«Χαίρω πολύ». Δυο απλές λέξεις που τις λέγαμε οι περισσότεροι από εμάς αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα μας.
Σφίγγαμε χέρια, χαμογελούσαμε βιαστικά, κάποιες φορές ανταλλάσσαμε social media και τηλέφωνα. Κοινώς, γνωρίζαμε κόσμο. Κοινωνικοποιούμασταν. Και μέσα σε αυτά τα βιαστικά «χαίρω πολύ» υπήρχαν και οι χειραψίες και τα χαμόγελα που κρατούσαν ένα κλικ παραπάνω, και που στην συνέχεια μετατρέπονταν σε chat, σε ποτά στο μπαρ, σε σεξ. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία νομίζω ακολουθούσαν ακριβώς αυτήν τη σειρά. Πλέον, σε περίοδο lockdown καλούμαστε να μετρήσουμε πόσοι κρίκοι αυτής της αλυσίδας απουσιάζουν. Ή μήπως, δεν υπάρχει καν αλυσίδα; Φυσικά και υπάρχει αλυσίδα. Είναι αυτή που κρατάει εμάς και το κινητό μας σφιχτά δεμένους, γιατί μέσα από αυτό υλοποιείται κάθε μορφή κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης. [Για του λόγου το αληθές γράφω αυτό το κείμενο και μέσα σε 30΄έχω κοιτάξει το κινητό μου γύρω στις 18 φορές.]
Τα «χαίρω πολύ» λοιπόν πλέον πρώτα γράφονται και μετά λέγονται. Γράφονται στο Instagram και στα dating apps, και μετά λέγονται πίσω από μια μάσκα στα πάρκα και τις πλατείες. Σιγά το νέο, θα έλεγε κάποιος. Αν εξαιρέσουμε το τρίπτυχο μάσκα / πάρκο / πλατεία, και πριν το lockdown αυτή δεν ήταν η νόρμα; Οι γνωριμίες δεν γινότανε μέσω social και dating apps; Και ναι και όχι. Για αρχή, στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία του straight πληθυσμού δεν κατάφερε ποτέ να εντάξει τα dating apps στην κουλτούρα της. Το μονοπώλιο το διατηρούσε πάντα το Tinder και κάθε σχετικός σχολιασμός που άκουγες τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες χρήστες ξεκινούσε συνήθως με το «μπα». Όσο για τις γυναίκες που δεν είχαν κάνει ποτέ λογαριασμό η ιδέα και μόνο να ανοίξουν προφίλ δεν τις έκανε να αναφωνήσουν απλά «μπα», αλλά ένα έντονο «α πα πα» (που πιθανότατα ακολουθούταν από το «εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα»).