«Δεν κάνω μόδα, κάνω στιλ»: Η Δάφνη Βαλέντε παντρεύει την τέχνη του πλισέ με τη διαχρονική αισθητική
Με τέσσερις δεκαετίες σταθερής παρουσίας στην ελληνική μόδα πίσω της, η Δάφνη Βαλέντε δεν χρειάζεται συστάσεις.
Πρωτοπόρος του ελληνικού στιλ, σταθερά προσηλωμένη στις αξίες του slow fashion, έχει χτίσει μια πορεία με συνέπεια, προσωπικότητα και χαρακτηριστικό ύφος που αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά.
Στην κουβέντα μας μιλά με ειλικρίνεια για τις επιλογές και τις ανασφάλειες της διαδρομής της, για τις επιρροές που τη διαμόρφωσαν, για τη σημασία του παιχνιδιού στη δημιουργία, για το πώς το πλισέ έγινε γλώσσα έκφρασης αλλά και για τη χαρά που αντλεί ακόμη και σήμερα από το να δημιουργεί κάτι από το τίποτα.
Κοιτάζοντας πίσω σε αυτά τα 40 χρόνια, ποια είναι τα συναισθήματά σας;
40 χρόνια με πολλές δυσκολίες αλλά και πολλές χαρές. Δεν ξέρω αν θα άλλαζα κάτι. Ίσως που έπρεπε να είχα κάνει ήταν μετά τις σπουδές μου να είχα δεχτεί μια πρόταση να δουλέψω για ένα brand, που με είχε ζητήσει, αλλά ήμουν πάρα πολύ ανασφαλής για να το κάνω. Αυτό θα μου έδινε τη δυνατότητα να μάθω. Ό,τι έμαθα το έμαθα πληρώνοντας το ακριβά… με πόνο και δάκρυα (γέλια). Οπότε, αν είχα περάσει κάποια χρόνια δουλεύοντας σε κάποια άλλη εταιρεία, θα είχα μάθει περισσότερα πράγματα κυρίως για το management. Εγώ έπεσα στα βαθιά. Μόλις τελείωσα τις σπουδές, βρέθηκα να έχω τη δική μου εταιρεία και με όλα τα προβλήματα που αυτό συνέπαγεται. Γιατί ναι μεν είχα μια πολύ καλή καλλιτεχνική κατάρτιση, αλλά όσον αφορά τη διοίκηση ενός brand… δεν είχα καμία σχέση, Αλλά τελικά, έμαθα να τα κάνω και τα υπόλοιπα.

Ποιοι ήταν, λοιπόν, αυτοί που σας στήριξαν και σας βοήθησαν στα πρώτα σας βήματα για να στήσετε την επιχείρηση και να σας καθοδηγήσουν στο μονοπάτι της καριέρας σας;
Καταρχήν, στην πρώτη εταιρεία που έκανα συνεργαζόμουν με τη μαμά μου, η οποία ήταν ένα πολύ ταλαντούχο άτομο. Τα χέρια της είχαν μια ιδιαίτερη δημιουργικότητα -κάτι που το έχω πάρει κι εγώ.
Από αυτήν, λοιπόν, κληρονομήσατε το ταλέντο σας;
Ναι, αλλά και ο μπαμπάς μου ζωγράφιζε. Επίσης, η θεία μου είχε ένα από τα πρώτα ατελιέ στην Αθήνα. Λεγόταν «Μαριπάλ» και λειτουργούσε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές του ’60. Εκείνη την εποχή είχαν συνεργαστεί με τους νέους τότε σχεδιαστές, όπως ο Guy Laroche και ο Givenchy στο Παρίσι. Έστελναν τα πατρόν στην Ελλάδα, και τα ρούχα ράβονταν sur mesure, πάνω στο σώμα της κάθε κυρίας.
Εσείς επηρεαστήκατε από αυτό;
Η αλήθεια είναι... όχι. Δεν μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα από το ατελιέ της θείας μου. Ίσα-ίσα, επειδή δεν μου άρεσε να μοιάζω με κανέναν, ήθελα να φοράω ρούχα πολύ διαφορετικά. Είχα μια μοδίστρα που ερχόταν στο σπίτι, και αυτή η γυναίκα μου έραψε ό,τι πιο «παλαβό» ύφασμα μπορείτε να φανταστείτε -από υφάσματα ομπρέλας μέχρι μαξιλαροθήκες. Ό,τι και να σας πω είναι λίγο. Ξεπέρασα την τροπαλή μου φύση με το να ντύνομαι πολύ εκκεντρικά. Ήθελα να ξεχωρίζω.

