«Φίλους δεν προλάβαινα να έχω. Αλλά όλοι με ρωτούσαν, τι τρως, τι ώρα κοιμάσαι. Για τα υπόλοιπα παιδιά ήμουν ένα ιδιαίτερο άτομο, αλλά για μένα ήμουν νορμάλ. Όταν ήμουν στη Γαλλική Σχολή διάβαζα περιοδικά, αλλά και τα μαθήματά μου. Ανήκα σε ένα δικό μου σύμπαν, αλλά και στο θρανίο μου. Έτσι είμαι εγώ, μέχρι και σήμερα. Δεν θέλω να ιδρυματοποιούμαι, να με βαριέμαι. Είμαι ένα άτομο που, αν με άφηνα, ύστερα από όλα τα τραγικά γεγονότα που μου έχουν συμβεί, μπορεί και να πέθαινα από θλίψη. Οπότε, λέω στον εαυτό μου "Λάκη, όπου πάει το μηχάνημα πήγαινέ το".
Στο σχολείο ήμουν καλός μαθητής γιατί έπρεπε να δείξω σε όλους ότι είμαι πρώτος. Αλλά ήταν και ο τρόπος που έλεγα το μάθημα, που το χρωμάτιζα, που με έκανε να ξεχωρίζω. Όταν έκανα σκανδαλιά, μου έλεγε ο Σερ «Γαβαλά τι είπαμε τώρα». Αλλά βέβαια πάντα ήξερα, γιατί το έκανα επίτηδες, για να με σηκώσει. Με όλα τα παιδιά είχα καλή σχέση, πηγαίναμε βαρκάδες στον Πειραιά.
Πάντα ήμουν ο άνθρωπος της ομάδας, αγαπάω την ομάδα. Από τη μια γιατί έχεις κοινό για να κάνεις τις μαγκιές σου -και οι άλλοι σε μένα, βέβαια, δε με πειράζει- και από την άλλη, γιατί είναι πράγματι ωραία η ομαδική δουλειά. Γι’ αυτό έκανα και μπαλέτο, έκανα χορό, γι’ αυτό υπηρέτησα όλους τους σχεδιαστές. Ακόμα και τα παιδιά στην εταιρία, όταν είχαμε φτάσει 300 άτομα, μου έλεγαν «Καλά ρε αφεντικό, δεν αισθάνεσαι αφεντικό;», και εγώ πάντα τους έλεγα ότι ήμουν ένας από αυτούς. Γι’ αυτό και ήμουν πολύ αγαπητός στο προσωπικό».
Δε μου αρέσει ο όρος star. Όταν κάποιος πει «είμαι star», σημαίνει ότι, έχει ήδη φτάσει στην κορυφή, στον ουρανό. Αυτό εμένα δεν μου αρέσει. Εγώ θέλω πάντα να εξελίσσομαι και να είμαι χρήσιμος.
«Ο μπαμπάς ήταν Πειραιώτης μάγκας. Έφτιαξε ένα εργοστάσιο και ήταν ευρεσιτέχνης σε μηχανήματα κοπής μαρμάρων. Άρα, η πειθαρχία στο σπίτι ήταν κάτι δεδομένο. Από την άλλη, υπήρχα εγώ στο σπίτι. Ένα παιδί που φορούσε sur mesure παπούτσια από 15 χρονών κι έβαζε από κάτω πέταλα, όχι για να μη φθαρούν, αλλά για να κάνουν θόρυβο και να ακούγεται το «τικ τακ». Το παντελόνι-καμπάνα της εποχής ήταν 23 πόντοι και εγώ ζητούσα από τη μοδίστρα να μου το κάνει ακόμα μεγαλύτερο.
Σε μια σκηνή στο «Κλουβί με τις Τρελές», ένας θαμώνας του μπαρ φωνάζει τον χαρακτήρα που υποδύομαι, τη Ζαζά, «αδερφάρα». Και παθαίνω ντεζαβού, γιατί είναι κάτι που το έχω ξανακούσει, όταν ήμουν μικρός. Αλλά το γεγονός, ότι έδωσα σε κάποιον το ερέθισμα για να μου φωνάξει, το έχω αποτυπώσει όχι ως κάτι κακό, αλλά ως κάτι που απλώς υπάρχει στην κοινωνία. Αρκεί να είναι η κραυγή στον σωστό τόνο».
«Ακούγαμε πολύ Μπιθικώτση, πολύ Καζαντζίδη στο σπίτι. Σίγουρα, όλα υπέροχα τραγούδια, τα οποία και ξέρω απ’ έξω. Ωστόσο, υπήρχε μια καλλιτεχνική έξαρση μέσα μου, την οποία κάπως έπρεπε να εξωτερικεύσω. Από μικρός ήθελα να κάνω κάτι που να ακούω τον ήχο του χειροκροτήματος. Ξεκίνησα λοιπόν να κάνω μαθήματα χορού, κρυφά, κάτι που ήταν και λίγο κοντρίτσα στον μπαμπά. Από τη μία, ήθελα να μπω στον χώρο των shows, και από την άλλη, ήθελα να αποκτήσω και την πειθαρχία του χορού, η οποία στη συνέχεια με έσπρωξε να κάνω κι άλλα πράγματα.
Ενώ είμαι στο μπαλέτο του Σειληνού με τη Μαρία Ιωαννίδου, με την οποία μάλιστα παίζουμε μαζί τώρα στο «Κλουβί με τις Τρελές», ήρθε η RAI και με πήρε στα μπαλέτα της. Έχω τόσο υπέροχες αναλαμπές στη ζωή μου, είμαι τόσο χορτασμένος. Αλλά είναι κάτι που είχα κυνηγήσει από μικρός, δεν ήρθε από μόνο του.
Κάπως έτσι βρέθηκα στη Ρώμη και γνώρισα όλους τους τότε σχεδιαστές. Τους βοηθούσα στις επιδείξεις τους κι έγιναν όλοι φίλοι μου. Ο Trussardi, ο Moschino, ο Versace. Και κάποια στιγμή, ο ίδιος ο Trussardi μου λέει, γιατί δεν πας πίσω στην Ελλάδα να ασχοληθείς με τη μόδα;».
Είμαι ένα άτομο που, αν με άφηνα, ύστερα από όλα τα τραγικά γεγονότα που μου έχουν συμβεί, μπορεί και να πέθαινα από θλίψη.
«Μετά από 9 χρόνια γύρισα στην Αθήνα, γιατί, όπως αποδείχτηκε, έμπορος ήθελα να γίνω. Ωστόσο, δεν μπορούσα να φέρω κατευθείαν τους κορυφαίους, σε μια Ελλάδα όπου ο κόσμος δεν ήξερε καλά καλά ποιοι είναι και οι εισαγωγές ήταν ασύμφορες. Ξεκίνησα με πιο φτηνές εταιρίες και σιγά σιγά ήρθαν αυτοί. Τους έστρωσα ουσιαστικά ένα κόκκινο χαλί. Ύστερα βέβαια έφερα και τους ίδιους εδώ, για να ανακαλύψουν την Ελλάδα και να μάθουν πώς λειτουργεί.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησαν τα .LAK το 2010 ήταν πραγματικά κάτι πρωτοποριακό. Οι φωτογραφίσεις που έκανα ήταν για τις Vogue του κόσμου. Γι’ αυτό, η τελική καταδίκη που μου επέβαλαν δε με πτόησε. Το είδα σαν ένα σενάριο, μέσα στης ζωής το ιστορικό».