και να μην συγκρίνω τις τιμές για να γεμίσω το καλάθι μου, κατάλαβα. Το ζήτημα για μένα ήταν πως να μην είμαι ψεύτης στην επαφή με τον κόσμο.
»Είχα ένα ένστικτο με την τηλεόραση, ότι θα πάει καλά για μένα. Ηταν η εποχή που ετοιμαζόμουν να πάω στους Αγιους Τόπους. Κάτι με τράβαγε. Όταν αναζητάς κάτι ανώτερο, σε τροφοδοτούν τα οφέλη των ανθρώπων που πιστεύουν. Το να πιστεύεις είναι κάτι πολύ εμπνευστικό -και δεν μιλάω για τις θρησκείες αλλά για την πίστη. Εκλεισα τη δουλειά στις “Αγριες Μέλισσες” και όταν μπήκα στο αεροπλάνο για τα Ιεροσόλυμα ήξερα ότι όταν θα επιστρέψω τα πράγματα θα είναι αλλιώς…
»Για μένα ένα τεράστιο βάρος ήταν ν’αποδείξω στον κόσμο και ακόμα περισσότερο στον χώρο μου ότι δεν είναι μόνο το δέμας, και να πείσω γι’αυτό. Οι “Αγριες Μέλισσες” με βοήθησαν να πετάξω αυτή την πανοπλία. Ο κόσμος και ο θεατρικός κόσμος, εκτίμησαν τη δουλειά. Θυμάμαι πήγα να δω μια παράσταση στη Στέγη και ήρθε ο Νίκος Καραθάνος και με πήρε αγκαλιά -Ποιος; Ο Καραθάνος, ένας καλλιτέχνης που εκτιμώ πολύ. Και κάπου εκεί ηρέμησα. Δεν ήθελα ν’αποδείξω στους άλλους αλλά σε μένα: Να μην ξεχνάω τι κάνω, τι σημαίνει κάθε επιλογή, με ποιον, ποιο είναι το ψυχικό μου ταμείο.
»Μ’απασχολεί τι θα πει ο κόσμος και ειδικά ο θεατρικός, αλλά σε σχέση με τη δουλειά μου. Γιατί η εμφάνιση προκαλεί μια καχυποψία -δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος εμφανίσιμος άνθρωπος που δεν έχει αντιμετωπίσει κάτι αντίστοιχο. Το “ωραίος” δεν το αντιλαμβάνομαι. Για μένα η ομορφιά ήταν και είναι κάτι άλλο. Δεν ερωτευόμουν τις όμορφες, αλλά τον χαρακτήρα, το χαμόγελό τους. Η ομορφιά είναι κάτι πολύ υποκειμενικό, μια δαιμονική κυριαρχία μέσα σ’ένα χώρο από κάτι απροσδιόριστο που δεν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά εσένα σε καταλαμβάνει. Είναι εύκολο να εφησυχάσεις με μια εμφάνιση και δύσκολο να την ξεπεράσεις.

»Μετά τις “Μέλισσες” δεν έκανα τηλεόραση. Δούλεψα στο θέατρο με τον Γιώργο Καπουτζίδη, στο “42497”, το πρώτο του δραματικό έργο. Ηταν τεράστια η χαρά γιατί ο Γιώργος είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, ευαίσθητος καλλιτέχνης -έκανε μια αληθινή παράσταση. Μετά έκανα τον “Παράδεισο των Κυριών”. Πέρυσι το καλοκαίρι έκανα επιθεώρηση, με τον καλύτερο, τον Σταμάτη Φασουλή.
»Στην αρχή δεν ήθελα να κάνω τον “Αγιο Ερωτα”. Το μυαλό μου πήγαινε κατευθείαν στα “Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας”, στο “Αγγιγμα ψυχής”. Επίσης ο τίτλος δεν μου’λεγε τίποτα. Ο έρωτας είναι πάντα άγιος.
»Στο κάστινγκ πήγα γιατί ήταν η Ηρώ Γάλλου και δεν ήθελα να της πω όχι. Τότε συζητούσα για δύο άλλες σειρές. Μια κωμωδία, για την οποία τελικά ήθελαν ηθοποιό μεγαλύτερης ηλικίας και μια δραματική, που μ’ενδιέφερε, γιατί σκηνοθέτης είναι ο Γιάννης Βασιλειάδης που συνεργαστήκαμε στον “Παράδεισο”.
»Στα κάστινγκ λοιπόν του “Αγιου Ερωτα” συνέβη αυτό που συμβαίνει και σ’άλλα πράγματα στη ζωή. Όταν δεν θες κάτι πολύ, σε θέλει αυτό. Στο πρώτο μου ζήτησαν να κάνω τον καλό παπά. Όταν με κάλεσαν για δεύτερη φορά έπαιξα το αντίθετο, τον Σατανά -πάλι τους άρεσε. Τότε ήταν που με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου -δεν είχα ακόμα κλείσει στον “Αγιο Ερωτα”, και μου είπε ότι βγήκε ένα δημοσίευμα που λέει ότι θα κάνω έναν παπά. Και μου θύμισε ότι ο ξάδελφος του παππού μου, ήταν ο μόνος εξομολόγος στον Ερύμανθο, του οποίου τον πατέρα, που ήταν παπάς, και τον έλεγαν πατέρα-Νικόλαο, τον σκότωσαν πάνω απ’το σπίτι μας στη στέρνα, την ώρα που πήγαινε για νερό στη στέρνα… Ανατρίχιασα. Και είπα, εκείνη τη στιγμή, ότι αυτή τη σειρά πρέπει να κάνω -κάτι θέλει να μου πει όλο αυτό…

