Τα δάκρυα δεν είναι αδυναμία -Τι αποκαλύπτει η ψυχολογία για το κλάμα
Το κλάμα,άλλοτε ένδειξη προσωπικής ευαλωτότητας, άλλοτε επαγγελματικό ταμπού, αποκτούν νέο νόημα. Το κλάμα δεν είναι αδυναμία -είναι εργαλείο σύνδεσης, αποφόρτισης και αυθεντικότητας.
Το να συγκρατείς τα δάκρυά σου δεν είναι απλώς μια πράξη αυτοελέγχου. Μπορεί να είναι και μια παλιά συνήθεια που προέρχεται από εποχές όπου η έκφραση συναισθημάτων θεωρούνταν αδυναμία. Ειδικά για τις γυναίκες στον επαγγελματικό στίβο των δεκαετιών του ’80 και του ’90, το κλάμα αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια εικόνα τους.
«Όταν μπήκα στην αγορά εργασίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το κλάμα εθεωρείτο ένδειξη αδυναμίας από τους άνδρες προϊσταμένους. Ήμασταν τόσο λίγες γυναίκες, δεν μπορούσαμε να αντέξουμε την πολυτέλεια των δακρύων», λέει χαρακτηριστικά στην βρετανική Telegraph μια εργαζόμενη με δεκαετίες εμπειρίας.
Ωστόσο, στην προσωπική ζωή, τα δάκρυα κυλούν ανεμπόδιστα -όταν χάνεται μια δουλειά, όταν τελειώνει μια σχέση, όταν έρχεται ένα πένθος. Η κοινωνική πίεση, όμως, κάνει πολλούς ανθρώπους να κρατούν αυτά τα δάκρυα μακριά από τα βλέμματα των άλλων.
Η ψυχολογία πίσω από τα δάκρυα
Μια μελέτη του Vision Direct έδειξε ότι πάνω από το ένα τρίτο των Βρετανών έχουν κλάψει στη δουλειά τουλάχιστον μία φορά μέσα στον τελευταίο χρόνο, με το άγχος να αποτελεί τον κυριότερο λόγο.

Η γενιά Z, συγκεκριμένα, φαίνεται να εκφράζει περισσότερο τα συναισθήματά της, καθώς το 34% παραδέχεται ότι έχει κλάψει στο γραφείο, σε αντίθεση με μόλις το 7% των Baby Boomers.
Το ενδιαφέρον είναι πως η απουσία δακρύων δεν είναι απαραίτητα σημάδι δύναμης. Αντίθετα, η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι όσοι δεν κλαίνε τείνουν να βιώνουν πιο έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως ο θυμός και η αηδία. Ο κλινικός ψυχολόγος Κορντ Μπένενκε, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάσελ στη Γερμανία, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που δεν κλαίνε, συχνά αποσύρονται κοινωνικά και περιγράφουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις ως πιο αποστασιοποιημένες.
Παρόμοια ευρήματα παρουσιάστηκαν και από το Πανεπιστήμιο του Τίλμπουργκ στην Ολλανδία, όπου οι ερευνητές διαπίστωσαν πως άτομα με «απορριπτικό» τύπο συναισθηματικού δεσμού –όσοι αποφεύγουν τις στενές σχέσεις– δυσκολεύονται να κλάψουν και καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.
Ο καθηγητής Άντ Φίνγκερχουτς, ένας από τους κορυφαίους ειδικούς παγκοσμίως στο φαινόμενο του κλάματος, έχει αφιερώσει την καριέρα του στη μελέτη των συναισθηματικών δακρύων. Όπως εξηγεί, «ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο του οποίου τα δάκρυα μπορούν να προκληθούν από συναισθήματα -και είναι επίσης το μόνο είδος στο οποίο το κλάμα συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή».