Σε αυτά τα 40 χρόνια υπάρχει κάποια στιγμή της καριέρας σας που θεωρείτε το ορόσημο ίσως αυτή που να σας καθιέρωσε στην ελληνική μόδα; Πότε είπατε τα κατάφερα;
Δεν το λέω γενικά, γιατί δεν μου αρέσει να νιώσω ότι έχω φτάσει κάπου. Γιατί μετά νιώθω ότι αρχίζει η κατρακύλα! Οπότε, πάντα σκέφτομαι ότι ακόμα μπορώ να κάνω το κάτι παραπάνω. Τα τελευταία χρόνια είδα φόρεσαν ακόμα περισσότερες γυναίκες τα ρούχα μου και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Όχι δεν με ήξεραν νωρίτερα, αλλά τώρα νομίζω ότι έχουν μάθει ακόμα περισσότεροι το brand μου. Τώρα, όλοι μου λένε ότι πάνε σε μία δεξίωση και βλέπουν τουλάχιστον 5-6 γυναίκες να φοράνε ρούχα Valente -έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν και να κρυφτούν… φωνάζουν!
Παράλληλα, κάτι που πρόσεξα είναι ότι μετά τον Covid, επειδή οι γυναίκες είχαν χαλαρώσει και φορούσαν φόρμες και ό,τι πιο άνετο, εκτίμησαν ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα ρούχα μου είναι τόσο άνετα. Δεν έχουν φερμουάρ, δεν έχουν μπανέλες, τίποτα. Οπότε η γυναίκα νιώθει σαν να μη φοράει τίποτα. Πιστεύω πως κι αυτό έπαιξε ρόλο. Παρόλο που όταν ξεκίνησε η πανδημία, ήμουν να πεθάνω -γιατί ήταν η πρώτη χρονιά που πήγαιναν πολύ καλά οι πωλήσεις και ξαφνικά εμφανίστηκε αυτό το μικρόβιο να μας τα χαλάσει. Αλλά τελικά, η πορεία ήταν θετική.
Και αυτή την αισθητική πώς την καλλιεργήσατε; Δηλαδή, από τότε που ξεκινήσατε την πορεία σας στη μόδα, ποια ήταν τα ερεθίσματα που σας διαμόρφωσαν ως σχεδιάστρια;
Ήμουν πάρα πολύ τυχερή, γιατί βρήκα τον δρόμο μου πολύ νωρίς. Εγώ σπούδασα στη Νέα Υόρκη, στο Fashion Institute of Technology, και στο St. Martin's School of Art, στο Λονδίνο. Τότε, το Λονδίνο ήταν σε άνθηση -με τους new romantics, με τα πανκ κινήματα. Έβλεπες πράγματα στον δρόμο και έπαιρνες ιδέες μόνο και μόνο από το τι φορούσε ο κόσμος γύρω σου.
Και θυμάμαι ότι είχαμε πάει με τη σχολή μια εκδρομή στο Μπράιτον, για να δούμε την έκθεση ενός σχεδιαστή που λεγόταν Mariano Fortuny. Ήταν Ισπανός, έζησε και δούλεψε στη Βενετία και έκανε μια πολύ μεγάλη ανατροπή στη μόδα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ακόμα υπήρχαν τα κρινολίνα, οι κορσέδες και η αισθητική της belle époque, εκείνος απελευθέρωσε τις γυναίκες. Τις έντυσε με έναν αρχαιοπρεπή χιτώνα.
Όταν μπήκα στο μουσείο, δεν είχα ιδέα ποιος ήταν. Δεν ήταν τότε ένα mainstream όνομα που να τον ξέρει ο κόσμος. Και ένιωσα κυριολεκτικά λιποθυμία -τέτοια ομορφιά είδα μπροστά μου. Και κάπως έτσι, στο πίσω μέρος του μυαλού μου μπήκε η ιδέα ότι «εδώ είμαστε».
Όταν γύρισα στην Ελλάδα, άρχισα να δημιουργώ -μια φούστα, ένα φόρεμα, κάτι παραπάνω, κάτι παραπάνω- και έτσι χτίστηκε σιγά-σιγά το όραμά μου.
