Diana D’Orville: Ο οίκος από το Μονακό που έγινε η επιλογή των πιο εκλεπτυσμένων royals της Ανατολής

Diana D’Orville: Ο οίκος από το Μονακό που έγινε η επιλογή των πιο εκλεπτυσμένων royals της Ανατολής

Μεταξωτά palazzo pants, αέρινα καφτάνια και καλειδοσκοπικά κιμονό συνθέτουν τον πυρήνα του luxury couture brand Diana D’ Orville, που μοιάζει να αναβιώνει το πνεύμα του Emilio Pucci. “Από τον πρώτο πρωινό Espresso μέχρι το κόκκινο χαλί” αναγράφει το description στην επίσημη σελίδα της μάρκας από το Μονακό στο Instagram.

Κι αυτό γιατί η εμπνεύστριά του, Audrey Tasiaux επιδιώκει τη δημιουργία φορέσιμων objets d’art, εμφυσώντας στην έννοια του “smart casual”, μια νέα πολυτελή χροιά. Η εσάνς του γαλλικού νότου, η ελευθερία κινήσεων και το Μεσογειακό art de vivre αποτελούν το δικό της ιδιότυπο τρίπτυχο. Η ψυχή και η κουλτούρα του γενέθλιου τόπου της εκφράζονται με απτό τρόπο σε ένα brand, αφιερωμένο στο να διασώσει την κληρονομιά της υψηλής ραπτικής με μια μορφή ανανεωτική, αναζητώντας τον δημιουργικό παλμό σε καθετί.

Με τη δική της ματιά, η συμβιωτική σχέση με τη φύση, με τις αντιθέσεις των βουνών και των κρυστάλλινων νερών στις ακτές του Μονακό, έχουν επενεργήσει καταλυτικά μέσα της. Όπως εξιστορεί στο Lovehappensmag: Το moodboard της είναι “ένα γράμμα αγάπης” για αυτό το λουσμένο στο φως σημείο του κόσμου, με τα αυθεντικά χρώματα που ενέπνευσε τους Μεγάλους Δασκάλους του Χρώματος, όπως ο Matisse, ο Picasso και ο Braque. Εκεί, όπου ο ρομαντισμός και η joie de vivre ανθίζουν. Εκεί όπου οι εκτάσεις με λεβάντες και οι πολύβουες λαϊκές αγορές με τα αρώματα από σύκα, άνθη πορτοκαλιάς και σαπούνι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τα γαλήνια ψαροχώρια, όπου συναντώνται διαφορετικοί πολιτισμοί εδώ και αιώνες, η πεμπτουσία της υπερβολής της Belle Époque στη Villa Ephrussi και η αυθεντική γοητεία της πολύχρωμης παλιάς πόλης της Νίκαιας με την “marché aux fleurs”, δίπλα στην οποία η Tasiaux άνοιξε το μικρό ατελιέ της, όλα μικρές ψηφίδες που απαρτίζουν την αισθητική της.

Μια αισθητική που συνενώνει ποιητικά την εποχή της τζαζ του Francis Scott Ftzgerald, τα ‘60s με την ατμόσφαιρα της νουβέλας Καλημέρα Θλίψη της Françoise Sagan και τις εικόνες της χρυσής ανεμελιάς του φωτογράφου Slim Aarons.

Γνήσια κόρη μποέμ ζωγράφου, η Tasiaux, τυπικό παιδί, που ζωγράφιζε στους τοίχους του σπιτιού της, εξοικειώθηκε από νωρίς με τα χρώματα και τα έργα καλλιτεχνών, όπως οι Paul Cézanne, Lucio Ranucci και Marc Chagall, αντλώντας έμπνευση από ένα περιβάλλον, όπου η δημιουργία δεν είχε όρια. Οι σπουδές International Business στο Λονδίνο και η πρακτική της στην αρχετυπική μάρκα της πολυτέλειας, εκείνη του γαλλικού οίκου Hermès, στο Χονγκ Κονγκ της έδωσαν την κατεύθυνση για τη δημιουργία κάτι αυθεντικά δικού της, συνυφασμένου με τα ερεθίσματα και τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας.

