Έρση Σωτηροπούλου: «Γράφω για να διορθώσω το χάος του κόσμου»

Έρση Σωτηροπούλου: «Γράφω για να διορθώσω το χάος του κόσμου»

Η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου μίλησε στο Bovary ένα ιδιαίτερα ζεστό πρωινό του καλοκαιριού, ανοίγοντας την πόρτα της συγγραφικής της «κουζίνας». Μας σύστησε τη Σενιορίτα που τη βασανίζει, μας εξομολογήθηκε γιατί γράφει τη νύχτα και αν, τελικά, θα ήθελε το βραβείο Νόμπελ.

Το όνομά της ήρθε απότομα στην επικαιρότητα με τη δημοσιοποίηση των στοιχηματικών για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το περασμένο φθινόπωρο. Η συγγραφέας που έχει εκδώσει περισσότερα από 15 μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιητικές συλλογές, έχει ήδη κερδίσει σημαντικά βραβεία και διεθνή αναγνώριση.

Συναντηθήκαμε στο σπίτι της, στο Χαλάνδρι, μόλις είχε επιστρέψει από την Κορσική και λίγο πριν φύγει πάλι για μια σειρά από προγραμματισμένα ταξίδια. Η Έρση Σωτηροπούλου ταξιδεύει διαρκώς ανά τον κόσμο. 

«Είμαι “εγώ” όταν ταξιδεύω», θα μου πει. «Στη μετακίνηση, αποκτά νόημα η σχέση μου με τον κόσμο. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει συχνότερα από όσο νομίζουμε όταν κάποιος ταξιδεύει, αλλά περνάει απαρατήρητο. Σκεφτείτε το. Ποιες στιγμές, εκτός από όταν ταξιδεύουμε, είμαστε ο εαυτός μας; Ανοιχτοί στους άλλους, έτοιμοι να ανακαλύψουμε ξανά τον κόσμο σαν παιδιά κι επιτέλους ελεύθεροι, απαλλαγμένοι από τις μικρές μας συνήθειες και καθημερινές συμβάσεις που με τον καιρό έγιναν βαρίδια στα πόδια μας;». 

Πώς ξεκίνησε η Έρση Σωτηροπούλου να γράφει και γιατί συνεχίζει

Στο τεράστιο γραφείο της, επικρατεί ένα μάλλον αναμενόμενο συγγραφικό χάος -σημειώσεις παντού, χαρτάκια, στιλό και μολύβια. «Με εξόντωσε η Σενιορίτα, έχω πολύ κουραστεί», μου λέει.

 Έρση Σωτηροπούλου/ Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary

Η Σενιορίτα είναι η ηρωίδα του διηγήματος που γράφει αυτή την περίοδο, «έχει τελειώσει, αλλά δεν μπορώ να το αφήσω. Το ξαναγράφω με πείσμα χωρίς να αλλάζω κάτι ουσιαστικό. Σβήνω ένα κόμμα, μετακινώ ένα επίρρημα, βάζω πίσω το κόμμα που έσβησα. Η Σενιορίτα προχωράει προς την τελειότητα, και έχω τη φρικτή υποψία ότι η τελειότητα θα είναι η καταστροφή της», λέει καυστικά.

Πώς της γεννήθηκε η επιθυμία να αρχίσει να γράφει, τη ρωτώ, για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Η απάντηση θα έρθει άμεση και κοφτή, όπως ακριβώς ο λόγος που ρέει στα βιβλία της. «Δεν μου γεννήθηκε καμία επιθυμία. Ήταν διακοπές Χριστουγέννων, στην Αθήνα, στο σπίτι της αγαπημένης μου θείας. Ήμουν οχτώ χρονών».

Τα μάτια της σπινθηρίζουν με την ανάμνηση.

«Ήμουν μπρούμυτα στο πάτωμα, ήταν παρκέ. Βαριόμουν, νομίζω. Άρχισα να γράφω μια αστυνομική ιστορία πάνω σε χαρτί περιτυλίγματος του ΜΙΝΙΟΝ, ο τίτλος ήταν “Πέντε γύρω από τη σκάλα”. Σαν να το βλέπω μπροστά μου αυτό το χαρτί που ήταν λερωμένο με ασπράδι αυγού. Δεν σκέφτηκα τίποτα, μόλις το γύρισα από την άλλη πλευρά άρχισα να γράφω». 

Την τελείωσε αυτή την ιστορία; «Νομίζω όχι, και το χειρόγραφο χάθηκε. Μετά άρχισα να γράφω ποιήματα. Και για πάρα πολλά χρόνια έγραφα μόνο ποίηση», λέει.

Τα διάβασε κανείς τότε εκείνα τα ποιήματα; «Στο Γαλλικό Ινστιτούτο -στην Πάτρα, όπου μεγάλωσα -καθόταν πίσω μου ένα παιδί που είμαστε ακόμα φίλοι, ο ποιητής Χρήστος Τσιάμης. Kι αυτός είχε έναν εκπληκτικό καθηγητή στο σχολείο, τον ποιητή Σωκράτη Σκαρτσή. Πήρε τα ποιήματά μου και του τα πήγε. Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που μου έδωσε να διαβάσω Cummings. Ήμουν δεκατριών», θυμάται.

«Για μένα ο Cummings ήταν σαν να μπήκε μέσα μου ένα ορμητικό φως, με δύναμη, σαν καταπέλτης, φως το οποίο σάρωσε όλα όσα μας μάθαιναν στο σχολείο, κούφιες γνώσεις και ξερή παπαγαλία, στα οποία ήδη αντιδρούσα. Ο Cummings κατά κάποιο τρόπο με δικαίωσε».

Ύστερα ήρθε η δικτατορία. «Ήταν μια άθλια εποχή. Όλες οι μικρότητες, η ψυχική τσιγκουνιά, η μιζέρια, η πλήξη και η αμορφωσιά  της ελληνικής επαρχίας, απογειώθηκαν με τη χούντα. Πολλά βιβλία απαγορεύτηκαν. Διάβαζα πάντα γιατί είχαμε μεγάλη βιβλιοθήκη στο σπίτι. Κι ο πατέρας μου αν έβλεπε ότι θέλω πολύ ένα βιβλίο, προσπαθούσε να βρει τρόπο να το φέρει από το εξωτερικό», λέει, και σηκώνεται να με πάει σε μια από τις βιβλιοθήκες, για να μου δείξει ένα από αυτά -μια από τις πρώτες εκδόσεις του Τ.Σ. Έλιοτ από την Αγγλία.

Αισθανόταν δημιουργική μέσα από το γράψιμο; «Δεν χρησιμοποιώ τέτοιες λέξεις, “δημιουργική”. Το γράψιμο είναι σαν να προσπαθείς να κρατήσεις ισορροπία στο κενό. Με τις λέξεις διορθώνεις το χάος του κόσμου. Όμως εκείνο που ανακάλυψα από την πρώτη φορά, τα Χριστούγεννα στο σπίτι της θείας μου, ήταν ότι υπάρχει ένα είδος μοναξιάς που δεν έχει καμιά σχέση με τη θλίψη ή τη μελαγχολία. Μια μοναξιά απολαυστική που χτίζεται μέσα σου ενώ γράφεις και καμιά φορά, όχι πάντα, παίρνει επιτάχυνση, οι λέξεις τρέχουν ελεύθερες από σένα, το κείμενο μοιάζει να γράφεται μόνο του».

 Έρση Σωτηροπούλου/ Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary

Αυτή η αίσθηση υπάρχει ακόμα, όταν γράφει; «Δεν υπάρχει πάντα. Γράφω όλο και πιο δύσκολα. Στο γράψιμο υπάρχουν μερικές στιγμές, λίγες στιγμές, μαγικές. Αλλά οι περισσότερες είναι άχαρες, ένας βραχνάς. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να επιμείνεις».

Κοιτάω γύρω μου: Βιβλία, βιβλία παντού. Λογοτεχνικά, ποιητικές συλλογές, κριτικά δοκίμια, κατάλογοι εκθέσεων -στα ελληνικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα αγγλικά -βρίσκονται όλα ατάκτως ερριμμένα στο γραφείο και σε τραπεζάκια, αλλά και επιμελώς τακτοποιημένα σε βιβλιοθήκες, στο σαλόνι και την είσοδο.

Εκείνη τι απολαμβάνει να διαβάζει; «Δεν έχω πρόγραμμα. Συχνά ένα βιβλίο με οδηγεί μυστηριωδώς σε κάποιο άλλο. Δεν διαβάζω καταναγκαστικά. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας με την υποχρέωση να διαβάσω συγκεκριμένα βιβλία», εξηγεί.

«Το διάβασμα πρέπει να παραμείνει απόλαυση. Ο αναγνώστης που βυθίζεται σ’ ένα βιβλίο και διαβάζοντας κάνει ανακαλύψεις, που του γεννιούνται σκέψεις και καμιά φορά ξεπηδάνε στο μυαλό του οι πιο απίθανοι συνειρμοί, γίνεται ενεργός στη δημιουργία του έργου. Άσχετα αν δεν το έχει γράψει ο ίδιος. Το βιβλίο έχει αποκοπεί από τον συγγραφέα του, ο αναγνώστης είναι ενεργός στην τροχιά του έργου προς τον κόσμο. Κάθε καλοκαίρι, τα τελευταία χρόνια, διαβάζω τα διηγήματα του Τσέχοφ. Τόσο απλά, και τόσο σύνθετα. Δεν πρόκειται να τα βαρεθώ».  

Η ζωή της στην Ιταλία και η αγάπη της για το κέντρο της Αθήνας

Η Ιταλία έχει παίξει σημαίνοντα ρόλο στη ζωή της, και μάλιστα κατά δύο διαφορετικές φάσεις. Σπούδασε Φιλοσοφία και Πολιτιστική Ανθρωπολογία στη Φλωρεντία, εκεί όπου έφερε στη ζωή το πρώτο της παιδί, τον Μάρκελλο -στα 19 της -με τον εικαστικό Στάθη Χρυσικόπουλο.

«Ήμασταν πέντε χρόνια μαζί, όταν ο Στάθης μού χάρισε μια γραφομηχανή. Άρχισα να γράφω το πρώτο μου πεζό, το “Διακοπές χωρίς πτώμα”, σαν σε κατάσταση ύπνωσης. Οι πρώτες σελίδες περιγράφουν ακριβώς τα αισθήματα κάποιου που βρίσκεται μπροστά στη λευκή σελίδα. Κάποιου που ελπίζει να γίνει συγγραφέας. Ήθελα αυτός που θα το διαβάσει να είναι παρών, να μπει εκεί μέσα, να νιώσει τον πανικό κάποιου που αρχίζει να γράφει, τις στιγμές έξαρσης, το σαράκι της αβεβαιότητας που τον τρώει. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας, και την ίδια στιγμή το βιβλίο γράφεται μπροστά στα μάτια του».

 Έρση Σωτηροπούλου / Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary

Στην Ιταλία βρέθηκε ξανά αργότερα, για να δουλέψει στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη, ως μορφωτική σύμβουλος. «Ξεκίνησα με ενθουσιασμό. Όχι λόγω του πρεστίζ της θέσης, αλλά επειδή πίστευα ότι θα καταφέρω κάποια πράγματα. Γνώριζα καλά την Ιταλία και την πολιτιστική ζωή της, ήξερα πώς να κινηθώ. Είχα ιδέες, όχι του αέρα, και σχέδια συγκεκριμένα. Το κλίμα στην πρεσβεία ήταν λίγο σάπιο ή μάλλον ερμαφρόδιτο. Ήμουν πολύ νέα σε μια θέση υψηλού κύρους. Αυτό προκάλεσε αντιζηλίες στο προσωπικό, έγιναν διάφορες μικρο-πλεκτάνες εξόντωσής μου που εγώ αντιλήφθηκα χρόνια αργότερα γιατί είμαι μπούφος στις δολοπλοκίες. Τα σκέφτομαι τώρα και γελάω», λέει.