»Ωστόσο τη φοβόμουν πολύ. Γιατί, κι αυτό είναι κάτι που επαναλαμβάνω, ο πιο σημαντικός πρωταγωνιστής είναι ο Κύριος. Οπότε οι σκηνές στα εικονίσματα θέλουν τον τρόπο τους, της παύσεις τους, θέλουν την συνθήκη τους. Απ’την στιγμή που πρωταγωνιστώ σε μια σειρά και μ’ενδιαφέρει συνολικά κι όχι μόνο το δικό μου όφελος, μου επιτρέπεται να πω μια γνώμη. Δεν σημαίνει ότι θα την ακολουθήσουν, αλλά συνήθως τη σέβονται. Μπορώ να τους πω έναν προβληματισμό μου, κάτι που διαβάζω και δεν με πείθει, κι εκείνοι ή το ξαναγράφουν ή μου το αναλύουν και γίνεται και σε μένα πιστευτό. Οταν οι άνθρωποι είναι ακομπλεξάριστοι, όλα κυλούν καλύτερα και γίνονται μέσα από συνεργασία. Εγώ δεν πιστεύω μόνο στην εξουσία του σκηνοθέτη ή του σεναριογράφου. Πιστεύω και σ’αυτόν που είναι μπροστά, στον ηθοποιό, γιατί αυτός θα δεχτεί τις πρώτες κριτικές… Υπήρξαν φορές που έχω πει στον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να τους έχω ακούσει, ότι έπρεπε να δώσω τον αγώνα μου. Και σιγά-σιγά αυτό σε χτίζει, κερδίζεις την εμπιστοσύνη τους, σε ακούν. Βλέπουν ότι δουλεύεις, ότι είσαι εκεί, όχι με την ταμπέλα του “καθημερινού”, αλλά της καθημερινής σειράς.

»Η σειρά είναι βασισμένη σε χιλιανό σενάριο το έχει ελληνοποιηθεί. Η πιθανότητα της δεύτερης σεζόν υπήρχε εξαρχής, γιατί στο χιλιανό ήταν 60 επεισόδια επί τέσσερα χρόνια. Εμείς το κάνουμε 120-150 για δύο χρόνια. Για παράδειγμα στο χιλιανό σενάριο, ο πατέρας-Νικόλαος τη δεύτερη σεζόν τα φτιάχνει με μια νοσοκόμα που περιθάλπτει τη μάνα του. Αυτό σ’εμάς δεν θα γίνει -κάποια πράγματα δεν είναι κοντά στα ελληνικά ήθη και έθιμα. Τότε, κάποιος που ήθελε να φύγει απ’την εκκλησία δεν ήταν εύκολο να επανενταχθεί στην κοινωνία με το στίγμα του ιερέα που τον παρέσυρε μια κοπέλα και τον καθαίρεσαν. Ο πατήρ-Νικόλας είναι φυλακισμένος σε μια κατάσταση όχι στην εκκλησία -η Χλόη και η δικαίωση της Χαράς, της αδελφής του, τον κρατάνε εκεί. Η σχέση με τη μάνα του είναι ισχυρή. Όπως και η δική μου με την Μαρίνα Ψάλτη που την ερμηνεύει -μιλάμε, επικοινωνούμε ουσιαστικά.
»Η πρώτη σεζόν τελειώνει μ’ένα μεγάλο σοκ και η δεύτερη ξεκινάει μ’έναν πολύ μεγάλο σεισμό, όπου σκοτώνονται πολλοί. Κι αυτό φέρνει τα πάνω-κάτω. Αν ο έρωτας κερδίζει την εκκλησία, δεν είναι βέβαιο. Για τον πατέρα-Νικόλαο ο έρωτας την έχει κερδίσει την εκκλησία. Αυτό που δεν έχει κερδίσει ακόμα είναι τον δημιουργό, τον Θεό…

