F1: Ο Μπραντ Πιτ φοράει κράνος και η Formula 1 αποκτά ψυχή -Γιατί πρέπει να δείτε αυτή την ταινία
Μια ταινία για τη Formula 1 με τον Μπραντ Πιτ και τον Χαβιέ Μπαρδέμ στο τιμόνι και τον Λιούις Χάμιλτον στην παραγωγή, είναι η «F1», η νέα δημιουργία του Τζόζεφ Κοσίνσκι (γνωστού από το «Top Gun: Maverick»), που έρχεται με φόρα για να ταράξει τα νερά τόσο της μεγάλης οθόνης όσο και του ίδιου του αθλήματος.
Η «F1» δεν είναι απλώς άλλη μια «αντρική» ταινία για αγώνες ταχύτητας. Είναι μια ιστορία για την επιστροφή, για το πείσμα, για την ανάγκη να βρεις ξανά τη θέση σου - και να δώσεις χώρο σε κάποιον άλλο να βρει τη δική του. Και το κάνει με γκάζια και ρεαλισμό που σε κάνει να νιώθεις πως είσαι ο ίδιος πίσω από το τιμόνι.

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο Σόνι Χέιζ (Μπραντ Πιτ), ένας πρώην οδηγός της F1 που δημιούργησε μεγάλες υποσχέσεις στα ’90s, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στην κορυφή. Μετά από ένα σοβαρό ατύχημα και πολλά χρόνια σε προσωπικό τέλμα (δύο διαζύγια, τζόγος, απομόνωση), ο Σόνι έχει αποσυρθεί. Ζει σ’ ένα βανάκι, μακριά από τα φώτα, σχεδόν ξεχασμένος από όλους. Μέχρι που ένας παλιός φίλος, ο Ρούμπεν Θερβάντες (Χαβιέ Μπαρδέμ), ιδιοκτήτης της ομάδας Apex GP, που παλεύει να σταθεί στο grid, του ζητά βοήθεια.
Η αποστολή; Να επιστρέψει ως οδηγός και να βοηθήσει στην εξέλιξη ενός νεαρού ταλέντου, του Τζόσουα “Νόα” Πιρς (Ντάμσον Ίντρις). Ο Πιρς, παιδί της νέας γενιάς, είναι φαν των social media, λατρεύει τη μαμά το και θεωρεί πως ο Χέιζ είναι απλώς «ένα άλογο που έχει γεράσει και πρέπει να το αποσύρουμε». Η μεταξύ τους σχέση ξεκινά με κόντρα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αλλά εξελίσσεται σε κάτι πιο σύνθετο: ένας ανταγωνισμός που μετατρέπεται σιγά σιγά σε αλληλοσεβασμό.
Πώς γυρίστηκε η F1 και η συμβολή του Λούις Χάμιλτον
Ο Τζόζεφ Κοσίνσκι αφιέρωσε τέσσερα χρόνια για την υλοποίηση του πρότζεκτ, με εξαντλητική προετοιμασία, γυρίσματα σε αληθινά Grand Prix και συνεργασία με ανθρώπους της F1. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε διάσημες πίστες (Silverstone, Μόντσα, Σπα, Σουζούκα, Άμπου Ντάμπι κ.ά.), με κάμερες τοποθετημένες σε αυθεντικά μονοθέσια.
Οι ηθοποιοί βρέθηκαν δίπλα σε αληθινούς οδηγούς, τα αυτοκίνητα —μονοθέσια F2 μεταμφιεσμένα σε F1- μπήκαν στις πίστες ανάμεσα στις κανονικές δοκιμές, και οι σκηνές οδήγησης είναι γυρισμένες με κάμερες μέσα στα μονοθέσια, χωρίς ψηφιακά εφέ. Ο ίδιος ο Μπραντ Πιτ και ο Ντάμσον Ίντρις οδήγησαν τα οχήματα σε ταχύτητες άνω των 290 χλμ/ώρα. Η δε τεχνική του IMAX και ο ακριβής ήχος ενισχύουν την αίσθηση ότι ο θεατής βρίσκεται μέσα στο cockpit.

Ο επτάκις παγκόσμιος πρωταθλητής της F1, Λιούις Χάμιλτον, που συμμετέχει στην παραγωγή, είναι ο άνθρωπος που συμβούλεψε τους δημιουργούς για το πώς οδηγείται ένα μονοθέσιο, πού επιτρέπεται να γίνει προσπέρασμα, και γενικά διασφάλισε πως η ταινία δείχνει την F1 όπως πραγματικά είναι. Όπως ανέφερε ο παραγωγός Τζέρι Μπρουκχάιμερ, «ο Λιούις μάς βοήθησε να αποφύγουμε τις παγίδες του υπερβολικού ρομαντισμού και μας υπενθύμισε πώς πραγματικά λειτουργεί η F1».
Το αποτέλεσμα; Οι αληθινοί οδηγοί που είδαν την ταινία σε ειδική προβολή την περιέγραψαν ως «την πιο ρεαλιστική απεικόνιση αγώνων που έχουμε δει ποτέ».
Στα συν, η μουσική του Χανς Ζίμερ, που κάνει τη διαφορά. Ο ήχος της μηχανής μπλέκεται με τις συνθέσεις του, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που σε κάνει να νιώθεις πως είσαι μέσα στο cockpit. Με το χαρακτηριστικό μείγμα ηλεκτρονικού και συμφωνικού ήχου, καταφέρνει να αποδώσει την ένταση και την απομόνωση του οδηγού μέσα στο μονοθέσιο, αλλά καιτην ανθρώπινη πλευρά πίσω από το κράνος.

