H λέξη κανονικότητα είναι μία εκνευριστική λέξη. Για την ακρίβεια, στα αυτιά μου ηχεί ως μία θρασύτατη, απαράδεκτη λέξη που αντί να κάτσει στα αυγά και στη λερωμένη της φωλιά, αποφάσισε τελευταίως και με περίσσια αυτοπεποίθηση, να σουλατσάρει ανερυθρίαστα σε στόματα ενός τεράστιου συνόλου διαφόρων αδιαφόρων, αποτελούμενο από περιπτεράδες και επαίτες μέχρι πολιτικούς και δημοσιογράφους πρώτης γραμμής, γεγονός που υποδεικνύει μια κάποια θετική συσχέτιση μεταξύ αυτών των -φαινομενικά- διαφορετικών ομάδων.
Η αποκαλούμενη κανονικότητα στην οποία επιστρέφουμε σιγά-σιγά, μου θυμίζει εκείνον τον οδηγό αγώνων που έχοντας μείνει τόσο πίσω κοιτάει τον καθρέφτη του ο δύστυχος, βλέπει τους άλλους οδηγούς να κοντεύουν να του “ρίξουν γύρο” και έχοντας χάσει τόσο πολύ την επαφή με την πραγματικότητα, νομίζει ότι είναι πρώτος. Αν τολμάμε να λέμε -και ακόμα χειρότερα να νοιώθουμε- κανονικότητα το γεγονός ότι μπορούμε να βγάζουμε βόλτα το σκυλί μας χωρίς αποστολή sms, είμαστε αυτός ο οδηγός. Και όταν το σκέφτομαι, στο μυαλό μου ηχεί ο Krishnamurti με εκείνη την ιδιαίτερη φωνή να λέει πως “δεν είναι μέτρο υγείας, η σύγκριση με μία βαθιά άρρωστη κοινωνία”.
Σε κάθε περίπτωση και επειδή δε θέλω να γκρινιάζω, για αυτήν την εβδομάδα αποφάσισα να μοιραστώ μία ιστορία αληθινής επιστροφής σε μία κανονικότητα που δεν έπρεπε πότε να πάψει ισχύει. Διαβάζοντας αυτή την ιστορία, η κουβέντα θα οδηγηθεί στο άγχος και κατόπιν στο τι μπορούμε να κάνουμε για να το διαχειριστούμε καλύτερα, δεξιότητα διόλου αμελητέα τώρα που όλα γίνονται “κανονικά” όπως πριν.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Η ιστορία
Ο εννιάχρονος Henkie Holvast όταν έβγαινε από το σπίτι δεν ξεχνούσε ποτέ να πάρει μαζί του ένα κουτάλι. Το ίδιο έκαναν και οι φίλοι του. Δεν ήταν ότι ήλπιζαν σε πολλά, αλλά από την άλλη, δεν ξέρεις ποτέ τι σου επιφυλάσσει η τύχη. Για ποδόσφαιρο εξάλλου δεν είχε όρεξη. Και να είχε όρεξη δηλαδή, δεν είχε δυνάμεις αφού ο Henkie Holvast βρέθηκε εννιά χρονών παιδί, να περνά ένα χειμώνα εκτός κανονικότητας που η ιστορία με εύλογο και ωμό τρόπο ονόμασε ως “ο ολλανδικός χειμώνας της πείνας” ή πιο ξερά “ο ολλανδικός λιμός”.
Βρισκόμαστε στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι συμμαχικές δυνάμεις έχουν διώξει τους Ναζί από τη νότια Ολλανδία και εκείνοι καθώς υποχωρούν, καταστρέφουν ό,τι μπορούν να καταστρέψουν, προκειμένου να κόψουν τις δυνατότητες τροφοδοσίας. Αυτό σημαίνει ότι τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν απομείνει στις αποθήκες είναι αδύνατο να μεταφερθούν και σε αυτό προστίθεται ένας βιαστικός χειμώνας, ο οποίος έχει ήδη παγώσει κανάλια και πλωτές οδούς. Αν οι παραπάνω λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν την τραγικότητα της κατάστασης -πράγμα το οποίο είμαι βέβαιος πως ισχύει- φανταστείτε τον εαυτό σας να βρίσκεται σε συνθήκες τόσο εκτός κανονικότητας, όπου αναγκάζεστε να βάλετε φωτιά στο τραπέζι της κουζίνας για να ζεσταθούν τα παιδιά σας. Επίσης φανταστείτε ότι ζείτε με ένα καρβέλι ψωμί και πέντε πατάτες την εβδομάδα (τόσο αναλογούσε σε κάθε άτομο) και αν είστε εξαιρετικά τυχερή και έχετε κουπόνι φαγητού, στα προαναφερθέντα προσθέστε εκατό γραμμάρια τυριού κάθε δύο εβδομάδες! Έχετε ακούσει τις φημισμένες τουλίπες της Ολλανδίας; Ε, λοιπόν εκείνη την περίοδο έτρωγαν βολβούς από τουλίπες για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Ο Henkie Holvast λοιπόν, κάθε που έβγαινε από το σπίτι έπαιρνε μαζί του και ένα κουτάλι, γιατί η τύχη με τα σάπια δόντια της μπορεί και να του χαμογελούσε. Και επειδή μιλάμε για μη κανονικότητα, ρίξτε μία ματιά στη φωτογραφία του Martinus Meijboom που τράβηξε τον Henkie εκείνον το χειμώνα. Καθώς την κοιτάτε, έχετε κατά νου ότι δύο από τα παιδιά που φαίνονται στο φόντο, αδέρφια του Henkie, πέθαναν από την πείνα.