Πριν από εφτά χρόνια, ο τότε σύντροφος μου και νυν άντρας μου επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα. Από τον ενθουσιασμό μου που θα έβλεπε τα προαιώνια μνημεία της Αθήνας και τις ανεκδιήγητες ομορφιές της Πελοποννήσου, και θα γευόταν επιτέλους τη διαφορά ανάμεσα στα γεμιστά της ελληνικής ταβέρνας του Μπράιτον και εκείνων που τρως μετά το θαλασσινό μπάνιο στο σπίτι σου, ήπια μονοκοπανιά δύο τζιν-τόνικ στο αεροδρόμιο του Γκάτγουικ. Όταν προσγειωθήκαμε στο Ελ. Βενιζέλος, υφήρπε η αγωνία για το αν θα του άρεσε η Μαρία στον τόπο της -με τα ελληνικά της, τα γέλια της με παλιούς φίλους, την άνεση της σε οικείους χώρους και γνωστές καταστάσεις.
Γράφει η δημοσιογράφος Μαρία Ιότοβα
Πήραμε το μετρό προς Σύνταγμα. Όσο απομακρυνόμασταν από το πολυπολιτισμικό οικοσύστημα του αεροδρομίου, τόσο τα βλέμματα πάνω μας γινόντουσαν ασφυκτικά. «Ένας τρόπος διασκέδασης των Ελλήνων είναι να παρατηρούν τους άλλους και ενίοτε να σχολιάζουν», είπα στον Τοφφ για να ελαφρύνω το κλίμα. Προσπεράσαμε κόσμο και κοσμάκη, κατεβήκαμε και ανεβήκαμε σκάλες, μέχρι να σταθούμε με τις βαλίτσες μας στην αποβάθρα της κόκκινης γραμμής για να κατέβουμε στην επόμενη στάση της Ακρόπολης.
Είμαστε όμως ακόμα στην αποβάθρα. Στο πιο πολυσύχναστο και τουριστικό σταυροδρόμι της Αθήνας, εκεί όπου πριν από εφτά χρόνια διέπραξα ένα φοβερό έγκλημα -αυτό της σιωπής. Το κόκκινο ηλεκτρονικό ρολόι πάνω από τα κεφάλια μας μετράει τέσσερα λεπτά μέχρι να περάσει ο επόμενος συρμός. Συγκριτικά με τη δική μας πολύβουη αποβάθρα, στην απέναντι αποβάθρα είναι μόνο κάποιες μοναχικές ψυχές, κολλημένες στην Αθήνα αρχές Ιουλίου.