»Πιστεύω στα μεγάλα διλήμματα. Κάθε μέρα παλεύεις για να μην προδώσεις τον εαυτό σου. Και δεν μιλάω για μικρο-προδοσίες, μιλάω για σοβαρές προδοσίες. Εγώ το μόνο δίλημμα που έχω αισθανθεί στη ζωή μου ήταν όταν έπρεπε ν’αφήσω τον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό -βάδην και τριπλούν. Και μετά όταν έπρεπε να φύγω απ’την Πάτρα: Να μείνω να κρατάω τα γίδια ή να επιλέξω μια πιο εγκόσμια ζωή. Αν δηλαδή θα διάλεγα έναν πιο μοναχικό δρόμο ή έναν πιο κοινωνικό. Γιατί εμένα μ’αρέσει η μοναξιά, ν’αποσύρομαι για μεγάλο διάστημα. Πήγα στην Κίμωλο κι έμεινα μόνος στην Πολύαιγο, χωρίς κανέναν. Ενας βαρκάρης μου’φερνε ντομάτες και ψωμί. Κάνω πάντα μόνος μου διακοπές δέκα μέρες τον χρόνο. Δεν ξέρω αν η εκκλησία έχει μοναξιά, η ιεροσύνη ίσως έχει, στην ιδέα της.
»Κάθε ρόλο που κάνω τον αγαπώ. Δεν μπορώ να κάνω κάτι αν δεν το ερωτευτώ.
»Στη ζωή μου έχω καιρό να ερωτευτώ. Υπήρχαν περίοδοι που ερωτευόμουν δύο φορές τον χρόνο. Είμαι σε μία φάση που δεν υπάρχει κάτι να μ’ενθουσιάσει -μάλλον δεν ενθουσιάζομαι πια εύκολα. Το αναζητώ πάντως.

»Ναι, θα ήθελα και οικογένεια να κάνω και παιδιά. Τα λατρεύω τα παιδιά. Περισσότερο ονειρεύομαι να μοιραστώ το χρόνο μου, τη ζωή μου μ’ένα πιτσιρίκι παρά να ερμηνεύσω τον Ερρίκο Δ΄ ή τον Μάκβεθ. Το θεωρώ πολύ πιο σημαντικό για μένα.
»Στο μέλλον δεν θέλω να με βλέπω να δουλεύω φουλ. Το όνειρό μου είναι να έχω τη φάρμα μου στο χωριό, δύο άλογα, ένα λυκόσκυλο, την οικογένειά μου και να έρχομαι στην Αθήνα για ένα τρίμηνο ή εξάμηνο, να κάνω τη δουλειά μου και να επιστρέφω στη βάση μου…».
Ο Νεοπτόλεμος στον «Φιλοκτήτη»
«Το ενδιαφέρον είναι η σύγκρουση μιας παλιάς γενιάς για το ποιος θα καταφέρει να σφετεριστεί την πατρότητα της νέας γενιάς, τον Νεοπτόλεμο δηλαδή. Απ’τη μια είναι ο Οδυσσέας, ο άνθρωπος του πολιτικά εφικτού και απ’την άλλη ο Φιλοκτήτης, ο άνθρωπος της ουτοπίας, ο ιδεαλιστής. Ουσιαστικά φταίνε κι οι δύο. Γιατί ο ένας πρόδωσε, γι’αυτό και τον καταράστηκαν κι ο άλλος δεν ήθελε να τον πάρει μαζί, για να μη χάσουν τον αγώνα. Έρχονται λοιπόν για να πάρουν τον Νεοπτόλεμο. Ο Οδυσσέας θέλει να τον πείσει να πάρει το τόξο και να του φανερώσει, σε δεύτερο χρόνο, όλο το χρησμό, που λέει να πάρουμε μαζί μας, με την θέλησή του, τον Φιλοκτήτη, για να πέσει η Τροία. Κι ο άλλος ουσιαστικά εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι νομίζουν πως το χειρίζονται και τους χειρίζεται εκείνος.

