«Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου»...
Ήταν Χριστούγεννα του 1921, όταν o Κωστής Παλαμάς γνώρισε στο σπίτι του ανιψιού του, Χρήστου Ξανθόπουλου, την εικοσάχρονη Ελένη Κορτζά. Νέα, με σπάνια ωριμότητα για την ηλικία της, τρυφερή και εσωστρεφής σαγηνεύει τον μεγάλο ποιητή με την πνευματική καλλιέργεια και τη μόρφωσή της. Το γεγονός ότι πάσχει από φυματίωση έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα της, έτσι ώστε, παρά το νεαρό της ηλικίας της, η ιδιαίτερή της ποιότητα να είναι ικανή να εμπνεύσει τον μεγάλο ερωτικό πόθο του 62χρονου, πια, τότε ποιητή, ο οποίος, αν και προτιμούσε να παραμένει σιωπηλός και σκεπτικός στις παρέες, εν τούτοις δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται και να ξαναβρίσκεται κοντά της, για να απολαμβάνει κάθε φορά την ιδεατή πνευματική τους συνύπαρξη.
Οι συναντήσεις τους λάμβαναν χώρα στο σπίτι του ανιψιού του, υπό το πρόσχημα συνήθως «λογοτεχνικών βραδιών», όπου παρίσταντο και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων ή απλοί θαυμαστές του μεγάλου ποιητή. Η σχέση τους, εμβαπτισμένη μάλλον από την αρχή μέχρι το τέλος στα αναμάρτητα ύδατα του πλατωνικού έρωτα, εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο με τις πυκνές συναντήσεις τους στο γραφείο του Κωστή Παλαμά, ή αλλιώς «το κελί», στην οδό Ασκληπιού.
Η ευγενική ομορφιά της σε συνδυασμό με την απαράμιλλη πνευματικότητα και τη γαλλική παιδεία της, θρέφουν όλο και περισσότερο το χειμαρρώδες ερωτικό αίσθημα του Κωστή Παλαμά ο οποίος, παρότι παντρεμένος από μικρή ηλικία και μέχρι το τέλος της ζωής του με τη Μαρία Βάλβη, και πατέρας τριών παιδιών, διατηρεί μαζί της αλληλογραφία για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, αφού πια, λόγω της σοβαρής επιδείνωσης του προβλήματος υγείας της, η Ελένη Κορτζά μετακινείται συνεχώς από τόπο σε τόπο αναζητώντας θερμότερα κλίματα ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Το 1935 αναχωρεί μόνιμα για την Αφρική και όταν πια επιστρέφει στην Ελλάδα, το 1944, ο Παλαμάς είναι ήδη έναν χρόνο νεκρός.
Η αλληλογραφία τους μοιάζει περισσότερο μ’ ένα προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, ένα στοχαστικό «παρατηρητήριο» της δύσης του βίου του που όμως ευτυχεί τώρα, να φωτίζεται από το είδωλο της αγαπημένης του «Ραχήλ» (όπως αρέσκεται να την αποκαλεί) κι από την εύθραυστη ομορφιά και την τρυφερή μελαγχολία της, που φαίνεται πως είναι αρκετές για να την διαλέξει και να της εμπιστευτεί το υποβλητικό κάλεσμα του ποιητικού του έρωτα για εκείνην.