Η καθοριστική αφορμή ήρθε, όταν μετά από μια καθυστερημένη πτήση είχε μόλις 15 λεπτά στη διάθεσή της για να παρευρεθεί σε ένα ξεχωριστό black-tie πάρτι. Η λύση ήρθε με μια παντελόνα τύπου “Pigiama Palazzos”, δανεισμένη από τη γιαγιά της και εμπνευσμένη από τη Ρωσίδα πριγκίπισσα Irene Galitzine, η οποία διέφυγε της Οκτωβριανής Επανάστασης, βρίσκοντας καταφύγιο στην Ιταλία, τον αιώνιο προορισμό της Dolce Vita.

Εκείνο το βράδυ αισθάνθηκε την έννοια της απελευθέρωσης του σώματος, της κίνησης και της ψυχής, μέσα από αυτό το εξεζητημένο αλλά και πολύ πρακτικό “second-skin” της. Έτσι, συνειδητοποίησε ότι ήθελε να ζει καθημερινά φορώντας ανάλαφρα, μοναδικά κομμάτια με τη δική τους ιστορία, χτίζοντας μια πρακτική γκαρνταρόμπα από τα πιο πολύτιμα basics, που σε κάνουν να εκτιμάς κάθε στιγμή της ζωής, μεταβιβάζοντας αυτά τα κειμήλια και στις επόμενες γενιές. Η επιστροφή της στο Μονακό συνέπεσε ευτυχώς με τη γνωριμία της με μια χαρισματική δημιουργό πατρόν και μια μοδίστρα με νεραϊδένια χέρια, τις έμπιστες συνδημιουργούς της, ξεκινώντας την ιστορία της Diana d’Orville το 2020.

Το όνομα αυτό, το πατρικό της γιαγιάς της, είναι φόρος τιμής σε μια γυναίκα της οποίας η κομψότητα και η γοητεία αψήφησαν τον χρόνο, παραμένοντας η μεγαλύτερη έμπνευσή της. Και μαζί ελπίζει να εμπνεύσει και όσους αντικρίζουν τις δημιουργίες της, κάνοντάς την κατά έναν τρόπο να ζει για πάντα. Το κίνημα του οριενταλισμού, οι φολκλόρ θρύλοι της Ανατολής και οι ταινίες του Χίτσκοκ… Οι μυθιστορηματικές ηρωίδες, οι Βασίλισσες της Καρχηδόνας και οι Αμαζόνες των Κοζάκων στις Στέππες… Η ανδρόγυνη φιγούρα της Grace Jones με το τσιγάρο στο στόμα και η μούσα του Yves Saint Laurent, Loulou de la Falaise είναι όλα τους συναρπαστικές πληροφορίες πέραν του χώρου και του χρόνου, που διατρέχουν σταθερά τις συλλογές της. Ίσως αυτό το κράμα χρώματος και στιλ είναι που καθιστά τόσο ακαταμάχητα τα σχέδιά της στη Μέση Ανατολή. Εκεί, όπου σχεδιάζει αποκλειστικά για μπουτίκ πολυτελών ξενοδοχείων και custom pieces για τις πριγκίπισσες του Κόλπου. Τα συλλεκτικά σχέδιά της έχουν αρχίσει να διευρύνονται και στην αγορά της Ασίας, εκθέτοντας τα σχέδιά της σε γκαλερί της Κίνας, με πρόσβαση αυστηρά VIP πελατολογίου αλλά και στην Αμερική με τις πολυάσχολες επιχειρηματίες να αναζητούν μια ενδυματολογική διέξοδο, γεμάτη χρώμα.

