Ο Marc Romera, ειδικός στη φυσιολογία, για τη διαλειμματική νηστεία: «Τι είναι επικίνδυνο στις γυναίκες που έχουν χρόνιο στρες»
Η διαλειμματική νηστεία έχει κατακτήσει τον κόσμο της διατροφής, αλλά τι συμβαίνει όταν το σώμα βρίσκεται σε χρόνιο στρες; Ο ειδικός στη φυσιολογία Marc Romera εξηγεί τι κρύβεται πίσω από τη δημοφιλή πρακτική.
Η διαλειμματική νηστεία παραμένει μία από τις πιο συζητημένες τάσεις στη διατροφή και την ευεξία. Πολλοί τη θεωρούν κλειδί για καλύτερο μεταβολισμό και έλεγχο βάρους, όμως η εφαρμογή της προκαλεί αντιδράσεις.
Ο ερευνητής και εκπαιδευτής Marc Romera, ειδικός στη φυσιολογία και την επιστημονική διατροφή, τοποθετείται στο θέμα βασισμένος στα δεδομένα της έρευνας, επισημαίνοντας ότι οι γενικεύσεις γύρω από τη νηστεία στις γυναίκες χρειάζονται προσοχή. «Όταν στέλνεις το μήνυμα ότι η νηστεία είναι επικίνδυνη για τις γυναίκες, πρόκειται για μια υπερβολικά απλοποιημένη προσέγγιση που αγνοεί πολλούς παράγοντες», τονίζει ο Romera, αντικρούοντας έναν από τους πιο διαδεδομένους μύθους γύρω από τη μέθοδο.
Ποιο είδος διαλειμματικής νηστείας ταιριάζει στις γυναίκες
Ο ειδικός εξηγεί πως οι γυναίκες είναι πράγματι πιο ευαίσθητες στο φυσιολογικό στρες.
«Όλοι γνωρίζουμε τη σημασία των γυναικών στην εξέλιξη του είδους μας. Η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός κάνουν το βιολογικό βάρος της γυναίκας ιδιαίτερα σημαντικό», σημειώνει. Σύμφωνα με τον Romera, αυτή η βιολογική ιδιαιτερότητα αντικατοπτρίζεται και στη συσσώρευση λίπους, κυρίως στους γοφούς, όπου αποθηκεύεται DHA, ένα απαραίτητο λιπαρό οξύ για την ανάπτυξη του εγκεφάλου του μωρού.
Στο παρελθόν αυτό προσέφερε εξελικτικό πλεονέκτημα σε περιόδους έλλειψης τροφής, σήμερα όμως χρειάζεται διαφορετική ερμηνεία. «Το ερώτημα δεν είναι αν η νηστεία είναι επικίνδυνη, αλλά ποια πρακτική είναι πιο ασφαλής: ένα καλά σχεδιασμένο παράθυρο νηστείας 14 με 16 ωρών, με σωστή ενυδάτωση και ηλεκτρολύτες, ή μια υποθερμιδική δίαιτα με πέντε μικρά γεύματα την ημέρα;» αναρωτιέται ο ίδιος.
Ο καρδιολόγος José Abellán προσθέτει ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται απαραίτητα στη νηστεία, αλλά στον τρόπο που εφαρμόζεται. «Αυτό που είναι επικίνδυνο είναι η εφαρμογή τέτοιων πρακτικών χωρίς προσοχή, ειδικά σε γυναίκες που υποφέρουν από χρόνιο στρες ή πολύ υψηλά επίπεδα κορτιζόλης», επισημαίνει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η νηστεία μπορεί να λειτουργήσει ως επιπλέον στρεσογόνος παράγοντας που επιδεινώνει την ορμονική ανισορροπία.
Γι’ αυτό, ο Romera προτείνει μια εξατομικευμένη, προοδευτική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη την υγεία, τα επίπεδα λίπους και τις διατροφικές συνήθειες κάθε ατόμου. Τονίζει επίσης ότι η νηστεία δεν σημαίνει απαραίτητα στέρηση ενέργειας, αλλά ανακατανομή των θερμίδων σε λιγότερα γεύματα, δίνοντας στο σώμα χρόνο να ξεκουραστεί μεταβολικά.
Πολλοί, σύμφωνα με τον Romera, συγχέουν την αρχική αίσθηση δυσφορίας με έλλειψη ενέργειας, ενώ συχνά οφείλεται σε αφυδάτωση ή έλλειψη ηλεκτρολυτών, καθώς και στην εξάρτηση από τους υδατάνθρακες, γνωστή ως γλυκοεξάρτηση.
«Ένα καλά προγραμματισμένο διάστημα νηστείας μπορεί να συνδυαστεί απόλυτα με έναν ενεργό, υγιεινό τρόπο ζωής», εξηγεί. Δεν είναι απαραίτητο να φτάνει πάντα τις 16 ώρες· ακόμη και 12 με 14 ώρες νηστείας, με σωστή ενυδάτωση, μπορούν να προσφέρουν σημαντικά οφέλη χωρίς κινδύνους.