Να πω επίσης ότι ο γνωστός Ιάπωνας σχεδιαστής -που δεν θα αναφέρω ονομαστικά- έκανε τα Pleats Please επτά χρόνια μετά. Με στεναχωρεί πολύ όταν λένε «α, σαν του...». Δεν είναι «σαν». Είναι ελληνικό. Είναι μια τελείως διαφορετική τεχνική.
Όποιος ξέρει να μελετήσει και να αναλύσει το ρούχο, θα δει πως εμείς δουλεύουμε με έναν τρόπο γλυπτικής, ενώ εκείνοι δουλεύουν με γεωμετρία. Εκείνοι ράβουν πρώτα το ρούχο και μετά το πλισάρουν. Εμείς πλισάρουμε όλο το τόπι του υφάσματος και το πλάθουμε πάνω στο σώμα. Είναι μια διαδικασία βαθιά θηλυκή. Και ξεκάθαρα ελληνική τεχνοτροπία.

Σε όλη την πορεία σας έχετε ασχοληθεί με ρούχα, θεατρικά κοστούμια, επιμέλεια εκθέσεων, κοσμήματα. Ποια είναι η κοινή φιλοσοφία που ενώνει αυτές τις ιδιότητες;
Το παιχνίδι. Ότι μπορεί να ξεκινάω με τίποτα στο μυαλό μου και αρχίζω και παίζω. Παίρνω είτε το ύφασμα, το πλάθω και όπου με βγάλει, είτε στο κόσμημα φτιάχνω, χαλάω, φτιάχνω, χαλάω, μέχρι να γίνει κάτι που μου αρέσει. Νομίζω ότι όταν ήμουν παιδί δεν έπαιξα αρκετά και μου βγαίνει σε μεγάλη ηλικία το παιχνίδι. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να ακούσει το εσωτερικό μου παιδί για να δημιουργήσει.
Οπότε δεν σχεδιάζετε πρώτα σε χαρτί;
Όχι. Δεν σχεδιάζω τίποτα. Πρώτα τα φτιάχνω και μετά τα σχεδιάζω -τα σχεδιάζω για να υπάρχουν σαν αρχείο. Εγώ είμαι πάντα στο επόμενο βήμα. Δηλαδή ό,τι και να κάνω, ακόμα και αληθινά κοσμήματα που έχω σχεδιάσει, τα έφτιαξα από χρυσό και ασημένιο χαρτόνι, τα φόρεσα να δω τι μου λένε και μετά τα πήγα στον κατασκευαστή να τα φτιάξει. Θέλω να το δω σαν γλυπτό. Οι δύο διαστάσεις δεν με εκπροσωπούν.
Θέλετε να το δείτε ζωντανό πρώτα.
Ακριβώς. Και το ρούχο είναι πολύ πιο εύκολο να το έχω πλάσει και να το πάω στο εργαστήριο, διότι μπορεί κανείς να σχεδιάσει κάτι και να μην μπορεί ο ράφτης να το υλοποιήσει με τίποτα. Γιατί είναι τελείως διαφορετικές οι δύο από τις τρεις διαστάσεις. Εγώ έχω παίξει και πηγαίνω ένα έτοιμο ρούχο -απλά θέλει να ραφτεί.
Την καριέρα στο εξωτερικό την είχατε σκεφτεί;
Έδειχνα στο εξωτερικό. Είχα ξεκινήσει πωλήσεις σε πολύ καλά μαγαζιά του εξωτερικού, αλλά λόγω συνθηκών δεν προχώρησε. Τώρα είμαστε σε φάση που ανοιγόμαστε πάλι προς τα έξω.
Ας περάσουμε πάλι στο πλισέ, που όπως είπαμε παίζει καθοριστικό ρόλο στη δουλειά σας. Τι είναι αυτό που αντιπροσωπεύει για εσάς;
Το πλισέ έχει και αυτό τρεις διαστάσεις. Και στα κοσμήματα και παντού, ό,τι κάνω, μου αρέσει να σπάω τις ευθείες. Δεν θέλω τη συμμετρία, οπότε το ίδιο το υλικό με βοηθάει στο να πλάσω καλύτερα. Δηλαδή ανοίγει εκεί που πρέπει να ανοίξει, κλείνει εκεί που πρέπει να κλείσει, λειτουργεί, αγκαλιάζει το σώμα. Οπότε το ένιωσα πολύ δικό μου, πιο διαδραστικό.