Η “μεταμοντέρνα προσέγγισή στον παλιό κόσμο της πολυτέλειας”, όπως το θέτει η δημιουργός δεν θα μπορούσε να παραβλέπει τις νέες βιώσιμες πρακτικές στον τρόπο παραγωγής των συλλογών της. Από την επιλογή των πρώτων υλών, μέχρι και το τελικό στάδιο παραγωγής, όλα ενορχηστρώνονται σε τοπικό επίπεδο στο ατελιέ της στη Νότια Γαλλία. Τα υφάσματά της ανιχνεύονται από βιρτουόζους στην επεξεργασία μεταξιού στη Λίμνη Κόμο, επιλεγμένα ανακυκλωμένα κομμάτια από οίκους υψηλής ραπτικής. Άλλωστε, η λίμνη Κόμο, όπως διηγείται ήταν το λίκνο του μεταξιού από την εποχή της δυναστείας των Μεδίκων.

Ο σχεδιασμός της φέρει μια έκφραση χειρονομιακή. Η πρόκληση έγκειται στο να προτείνει έναν τρόπο ένδυσης για μια ζωή εκρηκτική, γεμάτη εντάσεις και χρώμα, έναν φόρο τιμής στην απροσποίητη χαρά. Αλλά, παράλληλα να απαντήσει στο εφήμερο και στους φρενήρεις ρυθμούς της βιομηχανίας της μόδας, κατανοώντας ότι το υψηλό θέλει τον χρόνο του, υποστηρίζοντας, έτσι, έναν εκλεκτικισμό δικαιολογημένο. Συλλέκτρια εικόνων, χρονοταξιδιώτης και οραματίστρια με αγάπη για τις τέχνες, η Tasiaux εκτιμά αυτή την αξία του χρόνου, ανακαλώντας τον Marcel Proust: “Κρατώντας την ουσία του έργου Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, συνειδητοποιούμε ότι ο χρόνος ποτέ δεν ήταν τόσο πολύτιμος. Ο χρόνος για να αναζητήσουμε εξαιρετικές ύλες, την ποιότητα στην κοπή του υφάσματος και στη μέχρι και το τελευταίο τελείωμα. Ο χρόνος να φροντίσουμε προσωπικά τις πελάτισσές μας, να χτίσουμε προσωπικούς δεσμούς με τους συνεργάτες μας, να σεβαστούμε τους ρυθμούς της φύσης και της αληθινής δεξιοτεχνίας.”

Πέραν αυτού η Tasiaux, που έχει βρεθεί και ως εθελόντρια σε στρατόπεδο προσφύγων της Μόρια στη Λέσβο, φέρει μια συνείδηση κοινωνική και στο brand της. Μέσα από την τακτική συμμετοχή σε γκαλά φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως σε εκείνο για την ισότιμη εκπαίδευση στο Κογκό και τη Μαδαγασκάρη, τη χρηματοδότηση προγραμμάτων αναδάσωσης και τη στήριξη αγροτικών κοινοτήτων με επικεφαλής γυναίκες στην Αφρική. Η συνεργασία με το Institut Français de la Mode στο Παρίσι και το Chambre de la Mode στο Μονακό αλλά και το λανσάρισμα του δικού της podcast, συνομιλώντας με κορυφαίες μορφές από τον χώρο των Τεχνών.

Με το ασίγαστο πάθος της για την ιστορία, η σχεδιάστρια δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι η μόδα είναι κατ’ εξοχήν πολιτική, υπενθυμίζοντάς μας τους “Αβράκωτους” (sans culottes) της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, τις γυναίκες με το στιλ ‘à la garçonne’ στα ηχηρά ‘20s ή το κόμμα των Black Panthers στην Αμερική του ’70, εκφράζοντας ακόμα και ενδυματολογικά την ανάγκη απελευθέρωση. Κι αυτή την ενδυματολογική απελευθέρωση, έστω και μέσα από ένα πολυτελές περιτύλιγμα, το brand Diana D’ Orville το επιτυγχάνει.