Μπραντ Πιτ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Ντάμσον Ίντρις, Το δυναμικό τρίο της ταινίας
Ο Μπραντ Πιτ, που έχει και τον ρόλο του συμπαραγωγού, προπονήθηκε με Formula 2 στο Paul Ricard και Silverstone -όχι απλώς κινηματογραφικά, αλλά πραγματικά – με καθοδήγηση από την ομάδα Carlin-Mercedes και τον Χάμιλτον, ο οποίος, όπως ανάφερε ο δημοφιλής ηθοποιός περνούσε «12 ώρες την ημέρα στο σετ, εξασφαλίζοντας ότι κάνουμε την καλύτερη αγωνιστική ταινία» .
Σε συνέντευξη μάλιστα ο Πιτ, δήλωσε ότι ο χαρακτήρας του Σόνι Χέιζ εμπνεύστηκε και από την πορεία του Fernando Alonso, που συχνά χρησιμοποιούσε ανορθόδοξες τακτικές, προκαλώντας ακόμη και αντιδράσεις
Ο Ντάμσον Ίντρις, που μετά από αυτή τη συνεργασία βλέπει την καριέρα του να εκτινάσσεται, αναλαμβάνειτον ρόλο ανερχόμενου ρούκι, που έρχεται αντιμέτωπος με τον Σόνι. Για μήνες κι αυτός εξασκήθηκε σε αγωνιστικά αυτοκίνητα και λειτούργησε υπό πραγματικές συνθήκες αγώνα, στοιχείο που τον έκανε πλέον να οδηγεί πιο προσεκτικά, όπως αποκάλυψε.
Όσο για τη συνεργασία με τους Πιτ και Μπαρδέμ, δύο από τους τελευταίους μεγάλους σταρ της κινηματογραφικής βιομηχανίας, που κερδίζουν τις εντυπώσεις με το coolness, το χιούμορ τους και την ανεπιτήδευτη γοητεία τους, ο Ίντρις δήλωσε, περιγράφοντας την πρώτη μέρα στο γύρισμα: «Κοιτάζω αριστερά, Μπραντ Πιτ. Δεξιά, Χαβιέ Μπαρδ'εμ. Τα χέρια μου έτρεμαν...»
Τέλος, ο Μπαρδέμ δήλωσε για τον δικό του ρόλο: ««Ήθελα ο Ρούμπεν να είναι αληθινός – ένας τύπος που αγαπά τον αθλητισμό, αλλά ξέρει ότι είναι πλέον business».

Ένας ύμνος στη συνεργασία και τη σοφία των παλιών
Η F1 έχει έναν υπέροχο ρομαντισμό για τα ’90s , όμως δεν υμνεί απλώς την παλιά γενιά, αλλά της δίνει ρόλο. Ο χαρακτήρας του Χέιζ είναι ρεαλιστικός: κουβαλά πληγές, λάθη, αδυναμίες, αλλά και δύναμη. Δεν είναι ήρωας χωρίς σκιές, ούτε κλισέ γκουρού. Είναι κάτι ανάμεσα. Και αυτό τον κάνει αληθινό.
Γι'αυτό, η F1 είναι κάτι περισσότερο από μια αγωνιστική ταινία. Ενσωματώνει τα κλασικά μοτίβα της αμερικανικής αφήγησης –τον ήρωα που επανέρχεται, τη λύτρωση μέσω της συνεργασίας, την παλιά φρουρά που διδάσκει τη νέα– αλλά με φρεσκάδα και χιούμορ. Ο χαρακτήρας του Σόνι Χέιζ είναι μια σπάνια ισορροπία: ένας άντρας παλαιάς κοπής, χωρίς τοξικά χαρακτηριστικά, με πείσμα, πάθη και ανθρώπινα λάθη.
Το στοίχημα που κερδίζει η ταινία και μαζί και ο Κοζίνσκι είναι πως δεν απευθύνεται μόνο στο «μυημένο» κοινό. Μέσα από έναν ήρωα που δεν εντυπωσιάζει με στατιστικά αλλά με την ιστορία του, ο θεατής μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά, ακόμα και αν δεν έχει δει ποτέ Grand Prix. Ταυτόχρονα, η νέα γενιά βλέπει έναν "βετεράνο" που δεν γελοιοποιείται, αλλά επανέρχεται ως μέντορας.
Έτσι, ο Τζόζεφ Κοσίνσκι υπογράφει μια εντυπωσιακή περιπέτεια ταχύτητας, στην οποία ο θεατής νιώθει την ταχύτητα, ακούει τον κινητήρα, αισθάνεται τη δόνηση στο κάθισμα του, αλλά ταυτόχρονα και μια κινηματογραφική αναμέτρηση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, παράδοσης και εξέλιξης, με το ανθρώπινο στοιχείο να κλέβει την παράσταση. Αν αγαπάς τη Formula 1, θα απολαύσεις κάθε λεπτό. Αν δεν ξέρεις τίποτα για το άθλημα, η ταινία θα σου δώσει έναν ήρωα να ακολουθήσεις και μια ιστορία να σε συγκινήσει.
Μετά από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Drive to Survive» του Netflix, που έκανε το αμερικανικό κοινό να ερωτευτεί τη Formula 1, η ταινία φαίνεται να είναι το επόμενο βήμα. Μια προσπάθεια να γίνει το άθλημα πιο mainstream, να αποκτήσει πρόσωπα, συναισθήματα, αλλά χωρίς να χαθεί η ουσία του. Και εδώ, η ταινία πετυχαίνει το στοίχημα. Δεν κάνει την F1 πιο εύπεπτη, απλά πιο προσιτή. Δεν προσπαθεί να πρωτοτυπήσει - ξέρει την ιστορία που θέλει να πει και τη λέει καλά. Και τελικά, αυτό αρκεί.
Δείτε το τρέιλερ: