η Μπριζίτ Μπαρντό με λευκό καπέλο

Μπριζίτ Μπαρντό: Η διαχρονική γοητεία μιας σταρ και η αμφιλεγόμενη ζωή της

Η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Μπριζίτ Μπαρντό έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, σκορπίζοντας θλίψη σε όλο τον κόσμο. Το ίδρυμα που φέρει το όνομά της, Fondation Brigitte Bardot, επιβεβαίωσε την είδηση

Σύμβολο του σεξ, «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας», όπως τη χαρακτήρισε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, προστάτιδα των ζώων, ή συντηρητική εθνικίστρια που εκφράζει ρατσιστικές απόψεις; Η Μπριζίτ Μπαρντό , η B.B., όπως όλοι την αποκαλούν στην κινηματογραφική βιομηχανία, είναι ίσως μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της μεγάλης οθόνης.

Η Μπριζίτ Μπαρντό το 1968/ Φωτογραφία: AP Images

Η γέννηση ενός θρύλου: Από το Ωδείο του Παρισιού και το μπαλέτο στην κορυφή του σινεμά

Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της ήταν μηχανικός και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της, Μαρί Μισέλ, ασχολιόταν με τον χορό και την ποίηση. Έτσι, από μικρή η Μπριζίτ πήρε μαθήματα μπαλέτου, που λάτρευε. Αργότερα, όταν έγινε σταρ, θα πείσει μια σχεδιάστρια να δημιουργήσει τις «Cendrillon Ballerina», ένα ζευγάρι μπαλαρίνες που φορούσε στις εξόδους της, που έγινε ένα από τα πιο διαχρονικά παπούτσια της γυναικείας γκαρνταρόμπας.

Το 1949, η Μπριζίτ μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού, ενώ ο πατέρας της, παθιασμένος με το σινεμά, την κινηματογραφούσε. Η οικογένειά της ανήκε στην υψηλή κοινωνία· οι πολλές γνωριμίες στον χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μόδας οδήγησαν τη νεαρή χορεύτρια στα περιοδικά ELLE και Le Jardin des Modes, χάρη στην Ελέν Λαζαρέφ, στενή φίλη της μητέρας της. Μέσα σε έναν χρόνο έκανε το πρώτο της εξώφυλλο στο ELLE, και ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεκρέ την πρότεινε για ρόλο σε ταινία που τελικά δεν γυρίστηκε. Ωστόσο, εκεί γνώρισε τον βοηθό σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ κι ερωτεύτηκαν παθιασμένα· εκείνη ήταν 15 και αυτός 22. «Οι γονείς μου δεν με άφηναν να δω τον Βαντίμ, τον φίλο μου εκείνη την εποχή και μελλοντικό σύζυγό μου, οπότε αποφάσισα να βάλω το κεφάλι μου στο φούρνο», έχει εξομολογηθεί σε συνέντευξή της στο γαλλικό περιοδικό «Paris Match», εξηγώντας πώς κατάφερε τελικά να τους αλλάξει γνώμη.

Μπριζίτ Μπαρντό/ Φωτογραφία: Getty/ Ideal Image

Την ίδια περίοδο συμμετείχε στην πρώτη της ταινία, την κωμωδία του Ζαν Μπογιέ «Τρελός για αγάπη». Η παγκόσμια φήμη της εκτοξεύθηκε στα 22 της με την ταινία του Βαντίμ «Και ο Θεός... έπλασε τη γυναίκα». Έκτοτε γεννήθηκε ο μύθος της B.B.: ξανθά, μακριά μαλλιά με μπούκλες-η διάσημη κόμμωση «choucroute»- μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner, κόκκινα ή ροζ χείλη, σέξι εφαρμοστά ρούχα, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες, τζιν, T‑shirt, και μπικίνι,  έγιναν μόδα.

Η ταινία λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ, αλλά θριάμβευσε στη Γαλλία. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ στην κριτική της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε την πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Οι περιπέτειες της ταινίας στην Αμερική και η λογοκρισία συνέβαλαν στο μύθο της «Μπε‑Μπε», το παρατσούκλι προέρχεται από τα αρχικά του ονόματός της και όχι από τη λέξη «μωρό», όπως πολλοί πιστεύουν.

Το 1953 εμφανίστηκε για πρώτη και μοναδική φορά στο θεατρικό σανίδι σε ένα έργο του Ανούιγ, ενώ συμμετείχε και στο φιλμ «Κίτρινο Διαβατήριο». Η εμφάνισή της στις Κάννες επισκίασε τις τότε σταρ και έκλεψε τα φλας στην Κρουαζέτ. Ο Κερκ Ντάγκλας προσπάθησε να την πάρει στο Χόλιγουντ χωρίς επιτυχία, ενώ η σχέση της με τον Βαντίμ συνεχιζόταν. Διάσημοι ποιητές και συγγραφείς όπως ο Φρανσουά Νουρισιέ, η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Ζαν Κοκτώ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραψαν για εκείνη. Στιλιστικές επιλογές όπως οι κορδέλες στα μαλλιά ή το off‑shoulder top, που ονομάστηκε «λαιμόκοψη Bardot», άφησαν εποχή. Ήταν μάλιστα από τις πρώτες που φορούσαν τζιν και καθιέρωσαν το μπικίνι στην Κυανή Ακτή.

Φωτογραφία: AP Images

Μετά τον χωρισμό της από τον Βαντίμ, συνδέθηκε με τον Τρεντινιάν, έναν από τους πιο θυελλώδεις έρωτές της. Όπως έλεγε, «ο Ζαν‑Λουί με ήθελε ατόφια, γυμνή, φυσική... Μου μάθαινε τον έντονο, ολοκληρωτικό έρωτα. Την εξάρτηση μιας γυναίκας από τον άντρα που αγαπάει». Αργότερα παντρεύτηκε τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ, με τον οποίο απέκτησε τον μοναδικό της γιο, Νικολά‑Ζακ Σαριέ. Μετά το διαζύγιο δήλωσε ότι ποτέ δεν αισθανόταν έτοιμη να γίνει μητέρα και παρέδωσε την πλήρη κηδεμονία του παιδιού στον Σαριέ, με μια ειλικρίνεια που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Οι απόγονοί της που ζουν σήμερα στη Νορβηγία δεν μιλούν γαλλικά ούτε έχουν σχέση με τον δημόσιο βίο της.

Στα διαλείμματα της κινηματογραφικής καριέρας της, η Μπαρντό ασχολήθηκε με τη μουσική και ηχογράφησε γνωστά κομμάτια όπως «Harley Davidson», «Je Me Donne À Qui Me Plaît», «Contact», «La Madrague», «Le Soleil De Ma Vie» κ.ά. Ο Σερζ Γκενζμπούρ, ερωτευμένος μαζί της, έγραψε το 1967 την μπαλάντα «Je t’aime... moi non plus», την οποία αρνήθηκε να ερμηνεύσει, όμως τελικά έγινε επιτυχία με την ερμηνεία της Τζέιν Μπίρκιν.

Η Μπριζίτ Μπαρντό στη Ρώμη το 1961/ Φωτογραφία: AP Images

Η Μπαρντό αρνήθηκε τον τίτλο της «γατούλας» και έπαιξε σε ταινίες σπουδαίων σκηνοθετών όπως ο Λουί Μαλ («Ιδιωτική Ζωή», «Βίβα Μαρία»), ο Ζαν‑Λικ Γκοντάρ («Η Περιφρόνηση») και ο Ανρί‑Ζορζ Κλουζό («Όσα δεν έσβησε ο άνεμος»), κερδίζοντας τη γαλλική διανόηση.

Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά τον Γκίντερ Ζακς, από τον οποίο χώρισε τρία χρόνια αργότερα.

Με τον σύζυγό της, τον Γερμανό εκατομμυριούχο Γκίντερ Ζακς/ Φωτογραφία: AP Images

Παρά τις προτάσεις του Χόλιγουντ, η Μπαρντό προτίμησε να παραμείνει στη Γαλλία. Αγόρασε μια έπαυλη στο Σαιν‑Τροπέ λοιπόν, όπου διοργάνωνε μεγάλα πάρτι. Ο Τύπος είτε την αποθέωνε είτε την επέκρινε. Το 1960 γύρισε με τον Ανρί‑Ζορζ Κλουζό την «Αλήθεια», μια ταινία που την εξάντλησε ψυχικά, ενώ η προδοσία του γραμματέα της, που διέρρευσε στον Τύπο προσωπικά της στοιχεία, την οδήγησαν σε κατάθλιψη. Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, έπεσε σε κώμα και επέζησε από θαύμα.

Η Μπριζίτ Μπαρντό με τον γιο της/ Φωτογραφία: AP Images

Από την υποκριτική στον ακτιβισμό

Δύο χρόνια μετά άρχισε να παθιάζεται με τα δικαιώματα των ζώων και έγινε χορτοφάγος. Το 1964 επισκέφθηκε ένα χωριό της Βραζιλίας με τον τότε σύντροφό της, τον μουσικό Μπομπ Ζαγκουρί, προκαλώντας πανικό. Το χωριό απέκτησε δημοφιλία και της αφιέρωσε άγαλμα.

Το 1968 ο Σαρλ ντε Γκωλ δήλωσε ότι η Μπριζίτ Μπαρντό έφερνε στη Γαλλία τόσο συνάλλαγμα όσο και η αυτοκινητοβιομηχανία Renault. Εκτίμησε την απλότητα, την ειλικρίνεια και το χιούμορ της και της πρότεινε να ποζάρει για την προτομή της Μαριάν, έτσι έγινε η πρώτη γυναίκα που ενσάρκωσε τα χαρακτηριστικά του γαλλικού συμβόλου. Την προτομή φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αζλάν. Τη διαδέχτηκαν άλλες Γαλλίδες σταρ ,όπως οι Μιρέιγ Ματιέ και Κατρίν Ντενέβ.

Το 1973, σε ηλικία 39 ετών, η Μπαρντό στο απόγειο της δόξας της αποσύρθηκε από την υποκριτική και αφιερώθηκε στην υπεράσπιση των ζώων μέσω του ιδρύματος La Fondation Brigitte Bardot (FBB), το οποίο χρηματοδότησε δημοπρατώντας προσωπικά αντικείμενα και κοσμήματα. Αγωνίστηκε κατά της αιχμαλωσίας άγριων ειδών, κατήγγειλε την εκμετάλλευσή τους σε θεάματα και ζωολογικούς κήπους, την παράνομη θανάτωση και το κυνήγι, πολέμησε ταυρομαχίες και κοκορομαχίες και προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει για την εγκατάλειψη οικόσιτων ζώων. Όπως έχει πει: «Έχω υπάρξει πολύ ευτυχισμένη, πολύ πλούσια, πολύ όμορφη, πολύ γνωστή και πολύ δυστυχισμένη. Τα ζώα δεν με έχουν προδώσει ποτέ. Τα αγαπώ».

Στο στόχαστρό της Μπε-Μπε  βρέθηκαν και οι ελληνικές Αρχές, τις οποίες επέκρινε για αδιαφορία. Μάλιστα, το 1997 επισκέφθηκε την Αθήνα στο πλαίσιο της καμπάνιας της και τιμήθηκε από οικολογικές οργανώσεις. Έχει δηλώσει τότε χαρακτηριστικά: «Δεν ανήκω στο ανθρώπινο γένος. Δεν θέλω να ανήκω εκεί, νιώθω διαφορετική, σχεδόν αφύσικη».

Η Μπριζίτ Μπαρντό στο αεροδρόμιο του Παρισιού/ Φωτογραφία: AP Images

Το 1983 διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία, αλλά η φίλη της Μαρίνα Βλαντί την έπεισε και της έσωσε τη ζωή. Το 1993 θεσπίστηκε στο Χόλιγουντ το Διεθνές Βραβείο Μπριζίτ Μπαρντό, όμως η ίδια δεν παρευρέθηκε ποτέ στην τελετή.

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων της Μπαρντό με τίτλο «Initiales BB», κυκλοφόρησε το 1996. Σε αυτόν, αφηγείται τα παιδικά της χρόνια και την εποχή της κινηματογραφικής της δόξας. Ο δεύτερος τόμος, «Le Carré de Pluton», εκδόθηκε το 1999 και περιγράφει τη ζωή της από το 1973 έως το 1996.

Το 1992 παντρεύτηκε στη Νορβηγία τον τέταρτο σύζυγό της, Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ, πρώην σύμβουλο του Ζαν‑Μαρί Λεπέν. Αυτό το γεγονός και οι απόψεις που άρχισε να εκφράζει δημόσια πλήγωσαν ανεπανόρθωτα την εικόνα της. Παρ’ όλα αυτά, το 2001 η PETA της απένειμε το «Ανθρωπιστικό Βραβείο PETA» για τους αγώνες της υπέρ των ζώων, ειδικά για την προστασία της φώκιας.

Το 2003, η Μπαρντό εκπλήσσει για ακόμα μια φορά, αυτή τη φορά αρνητικά. Στο βιβλίο της «Un cri dans le silence», εκθέτει προσωπικές της απόψεις, μερικές εκ των οποίων θεωρήθηκαν ακροδεξιές. Εκφράζεται για τον πόλεμο στο Ιράκ, επικρίνει την κοινωνική ασυδοσία, επιτίθεται σε εκπαιδευτικούς και σε ορισμένους ανέργους, καταδικάζει τα Gay Pride, κάποιες θρησκευτικές τελετές και την παράνομη μετανάστευση. Το 2004 καταδικάστηκε για προώθηση ρατσιστικών απόψεων. Το 2008 δικαστήριο στο Παρίσι την καταδίκασε εκ νέου σε αναστολή φυλάκισης και πρόστιμο 15.000 ευρώ για δηλώσεις που υποκινούν το ρατσιστικό μίσος, έπειτα από επιστολή της προς τον Νικολά Σαρκοζί. Έκτοτε δεν δίστασε να επικρίνει και άλλους πολιτικούς, ενώ προκάλεσε νέες αντιδράσεις δηλώνοντας υποστήριξη στην ακροδεξιά Μαρίν Λε Πεν το 2012, επειδή, όπως είπε, είναι φιλόζωη.

Η Μπριζίτ Μπαρντό το 2018/ Φωτογραφία: AP Images

Τα τελευταία χρόνια, η Μπαρντό είχε αποσυρθεί στη φάρμα της στο Σαιν‑Τροπέ και δηλώνει: «Την έζησα τη ζωή μου... Ό,τι είναι να ’ρθει, ας έρθει». Γιορτάζοντας τα 87 της χρόνια, σε σπάνια συνέντευξη στο γαλλικό περιοδικό Gala κατά την περίοδο της πανδημίας, εξέφρασε την απογοήτευσή της για την πορεία της ανθρωπότητας: «Το ανθρώπινο είδος έχει γίνει απάνθρωπο και για να πάψει αυτό θα πρέπει να συμβεί μια μεγάλη φυσική καταστροφή που θα το θέσει σε κίνδυνο. Τότε ίσως καταλάβει το πραγματικό νόημα της ζωής», είπε χαρακτηριστικά.