Οι συλλογές σας χαρακτηρίζονται από διαχρονικότητα. Τι σημαίνει για εσάς διαχρονικό;
Υπάρχει η μόδα και υπάρχει το στιλ. Εγώ δεν κάνω μόδα. Έχω ένα στιλ, το οποίο είναι αναγνωρίσιμο, εξελίσσεται, και όλοι ξαφνιάζονται που μετά από τόσα χρόνια δουλεύω με το ίδιο υλικό και καταφέρνω να γεννάω καινούρια πράγματα. Με χαροποιεί πολύ που βλέπω γυναίκες που ψώνισαν από το ξεκίνημά μου να τα φοράνε οι κόρες τους και να είναι σαν να βγήκαν φέτος. Η μόδα έρχεται και παρέρχεται. Το στιλ όμως έχει διαχρονικότητα.
Πώς βλέπετε τη σχέση της Ελληνίδας με τη μόδα σήμερα;
Όταν γύρισα από το Λονδίνο, έπεσα στα βαθιά, διότι η Ελληνίδα της εποχής δεν ήθελε να ακούσει τίποτα που να μην είναι απ’ το εξωτερικό. Υπήρχε τρομερή ανασφάλεια σε ό,τι γεννιόταν στην Ελλάδα. Ειδικά αν εγώ δεν ήμουν διατεθειμένη να της δώσω την κόπια, αλλά είχα μια δική μου γραμμή. Αυτό πήρε πολλά χρόνια για να το καταλάβουν και να καθιερωθεί.
Τώρα τα πράγματα είναι πολύ πιο αισιόδοξα. Έχει ξεκινήσει μια τάση να στηρίζουμε το ελληνικό design. Η Ελληνίδα δίνεται κομψά -αν μπορούσα να της προτείνω κάτι, όταν έχει ανασφάλεια, αντί να προσθέσει, να αφαιρέσει. Είμαι της λογικής «less is more». Η κομψότητα δεν είναι το φόρτωμα, μπορεί να είναι και η λιτότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις παραφορτώνει το ντύσιμό της.
Πέρα από τη διαχρονικότητα, με τις τάσεις τι σχέση έχετε;
Καμία. Παρακολουθώ τι γίνεται, αλλά αν ακολουθούσα τις τάσεις, θα έκανα μόδα. Δεν κάνω μόδα. Κάνω στιλ. Βλέπω τι γίνεται για να έχω άποψη, αλλά δεν ακολούθησα ποτέ τίποτα. Ήμουν πάντα μόνη μου.
Στην καθημερινότητά σας, ποια looks προτιμάτε;
Έχεις ακούσει το «τσαγκάρης πάει ξυπόλυτος»; Δεν μπορώ να ντύσω τον εαυτό μου με τίποτα! Βαριέμαι. Αν μπορούσα να κυκλοφορώ με ένα παρεό, θα ήμουν πανευτυχής. Έχω απομυθοποιήσει το ρούχο. Κυκλοφορώ με ένα τζιν και ένα πουκάμισο και αυτό είναι το dress code μου. Όταν είναι να πάω κάπου, είναι ο μεγάλος μου βραχνάς!
Ποια είναι τα πιο διαχρονικά κομμάτια για μια γυναίκα;
Ένα blue jean και ένα πουκάμισο ποτέ δεν φεύγουν απ’ τη μόδα και πάντα μπορούν να σε σώσουν. Για πιο επίσημη περίσταση, ένα μικρό μαύρο φόρεμα που μπορεί να κάνει dress up ή dress down, ανάλογα την περίσταση.

Ήσασταν από τους πρώτους Έλληνες σχεδιαστές που μίλησαν για βιώσιμη μόδα. Πώς καλλιεργήθηκε αυτή η ευαισθησία;
Είμαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, με κεραίες που πιάνουν πολλά. Από την αρχή, πριν 40 χρόνια, αρνήθηκα να χρησιμοποιήσω γούνα ή δέρμα. Λατρεύω τα ζώα. Σταμάτησα να τρώω κρέας στα 10 μου. Αυτά που τώρα έγιναν «μόδα», εγώ τα ένιωθα από μόνη μου. Στις επιδείξεις μου προσπαθώ να περνάω μηνύματα, να προκαλώ τη σκέψη. Η μόδα έχει μια φωνή που καλό είναι να ακούγεται.