«Δούλευα πολύ, με κοινωνικές υποχρεώσεις κάθε βράδυ που ήταν μέρος της δουλειάς μου και τις νύχτες έγραφα. Κάποια στιγμή κατέρρευσα και μπήκα στο νοσοκομείο. Λίγο αργότερα μονιμοποιήθηκα χωρίς να το περιμένω. Για μένα η ιστορία είχε λήξει. Ένας από τους βασικούς στόχους μου, μάλλον ο πιο σημαντικός, πηγαίνοντας στην Ιταλία ήταν η ίδρυση Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου στη Ρώμη. Ήταν μια χίμαιρα πλέον». Στα εννιά χρόνια, παραιτήθηκε.

«Η έκθεση Καβάφη ήταν από τα λίγα φωτεινά σημεία της θητείας μου. Στη διάρκεια της προετοιμασίας της έκθεσης, καθώς μελετούσα τα αρχεία, γεννήθηκαν κάποια ερωτήματα για το ταξίδι του Καβάφη στο Παρίσι. Αυτά ήταν ο πρώτος σπινθήρας για το μυθιστόρημα που άρχισα να γράφω μερικές δεκαετίες αργότερα», λέει. Μιλάει για τη μεγάλη έκθεση στο Palazzo Venezia που είχε οργανώσει, από τη θέση αυτή, το 1984, για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και αναφέρεται στο βιβλίο της  «Τι μένει από τη νύχτα» (εκδ. Πατάκη, 2015).

Το μυθιστόρημα, που ακολουθεί τα βήματα του Αλεξανδρινού ποιητή στο Παρίσι του 1897, απέσπασε στη Γαλλία το Βραβείο Μεσόγειος Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήµατος (Prix Mediterranee Etranger) και στις ΗΠΑ το Εθνικό βραβείο ALTA 2019.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τη Ρώμη, «ήρθα εδώ στο Χαλάνδρι», μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της, τον Μισέλ Δημόπουλο, τον επί σειρά ετών καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2023.

«Εδώ γεννήθηκε η κόρη μου, η Καρολίνα. Μείναμε λίγα χρόνια, αλλά για μένα δεν είχε κανένα νόημα. Αν ζεις στην Αθήνα, μένεις στο κέντρο. Αν θέλεις εξοχή, πηγαίνεις κοντά σε δάσος ή σ’ ένα νησί. Τελικά τους έπεισα και μετακομίσαμε στην οδό Απόλλωνος, κοντά στη Μητρόπολη, όπου μείναμε είκοσι χρόνια. Μετά ήρθε η κρίση, και τα φέσια και οι απλήρωτοι λογαριασμοί που άφηναν οι ενοικιαστές εδώ στο σπίτι στο Χαλάνδρι είχαν εκτροχιαστεί, και αναγκαστικά γυρίσαμε πίσω», μου λέει.

 Έρση Σωτηροπούλου /Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary

Θέλει να επιστρέψει στο κέντρο; «Ναι, αλλά δεν έχω πολλές ελπίδες, σχεδόν καμία. Είναι τρελή η κατάσταση με τα ενοίκια. Πρέπει να μπουν ρυθμίσεις στην αυτοκρατορία του Airbnb, όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες. Γειτονιές στο κέντρο της Αθήνας αδειάζουν από τους φυσικούς κατοίκους τους, το προφίλ της πόλης αλλοιώνεται. Σε λίγο θα είμαστε ένα ζωολογικός κήπος για τουρίστες».