»Κι αυτό που βλέπει ο Γιώργος (σ.σ. Κιμούλης) είναι ουσιαστικά αυτή η επικινδυνότητα. Γιατί σύμφωνα με τον μύθο ο Νεοπτόλεμος πηγαίνει στην Τροία, σφάζει το Πρίαμο εν ώρα προσευχής, πετάει το παιδί της Ανδρομάχης απ’τα τείχη, επιστρέφει σαν βασιλιάς της Ηπείρου, εξορίζει τον Οδυσσέα απ’την Ιθάκη, απ’το σπίτι του, επιχειρεί να καταστρέψει τους Δελφούς γιατί δεν προστάτεψε ο Απόλλωνας τον πατέρα του κ.λ.π. Κι αυτή η επικινδυνότητα μιας ορφανής γενιάς που βλέπει ο Γιώργος, έχει τεράστιο ενδιαφέρον και σαν οπτική του Φιλοκτήτη, γιατί ο Νεοπτόλεμος πάντα παρουσιάζεται σαν ρομαντικός ήρωας μεταξύ ηθικού και ανήθικου.

»Είναι η μοναδική τραγωδία με άντρες μόνο, χωρίς θεούς. Κι αυτή η εκκωφαντική απουσία του θηλυκού στοιχείου κραυγάζει την παρουσία της, όπως επισημαίνει ο Κιμούλης, ξεκινώντας απ’το γεγονός ότι ο Σοφοκλής τοποθετεί την δράση του έργου στη Λήμνο, ένα θηλυκό νησί όπου γίνονταν τα Καβείρια Μυστήρια.
»Ο Νεοπτόλεμος έχει πολύ ενδιαφέρον για μένα γιατί ο Κιμούλης μου ζητάει να παίξω αυτόν τον ρόλο με την σκοτεινιά του, το ασαφές, το δίσημο.
»Με συγκινεί που θα παίξουμε στη Λήμνο -υπηρέτησα εκεί πέντε μήνες. Εχει κάνει τεράστια έρευνα ο Κιμούλης για το νησί, για όλα. Ο τρόπος που δουλεύει, οι γνώσεις του, το σύστημα που δουλεύει, γιατί ο ίδιος είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα, είναι εμπνευστικό. Αν δεν ήταν ο Γιώργος δεν θα το έκανα.

»Εχω κάνει αρχαίο δράμα με την Λυδία Κονιόρδου, τον Γιώργο Λύρα, τώρα είναι η τρίτη μου τραγωδία. Μετά φόβου Θεού αλλά και με θάρρος. Η άσκηση του λόγου, η σύγκρουση του λόγου δεν είναι εύκολο πράγμα.
»Προσωπικά έχω αξιακό κώδικα. Και θέλω τα χρόνια που είναι να ζήσω να’χουν ένα συγκεκριμένο στόχο, από επιλογή -μια στάση ζωής. Δεν είναι εύκολο να σταθώ, παλεύω όμως. Από εκεί και πέρα είναι θέμα της γενιάς μου αυτό, η γενιά μου δεν έχει στόχους. Ο Νεοπτόλεμος σκοτώνει το παρελθόν και το μέλλον, για να φτιάξει κάτι πολύ δικό του.

»Η γενιά μας… Οι γονείς μας γίνανε φίλοι και δεν αναφέρομαι στους δικούς μου, αλλά γενικώς. Δεν ξέρω αν είναι τόσο σωστό αυτό. Ο γονέας πρέπει να είναι γονέας. Πρέπει να είναι αυτός που θα συγκρουστείς, αυτός που θα ξεπεράσεις… Και σ’αυτό φταίνε και οι γονείς μας, όπως φταίει και η παλιότερη γενιά που δεν έδωσε στα πράγματα μια αξία, ένα όραμα».
«Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή, σε περιοδεία. Μετάφραση-σκηνοθεσία Γιώργος Κιμούλης. Παίζουν: Γ.Κιμούλης, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Θοδωρής Κατσαφάδος.
«Αγιος Ερωτας» (Alpha)