Έχει η μόδα δύναμη να αλλάξει τον κόσμο;
Όχι τον κόσμο. Την εμφάνιση του κόσμου, ναι. Είμαι εναντίον της μόδας όταν γίνεται επιβολή, που όλοι πρέπει να την ακολουθήσουν. Θα ήθελα ο καθένας να αποφασίζει με βάση τι του πάει και τι τον εκφράζει, όχι για να ανήκει σε μια ομάδα.
Σε σχέση με την ηθική μόδα στην Ελλάδα, βλέπετε διαφορά από τότε που ξεκινήσατε;
Και ναι και όχι. Βλέπω λιγότερες γυναίκες με γούνες, κάποιες που κοιτάνε ετικέτες. Αλλά δεν το έχουμε χωνέψει ακόμα. Φαίνεται και στον τρόπο που πετάμε σκουπίδια. Θέλει παιδεία από το σχολείο. Παρ' όλα αυτά, βλέπω ωραία πράγματα -ομάδες που καθαρίζουν παραλίες, για παράδειγμα.

Υπηρετείτε και το slow fashion. Τι σημαίνει για εσάς;
Βασίζεται στη διαχρονικότητα. Μιλάμε για τεχνικά απαιτητικά ρούχα. Δεν μπορώ να μεταφέρω την παραγωγή μου αλλού. Πολλά κομμάτια φτιάχνονται απευθείας πάνω στην κούκλα, με καρφίτσες, και μετά ράβονται. Είναι τεχνικές υψηλής ραπτικής, σε πιο προσιτή μορφή. Αυτό είναι το slow fashion -ποιότητα, σεβασμός, όχι μαζική παραγωγή. Ρούχα που αντέχουν στον χρόνο.
Μετά από 40 χρόνια, τι σας κρατά δημιουργική;
Η χαρά της δημιουργίας. Είναι πολύ μεγάλη η ευτυχία το να μπορείς να δημιουργείς κάτι από το τίποτα και αυτό με κρατάει. Αυτό μόνο ένας δημιουργικός άνθρωπος το καταλαβαίνει.
Υπάρχει κάποιο όνειρο που δεν έχετε κατακτήσει;
Πολλά, αλλά είμαι ευχαριστημένη. Δεν με νοιάζει να κάνω show στο Παρίσι. Αυτό που μου λείπει είναι χρόνος για ταξίδια. Κατά τ’ άλλα, δουλεύω πολύ, χαίρομαι τη δουλειά μου, έχω την πολυτέλεια του Σαββατοκύριακου, να πηγαίνω στη θάλασσα, που τη λατρεύω. Δεν έχω απωθημένα.
Πώς χαλαρώνετε;
Αγαπώ τη μουσική, τον χορό -θα ήθελα να πάω σε κλαμπ να χορέψω, δεν γίνεται πια. Έχω κάνει clubbing παντού, Studio 54 στη Νέα Υόρκη, όλα τα κλαμπ της Αθήνας. Ήμουν party animal, που δεν μου φαίνεται! Επίσης, μου αρέσει το θέατρο, ο καλός κινηματογράφος, που σπανίζει πια, και να ασχολούμαι με τα ζωάκια μου.
Αν γυρνούσατε πίσω τον χρόνο, τι θα λέγατε στον νεότερο εαυτό σας;
Να μη φοβάται. Να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και το ένστικτό του. Ήμουν πολύ ανασφαλής. Δεν πίστευα στον εαυτό μου. Και πώς να πείσεις τους άλλους να πιστέψουν σε σένα αν δεν πιστεύεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου;
Τι ετοιμάζετε για τα 40 χρόνια στη μόδα;
Ετοιμάζω για το φθινόπωρο μία έκθεση στο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, που θα περιλαμβάνει καινούρια, μοναδικά ρούχα, εμπνευσμένα από διάφορες στιγμές της πορείας μου, που δένουν και με τον ελληνικό πολιτισμό -γιατί εκ των πραγμάτων οι συλλογές μου έχουν να κάνουν με την Ελλάδα. Παράλληλα, φωτογράφοι και εικαστικοί θα παρουσιάσουν ένα δικό τους πρότζεκτ, το οποίο θα είναι εμπνευσμένο από το κάθε ρούχο.