Πηγαίνει τώρα στο κέντρο για βόλτα, για να περπατήσει; «Δεν θέλω να περπατήσω πουθενά. Θέλω να ζω στο κέντρο», μου λέει. «Το κέντρο μ’ αρέσει ακριβώς γιατί ξέρω ότι μπορώ να βγω όποια στιγμή θελήσω. Μπορεί να μη βγω ποτέ. Η δυνατότητα μετράει».

Η λογοκρισία, το queer και το βραβείο Νόμπελ

Ένα μυθιστόρημά της, που πρωτοεκδόθηκε το 1999 -κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη -και τράβηξε όλα τα φώτα πάνω του με μια μάλλον τιμητική για εκείνη λογοκρισία το 2008, είναι ίσως το κορυφαίο της: Πρόκειται για το «Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές».

Απέσπασε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2000, ενώ οκτώ χρόνια αργότερα το βιβλίο κατηγορήθηκε για «χυδαιότητα, βωμολοχία και πορνογραφία», και με δικαστική απόφαση ζητήθηκε να αποσυρθεί από τις σχολικές βιβλιοθήκες.

Της ζητώ να μου σχολιάσει τη λογοκρισία σε βάρος της. «Τι να σχολιάσω; Καταρχάς ως χώρα έχουμε αίσθηση χιούμορ κάτω από το μηδέν. Η λογοκρισία απομονώνει λέξεις και κάνει κοπτοραπτική. Όμως οι λέξεις από μόνες τους, δεν είναι καλές, ούτε κακές.  Ένα έργο τέχνης, είτε πρόκειται για μυθιστόρημα, είτε για εικαστικό έργο ή άλλο, είναι ένα αισθητικό σύνολο, δεν μπορείς να το κάνεις κομματάκια για να το φέρεις στα μέτρα σου και να το καταδικάσεις», σημειώνει.

«Ζούμε σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική όπου υπάρχει μια επίφαση ελευθεριότητας. Ακόμα πιο επικίνδυνη, πολύ πιο ύπουλη από τη λογοκρισία, είναι η αυτολογοκρισία που συχνά την ακολουθεί ως παραπροϊόν της. Για τον συγγραφέα, η αυτολογοκρισία είναι το τέλμα», υπογραμμίζει.

Η κουβέντα γυρίζει στο «Εορταστικό Τριήμερο στα Γιάννενα», μια νουβέλα που αν και εκδόθηκε το 1982, βιώνει μια επανανακάλυψη, χάρη σε πρόσφατη επανέκδοσή της (εκδ. Πατάκη). 

«Έχει ενδιαφέρον το βλέμμα αυτών που ανακαλύπτουν το “Τριήμερο” σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη του έκδοση. Πώς το διαβάζουν οι πολύ νέοι, που το βρίσκουν απροσδόκητα σύγχρονο. Πολύ πριν καθιερωθεί το queer ως όρος-ομπρέλα για τις έμφυλες μειονότητες, για μένα ήταν φυσιολογικό μέσα στη ροή της ανθρώπινης ύπαρξης».

Η καθημερινότητα μιας συγγραφέα, ποια είναι; «Μπορώ να μείνω κλεισμένη πολλές μέρες και να γράφω, έξι-εφτά, χωρίς να βγω. Άλλοτε φεύγω, ταξιδεύω». Αναρωτιέμαι, η έμπνευση για τα βιβλία από πού αντλείται; «Συχνά από κάτι μηδαμινό, μια λοξή λεπτομέρεια. Δεν χρειάζεται κάτι κραυγαλέο, τον αγάπησα, δεν μ’ αγάπησε κλ.π. Ίσα ίσα κάτι τέτοιο μπορεί να ισοπεδώσει την ιστορία. Κάθε βιβλίο είναι μια περιπέτεια που δεν επαναλαμβάνεται. Η έμπνευση μπορεί να αντληθεί ακόμα και με αφορμή το κενό. Μια απουσία. Η απουσία είναι δυνατό έναυσμα», λέει.