Η βασική υπόθεση των ερευνών του είναι ότι τα δάκρυα σχετίζονται με την αίσθηση αδυναμίας και την ανάγκη βοήθειας. «Τα μωρά κλαίνε επειδή έχουν περιορισμένες δυνατότητες και χρειάζονται υποστήριξη. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στους ενήλικες: κλαίμε όταν αισθανόμαστε λύπη που συνοδεύεται από αδυναμία. Το κλάμα είναι σημάδι ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε την κατάσταση μόνοι μας».
Βιοχημικά, τα συναισθηματικά δάκρυα διαφέρουν από τα δάκρυα που παράγονται για την προστασία των ματιών. Περιέχουν περισσότερες πρωτεΐνες και είναι πιο παχύρρευστα, γεγονός που τα κάνει να κυλούν πιο αργά στο πρόσωπο και άρα να γίνονται πιο ορατά. Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι αυτή η ορατότητα είναι σημαντική για την κοινωνική λειτουργία του κλάματος. Όπως τονίζει ο καθηγητής Φίνγκερχουτς, «το κλάμα λειτουργεί ως κοινωνικό σήμα. Ενισχύει την ενσυναίσθηση και την επιθυμία των άλλων να βοηθήσουν».

Μάλιστα, έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι να βοηθήσουν κάποιον που έχει ορατά δάκρυα, σε σύγκριση με κάποιον που δεν κλαίει, ακόμα κι αν το πρόσωπό τους εκφράζει θλίψη. Το μήνυμα είναι σαφές: τα δάκρυα, όταν γίνονται αντιληπτά, κινητοποιούν υποστήριξη.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν τελικά το κλάμα μας βοηθά ψυχικά. Η απάντηση είναι: εξαρτάται. Σε μια μελέτη με συμμετοχή πάνω από 5.000 ατόμων σε 37 χώρες, το 50% ανέφερε βελτίωση της διάθεσής του μετά το κλάμα, το 40% δεν ένιωσε καμία διαφορά, ενώ το 10% ένιωσε χειρότερα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το αν το κλάμα ωφελεί ψυχικά εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, τη φύση της κατάστασης που προκάλεσε τα δάκρυα και την αντίδραση των άλλων. Οι άνθρωποι που υποφέρουν από burnout ή κατάθλιψη μπορεί να κλαίνε συχνά, αλλά να μην αισθάνονται καμία ανακούφιση. Αντίθετα, όταν κάποιος κλαίει για μια κατάσταση την οποία μπορεί να ελέγξει ή να επηρεάσει, είναι πιο πιθανό να νιώσει καλύτερα. Επίσης, αν το περιβάλλον ανταποκριθεί με κατανόηση, το κλάμα λειτουργεί ανακουφιστικά.
Στο ερώτημα αν το κλάμα έχει θέση στην ηγεσία, η απάντηση είναι καταφατική. Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε δακρύσει δημόσια το 2012, μιλώντας για τα παιδιά που σκοτώθηκαν στην τραγωδία στο Σάντι Χουκ. Το κοινό θεώρησε πως τα δάκρυά του δεν μείωσαν τη δύναμή του, αλλά ανέδειξαν την αυθεντικότητά του. Όπως σημειώνει η ειδικός σε θέματα ηγεσίας Ίβ Πουλ, «πολλοί άνθρωποι κλαίνε όταν νιώθουν απογοήτευση, άγχος ή βαθιά συναισθηματική εμπλοκή με τη δουλειά τους. Το να κατανοήσουμε ότι τα επαγγελματικά δάκρυα μπορεί να είναι ένδειξη δύναμης και όχι αδυναμίας, θα μας ωφελήσει όλους».
Σήμερα, η συναισθηματική ευφυΐα θεωρείται πλέον πλεονέκτημα -όχι μειονέκτημα. Και τα δάκρυα, όσο κι αν έχουν στιγματιστεί, είναι μέρος αυτής της δύναμης. Όχι μόνο φανερώνουν τι μας αγγίζει, αλλά και μας επιτρέπουν να συνδεθούμε αυθεντικά με τους άλλους.