 Έρση Σωτηροπούλου / Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary

«Για παράδειγμα, κάθομαι εδώ, κοιτάζω έξω στη βεράντα, ελάτε να δείτε», μου λέει. «Παρατηρώ αυτό το μπλε φαράσι πώς στέκεται εκεί πέρα. Τα φύλλα. Λίγο θλιμμένα ή και όχι. Μπορεί να περπατάω στο δρόμο και να ακούσω ένα τηλέφωνο να χτυπάει σε κάποιο διαμέρισμα. Να μην το σηκώνουν. Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει. Ίσως να υπάρχει μια ίντριγκα εκεί. Δεν έχω ιδέα, αλλά με τραβάει έντονα. Από εκεί και πέρα, αρχίζω να σκάβω. Το μέτρο είναι το πείσμα μου, η έντονη αίσθησή μου ότι στο βάθος υπάρχει κάτι που θα φωτίσει όλα τα προηγούμενα και θα τους δώσει νόημα. Σκάβω. Πετάω μπάζα. Γράφω».

Πετάτε χειρόγραφα, την ρωτώ. «Α, διαρκώς. Πετάω συνέχεια», απαντά αφοπλιστικά.

Έγραφε πάντα νύχτα; «Όχι, όχι, έγραφα το πρωί. Αυτό άρχισε πάλι τους τελευταίους μήνες του Μισέλ και συνεχίζεται. Είναι εξοντωτικό. Κοιμάμαι μια-δυο ώρες τη νύχτα, μερικές φορές καθόλου. Προσπαθώ να το ανατρέψω αλλά είναι δύσκολο».

Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, οι λίστες, οι προβλέψεις και οι στοιχηματικές πώς μπήκαν στη ζωή της;

«Δεν ήταν η πρώτη φορά», λέει. «Γνώριζα ότι το όνομά μου εμφανιζόταν συχνά στις λίστες των φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είχε γίνει γνωστό. Λίγοι φίλοι μου το ήξεραν. Όμως αυτή τη φορά ανέβηκε ψηλά στην κατάταξη, μπήκε στα πρώτα ονόματα και το ζήτημα πήρε δημοσιότητα. Συνήθως οι προβλέψεις για τα φαβορί προέρχονταν από Διεθνή Λογοτεχνικά Φόρουμ και blogs. Η μεγάλη έκπληξη το 2024 ήταν οι τζογαδόροι, που παίζουν σε μεγάλες πλατφόρμες στοιχημάτων ποντάροντας στον συγγραφέα που πιστεύουν ότι έχει τις περισσότερες πιθανότητες να πάρει το Νόμπελ. Είναι τζογαδόροι μεν, αλλά διανοούμενοι, διότι έχουν διαβάσει τα βιβλία. Στις πλατφόρμες γίνονται συζήτήσεις, κόντρες κι αντιπαραθέσεις για τον έναν συγγραφέα ή τον άλλον, διαφωνίες για το έργο του. Οι τζογαδόροι έχουν διαβάσει λογοτεχνία, ξέρουν το αντικείμενο, δεν μιλάνε στον αέρα. Αυτό δεν είναι το πιο ενδιαφέρον;». 

Δεν θα μπορούσα να μην τη ρωτήσω, θα το ήθελε το Νόμπελ Λογοτεχνίας; «Ασφαλώς θα το ήθελα. Όμως δεν περίμενα να το πάρω. Τα κριτήρια της Σουηδικής Ακαδημίας είναι σύνθετα και συχνά αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο. Για μένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ένα ενθαρρυντικό νεύμα. Τώρα πέρασε. Πάλι βρίσκομαι μόνη μου ενώπιος ενωπίω με τη Σενιορίτα».